tag:blogger.com,1999:blog-13581206648446994142024-02-22T09:44:05.630+02:00Στάλες ψυχής...οι θύμισες, τα όνειρα και οι ελπίδες όταν περάσουν μέσα από την ψυχή γίνονται στάλες απόσταξης που την γιατρεύουν...Words4mhttp://www.blogger.com/profile/00445417484085116171noreply@blogger.comBlogger28125tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-29163876222905171362021-08-08T20:12:00.000+03:002021-08-08T20:12:36.585+03:00<p><span style="font-size: medium;"><b>Το μνημόσυνο της ρωμιοσύνης</b></span></p><p>Πως να αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει αυτή η χώρα;</p><p>Όταν ο αρχηγός του κράτους δεν έχει ιδανικά, δε έχει φιλότιμο, δε ξέρει τι ειναι ευθιξία;</p><p>Οι λέξεις που σηματοδοτούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη του 2021 ειναι</p><p>ανικανότητα, αναλγησία, προδοσία.</p><p>Κάηκε όλη η πηγή οξυγόνου της χώρας.</p><p>Δεκάδες πολίτες, έμειναν χωρίς σπίτια και δε ευθύνεται η κλιματική αλλαγή!!</p><p>Ίσως ναι, είμαστε κακοί πολίτες και εμείς! </p><p>Ίσως να έχουμε κακή πολιτειακή συμπεριφορά, ναι το δέχομαι!</p><p>Όμως να θυμίσω στον Πρωθυπουργό και την ΠτΔ πως η θεμελιώδη υποχρέωση τους, ειναι να υπηρετούν την πατρίδα με αυταπάρνηση και όχι ξένα συμφέροντα.</p><p>Δεν είδαμε τέτοια αυταπάρνηση !!</p><p>Όπως δε είδαμε και ιδιαίτερη προθυμία από ζάμπλουτους Έλληνες, να συνδράμουν στη κατάσβεση του πυρρός </p><p>Οι κακοί πολιτικοί και οι κακοί πολίτες πρέπει να πεθαίνουν στην εξορία...............................</p><p>Η Ελληνική κοινωνία, πρέπει να ανασυγκροτηθεί πάση θυσία και επίσης να κηρύξει ορισμένους ανθρώπους <b>non grata </b></p><p><b>Μόνο έτσι θα σωθεί αυτή η χώρα</b></p><p><br /></p><p><br /></p><p><br /></p>Words4mhttp://www.blogger.com/profile/00445417484085116171noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-9691221314424502252017-08-09T15:47:00.008+03:002021-06-25T14:47:42.186+03:00 Η κυρά του κάμπου <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"> Εισαγωγή <br /> <b> </b><br />
<b> </b><br />
Ελλάδα, κόρη του κοσμοκράτορα ήλιου, που ακάματα την φωτίζει και την ζεσταίνει αιώνες τώρα!</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Δώδεκα Θεοί την φιλάνε και φροντίζουν την μοίρα της.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μα οι Θεοί της, φτιαγμένοι με χούγια και συνήθεις ανθρώπου είναι καμωμένοι. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Πότε θυμώνουν μαζί της και πότε την χαδεύουν να της δείξουν αγάπη.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Θεοί που κάμουν θαύματα, σηκώνουν φουρτούνες, ευνοούν πολέμους και ενίοτε νικάνε!!</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μας έφεραν με άρμα σε ετούτη τη γη κάποτε όλους εμάς. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Λίγη ημίθεοι, ήρθαν μαζί μας για να μας κουμαντάρουν και έμειναν εδώ χάμου.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Εμείς οι πληβείοι, με μοίρα δυσβάσταχτη στους ώμους και καταραμένοι, σκορπιστήκαμε στα βουνά και τα λαγκάδια της, σαν ορφανά που πρέπει να βρουν τρόπο να ζήσουν.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Ναι, μας άφησαν ορφανούς, να βρούμε ο καθένας το δρόμο του .</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Άλλος έγινε ψαράς, άλλος έγινε μαραγκός, άλλος σιδεράς και πεταλωτής αλόγων και άλλος αγρότης. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μια σταλιά στο χάρτη της γης ειναι η Ελλάδα. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Λίγοι ξέρουν την μεγάλη ιστορία της.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Και όσοι από αυτούς τους λίγους την έμαθαν, ίσως να μην ξέρουν τις πολλές πονεμένες ιστορίες του τόπου. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Τι γιατί;</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Γιατί, όσοι γράφουν την ιστορία του τόπου τους, βάζουν μέσα τις ένδοξες στιγμές της και όχι τον πόνο και το δράμα του κάθε φτωχού και ανήλιαγου σπιτιού. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Δεν θα σου μιλήσουν ποτέ, για έναν αγρότη, για τον ιδρώτα που ρίχνει στη γη να ποτίσει με κόπο το χωράφι του.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μια χώρα μικρή, που αν την δεις από ψηλά, μοιάζει με κάτι που κολυμπάει στη θάλασσα.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Τριγύρω, σκορπισμένα " τα παιδιά της" μικρά νησιά, γεμάτα καίκια και άσπρα ταπεινά σπίτια. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Ειναι τα μικρά - χαϊδεμένα της παιδιά, που δροσίζονται απ' το Αιγαίο και λιάζονται στον μυρωμένο αγέρα της. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">
Και η στεριά της, μια φλούδα γης όλη και όλη.<br />
Εδώ λοιπόν, σε τούτη τη γωνιά της γης, ζει ένας φτωχός, ταλαίπωρος λαός.<br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Γι' αυτό το λαό και για τον αγώνα του να ζήσει, θα μάθεις σε αυτό το βιβλίο</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-54066791515760728042017-05-27T01:43:00.010+03:002021-06-25T14:39:13.947+03:00Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br />
<b> Κεφάλαιο πρώτο</b><br />
<b> </b><br />
Ελλάδα 1910 <br /><br />Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχει αφήσει τα σημάδια της παντού, στη σκέψη, στον τρόπο ζωής, στα κτίρια, στην πολιτική, στην κουλτούρα.<br />
Η αποχώρηση των Οθωμανών και η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην ελεύθερη Ελλάδα, δεν έφερε καμιά ουσιαστική αλλαγή στους κολίγους του κάμπου.<br />
Τούτος ο κάμπος, χωμένος στη μέση της χώρας, τυλιγμένος από την οροσειρά της Πίνδου και τα βράχια των Μετεώρων, δροσίζεται απ' τα νερά του Πηνειού. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Σαν ανέβεις ψηλά στα Μετέωρα την άνοιξη και ατενίσεις τον κάμπο, θα δεις την γη στολισμένη, σαν χαλί που έχει υφανθεί σε αργαλειό! </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Χρώματα και αρώματα. Τα χέρια των αγροτών την κεντάνε με το τσαπί για να ανθίσει και να καρπίσει. Σπαρμένη γη με κάθε λογής καλούδια. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Βαμβάκι, Τριφύλλι, σιτηρά, λαχανικά και στα ριζά των βράχων, τα αμπέλια που στολίζουν το Καστράκι. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Και όλα τούτα, τα χαράζει ένα ποτάμι, κυλώντας γοργά, σαν να θέλει να προλάβει να δροσίσει τα πάντα γύρω του. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Σε τούτο το ποτάμι, οι κολίγοι ψάρευαν, έφερναν τα ζωντανά τους να πιούν νερό, πλένονταν οι ίδιοι και πότιζαν τα χωράφια τους σε ολόκληρο τον κάμπο.<br />
Όλη τους η ζωή, περιστρέφονταν γύρω από το ποτάμι και τη γη τους. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Και όμως τούτη η γη, δε τους ανήκε!! </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Οι Έλληνες κολίγοι ήταν απλοί σκλάβοι. <br />
Απέραντες εκτάσεις από τη Λάρισα ως τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα ήταν χωρισμένα τσιφλίκια.<br />
Έφυγαν οι Τούρκοι και άφησαν πίσω κατάρα, έφυγε ο οχτρός και ήρθε ο αφέντης, ο Τσιφλικάς, να διαφεντέψει πάλι, τα φτωχά αγράμματα ανθρωπάκια του κάμπου.<br />
Τούτη η ταλαίπωρη φυλή των Καραγκούνηδων, τετρακόσια χρόνια σκλαβωμένοι από τους Οθωμανούς είχαν μάθει να καρτερούν για μια καλύτερη μέρα.<br />
Σα λευτερώθηκε ο τόπος και έγινε η προσάρτηση, περίμεναν πως θα αποκτήσουν ένα κομμάτι γης, δικό τους. Πως θα έρθει η ώρα, να γεμίσει το αμπάρι τους με λίγο στάρι, για να έχουν το καθημερινό καρβέλι στο τραπέζι τους. <br />
Την αγαπούσαν ετούτη τη γη, εκεί γεννήθηκαν, εκεί ήταν οι τάφοι των προγόνων τους, εκεί θέλαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.<br />
Ζόρικος τόπος, ήθελε το κορμί σκυμμένο όλη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι, πάνω στο χώμα, να το οργώσεις να το φυτέψεις, να το σκαλίσεις. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Αν δε το αγαπούσες, αν δε άγγιζες κάθε σπιθαμή του, καρπό δε έβλεπες να φυτρώνει. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Έπρεπε να τον περπατήσεις βήμα, βήμα, να ακουστεί το τραγούδι του ξωμάχου απ' άκρη σε άκρη, να ποτιστεί με ίδρωτα κάθε κόκκος απ' το μαύρο χώμα, για να γελάσει ανθρώπινο χείλι, μόλις αντικρίσει τον καρπό.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br />
Η Τσίαρα, ήταν ένα απ' τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, χτισμένο στις όχθες της Σαλαμπριάς.(ποτάμι )<br />
Εκεί ήταν το τσιφλίκι του Τσαούση, ότι ζωντανό υπήρχε εκεί, ανήκε σε εκείνον.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Η γη, οι άνθρωποι, τα κοπάδια των ζώων.<br />
Σκληρός τύπος, τυχοδιώκτης και αδίστακτος, μεγαλωμένος μέσα στο χαρέμι του Μπέη των Τρικάλων, σαν ήρθε η ώρα να φύγει ο γερό Μπέης, του άφησε το τσιφλίκι στην Τσιάρα. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Ο Μπέης, του είχε αδυναμία, αν και η μάνα του Τσαούση, ποτέ δεν ασπάστηκε το Κοράνι, την λάτρευε και αυτή και το γιο που του γέννησε. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Τον μεγάλωσε με αγάπη, παρόλο που η σκλάβα του, δε του επέτρεψε να κάνει στο γιο της περιτομή.<br /><br />
Όμορφος άντρας, και με λεφτά, δε ήταν δύσκολο να του αντισταθεί θηλυκό, αν και εκείνη την εποχή οι γυναίκες ήταν πολύ σεμνές και δύσκολα ανταποκρινόταν στα ερωτικά καλέσματα του Τσαούση.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Πολλές βρέθηκαν με το ζόρι στο κρεβάτι του.<br />
Και σαν έπαιρνε πια αυτό που ήθελε, άφηνε να γίνει γνωστό πως η κοπέλα δε είναι ηθική.<br />
Είχε βρει ένα νέο τρόπο, να βγάζει λεφτά ο Τσαούσης.<br />
Απελπισμένες οι νέες γυναίκες, φοβούμενες την κατακραυγή του κόσμου πήγαιναν σπίτι του να ζητήσουν, να παρακαλέσουν γονατιστές να της " αποκαταστήσει ".<br />
Τότε, έβλεπαν το άλλο του πρόσωπο, εκείνο του διαβόλου!!<br />
Σαν θέλετε να ανοίγετε τα πόδια, έλεγε, δε φταίω εγώ!!<br />
Το μόνο που μπορώ να κάνω για σας, είναι να σας πάω σε ένα καλό μπορντέλο, να βγάλετε το ψωμί σας με τον τρόπο που ξέρετε.<br />
Πολύ λίγες νέες γυναίκες βρήκαν το κουράγιο να αρνηθούν και να μείνουν στιγματισμένες, μέσα στα μικρά χωριά των Κολίγων. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Η "τιμή" της κοπέλας τότε, ήταν ότι πολυτιμότερο είχε η φαμίλια για προίκα της. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Αν δε είχε ούτε αυτό, φαμελιά δική της δε έκανε ποτέ. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Έμενε να υπηρετεί την οικογένεια και να κάνει όλες τις βαριές εργασίες στα χωράφια και στο σπίτι μέχρι να πεθάνει. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Έτσι λοιπόν, όσες δε είχαν το κουράγιο να μείνουν στο χωριό, έπαιρναν ένα μπόγο με τα φτωχικά ρουχαλάκια τους και έφευγαν νύχτα, με το κάρο του Τσαούση για την Λάρισα, ή τα Τρίκαλα, να βρουν ένα κρεβάτι και ένα πιάτο φαΐ στα μπορντέλα του Τσαούση.<br />
<br />
Το αρχοντικό του Τσαούση, ήταν χτισμένο κοντά στα αλώνια του χωριού, καμιά πεντακοσάρια μέτρα από το ποτάμι της Σαλαμπριάς.<br />
Πέτρινες αυλές ολόγυρα, δίπατο και με ένα μεγάλο μπαλκόνι να κρέμεται πάνω από την είσοδο του σπιτιού.<br />
Στην ρούγα καταμεσής, μια πέτρινη κοπάνα με το αρτεσιανό, να τρέχει ασταμάτητα μέρα και νύχτα.<br />
Εκεί πότιζαν τα άλογα, σαν γύρισαν από τα χωράφια σκονισμένα και ιδρωμένα. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Από εκεί έπαιρναν νερό για τους στάβλους,να ποτίσουν τα υπόλοιπα ζωντανά, για το λαχανόκηπο και τα τεράστια παρτέρια με τους βασιλικούς και τα γεράνια ολόγυρα να μοσχοβολούν και να σε μεθάει το άρωμα της νύχτες του καλοκαιριού, ανάκατο με το άρωμα του γιασεμιού που σκαρφάλωνε στο μπαλκόνι του Τσιφλικά.<br />
<br />
Το αρχοντικό το φρόντιζε η Κωστάντου.<br />
Μια γλυκιά γυναίκα, ψηλή, με δυο μάτια, ελαφίσια καταπράσινα, χήρα με δυο κόρες που βρέθηκε στο αρχοντικό μετά το θάνατο του ανδρός της.<br />
Το παράστημα και η αξιοπρέπειά της, δε επέτρεψαν ποτέ στον Τσαούση να της φερθεί άσχημα, της παραχώρησε δυο δωμάτια, δίπλα απ' το μαγέρικο και εκεί έστησε το δικό της σπιτικό.<br />
Με δυο μωρά στην αγκαλιά έφτασε τότε στο χωριό, πάνω στο κάρο του Τσαούση.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Σαν είδε από μακριά το σπίτι να προβάλει, μες τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, με τα κεραμίδια να λαμπυρίζουν από μακριά, τα μεγάλα παραθύρια να αστράφτουν σαν καθρέφτες και τον γέρο πλάτανο να γέρνει τα γέρικα κλωνάρια του ολόγυρα στην πέτρινη αυλή, αγάπησε το αρχοντικό. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μέχρι τότε, το αρχοντικό το περιποιόταν οι γυναίκες του χωριού με την σειρά, κάθε μέρα και άλλη.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μα ο παπάς, πήγε και ζήτησε απ' τον Τσαούση, να μην περνάν τη ρούγα του αρχοντικού, ελεύθερες και παντρεμένες. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Σα θες γυναίκα, για το σπίτι, να παντρευτείς Τσαούση, τον διέταξε ο παπάς. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Και πολλά ο παππάς δε σήκωνε. <br />
Έτσι ο Τσαούσης , αναγκάστηκε να βρει οικονόμο για τη φροντίδα του σπιτιού.<br />
Το αρχοντικό ήταν τεράστιο, το ίδιο και οι αυλές του και οι στάβλοι του.<br />
Η Κωστάντου, ζήτησε βοήθεια και έτσι ο Τσαούσης βρήκε και πάλι δικαιολογία, να φέρνει στο σπίτι τις χωριατοπούλες να βοηθάνε στο καθάρισμα και στο λαχανόκηπο.<br />
Μια από τις χωριατοπούλες ήταν και η Μαρουσιάννα Βεργά.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Η γυναίκα του Αναστάση Βεργά.<br />
<br />
Η Μαρουσιάννα, ζούσε σε ένα φτωχόσπιτο, καμωμένο από πλίνθους .</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Ασβεστωμένο, με μικρά παραθύρια, που κρατούσαν τον ήλιο του καλοκαιριού μακριά για να μένει δροσερό το καλοκαίρι, και τον παγωμένο αέρα του χιονιά το χειμώνα.<br />
Σαν ήρθε νυφούλα στο χωριό του κάμπου, έφερε μαζί της τα προικιά της.<br />
Στο κάρο, ήταν φορτωμένα όλα όσα είχε κεντήσει και υφάνει, εκείνη και η μάνα της, πάνω στα βουνά του Κόζιακα.<br />
Ήταν θυγατέρα βοσκού, με πρόβατα και γίδια, εκείνη τον κάμπο δε τον είχε ματαδεί στη ζωή της, μόνο άκουγε για αυτόν.<br />
Δεν ήξερε από Τσιφλίκια και αφέντες, οι βοσκοί ζούσαν στα ορεινά και ήταν οι ίδιοι αφέντες στα φτωχικά καλύβια τους. <br />
Μπήκε στο χωριό πάνω στο κάρο, ντυμένη με την παραδοσιακή στολή των βλάχων του Κόζιακα και στο κεφάλι την κατάλευκη μαντήλα της, που δήλωνε πως είναι νιόπαντρη.<br />
Άσπρη και αφράτη, σάρωνε με τα μεγάλα πράσινα μάτια της όσα έβλεπε τριγύρω. Φτώχεια και δυστυχία, το κάρο πέρναγε μέσα από τα φαρδιά σοκάκια των Καραγκούνηδων. Η φτώχεια και η δυστυχία, ξεχείλιζε μέσα απ' τις καλύβες και τα πλίθινα σπιτάκια τους. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: large;">Παιδιά και ζωντανά όλα μαζί στις ξέφραγες αυλές των σπιτιών, έπαιζαν με το χώμα.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Ακόμη και η εκκλησιά του χωριού, ο Άι Γιώργης, ήταν ένα χαμηλό ταπεινό εκκλησάκι, με μια μικρή καμπάνα στο σιδερένιο καμπαναριό του.<br />
<br />
Ήταν όμως χαρούμενη , περήφανη, ευτυχισμένη, δίπλα στο μελαχρινό παλικάρι, που παντρεύτηκε. Ήταν ο εγγονός του παπα Αναστάση Βεργά.<br />
Όταν τον είδε στην εκκλησιά , του δικού της χωριού, να ψέλνει με εκείνη την αγγελική φωνή, που την ανέβαζε στα ουράνια, τον ερωτεύθηκε.<br />Ο Αναστάσης, σαν σχόλασε η λειτουργιά και βγήκαν στην πλατέα για το γλέντι, την είδε να χορεύει στητή, με τις ξανθιές κοτσίδες να λάμπουν στον ήλιο, την λαχτάρισε, σκίρτησε η καρδιά του.<br />
Μπήκε στο χορό και της έπιασε το απαλό χεράκι της και τούτο το άγγιγμα, έμελλε να τους ενώσει.<br />
Παντρεύτηκαν και κίνησαν για τον κάμπο, τον τόπο του γαμπρού.<br />
Και να σου τώρα, παντρεμένη η νιούτσικα στο κάμπο, να στήσει το σπιτικό της.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br />
Το κάρο τους σταμάτησε μπρος σε ένα ξύλινο φράχτη, πίσω του, έκρυβε ένα ταπεινό σπίτι με μικρά παραθύρια βαμμένα γαλάζια.<br />
Φτάσαμε κυρά μου, ανακοίνωσε ο παππούς του Αναστάση, καλωσόρισες στο φτωχικό μας.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br />- Εδώ θα γίνεις κυρά και μάνα της είπε ο γέροντας.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Εύχομαι τα χρόνια που θα έρθουν να είναι γλυκά και ευτυχισμένα.<br />
Την πήρε στα χέρια του ο άντρα της να την κατεβάσει από το κάρο. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μαρουσιάννα μου, τούτος είναι ο τόπος μου, καλωσόρισες!<br />
Μπήκαν στο χαμηλό κονάκι του παπά και τότε αντίκρισε το καινούριο της σπιτικό.<br />
<span lang="EL">Έπιπλα δεν υπήρχαν σε τούτα τα σπίτια, ότι ήταν
χρειαζούμενο, ήταν φτιαγμένο από κορμούς δέντρων. </span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Τα κρεβάτια ήταν από
μπλεγμένες λυγαριές</span><span> </span><span lang="EL"> και</span><span> </span><span lang="EL"> στρώματα από άχυρο, ραμμένο μέσα σε υφαντά
στρωσίδια. </span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Στους τοίχους είχαν ολόγυρα όλο το χειμώνα υφαντές μπάντες για να
μην έρχεται κρύο απ' τις χαραμάδες. Το πάτωμα ήταν από πατημένο χώμα, και το
καλοκαίρι οι γυναίκες το *</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">παλάμιζαν συχνά με πηλό.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Το μαγειρειό τους, ήταν πάντα
έξω από το κυρίως σπίτι, ταπεινό και αυτό με ένα χτισμένο μπουχαρί* όπου έψηναν
το φαγητό τους στην πυροστιά* ή στη γάστρα,* στον τοίχο δεξιά, ζερβά από τον
μπουχαρί μπηγμένα περόνια*, για να κρεμάνε τα μπακίρια τους, το κόσκινο*τη
σκαφίδα*για το ζύμωμα, το πλαστήρι,</span><span> </span><span lang="EL"> για το άνοιγμα των φύλλων και τις κουτάλες τους. Συνήθως εκεί είχαν και
το αμπάρι με το αλεύρι και τα πιθάρια με την χοιρινή λίπα.*</span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Μια τάβλα για να
τρώνε, ένα μπαούλο για τα τσίγκινα πιάτα και τα κύπελα, μια πινακωτή για το
ψωμάκι τους. Έτσι ήταν όλα τα σπίτια, ταπεινά με τα απολύτως απαραίτητα για να
ζουν.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL"> Σε ένα από τα τούτα σπίτια, ήρθε να ζήσει και η Μαρουσιάννα.</span><br />
<span lang="EL"><br /></span>
<span lang="EL">Ένα χρόνο μετά, ο παππούς του Αναστάση πέθανε και έτσι παπάς στο χωριό, έγινε ο Αναστάσης.</span><br />
<span lang="EL">Η Μαρουσιάννα, γκαστρωμένη στο πρώτο τους παιδί, ολημερίς και ενώ ήταν με την κοιλιά στο στόμα, έσκαβε, σκάλιζε, ξεβοτάνιζε τον λαχανόκηπο, να έχουν ότι είναι απαραίτητο για το τσουκάλι τους. Πατάτες, λάχανα, κρεμμύδια, σκόρδα, ντομάτες, πιπεριές, όλα περνούσαν απ' τα χέρια της.</span><br />
<br />
</span><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Ο παπά Αναστάσης, δεν είχε εύκαιρα χέρια, μήτε της καθημερνές, μήτε τις
σχόλες, πέντε χωριά περίμεναν από αυτόν, να παντρέψει να βαπτίσει, να θάψει να
λειτουργήσει να κοινωνήσει. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Σαν γυρνούσε στο κονάκι του, έπιανε και ζύμωνε ο
ίδιος τους άρτους για να ξαποστάσει την γκαστρωμένη παπαδιά του. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Στη σκιά ενός
πλάτανου, έφερε μονάχη της το παιδί της στον κόσμο η Μαρουσιάννα.</span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Είχε πάει στην
όχθη να πλύνει τα ρούχα της και εκεί την έπιασαν οι οδύνες. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Ήρθε η ώρα μου,
μουρμούρισε και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Κοίταξε γύρω της,
ερημιά............ </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Οι χωριανοί, με την Ανατολή του ηλίου, βρίσκονταν όλοι στον
κάμπο. Πριν σουρουπώσει κανείς δε θα γύριζε στο χωριό. <o:p></o:p></span></div>
<span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">
</span><br />
</span><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Έκανε το σταυρό της, κάνε Παναγία μου να λευτερωθώ εύκολα. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Πήρε λίγα ξύλα
και τα έσπρωξε κάτω από το καζάνι που έβραζε νερό για να πλύνει τα άσπρα της.
Άρπαξε ένα χράμι, που ήταν ακόμη στεγνό και το έσυρε μέχρι τον πλάτανο. Το
έστρωσε και έγειρε την πλάτη της στον κορμό του. Ησύχασε ο πόνος και πήρε
δυνάμεις. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Σήκω βλογημένη, ψιθύρισε, αν δε βρεις κουράγιο, κανείς δε θα σε βοηθήσει
εδώ που βρέθηκες. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Πήρε απ' τη στοίβα με τα ρούχα, δυο λευκά πουκάμισα, τα βούτηξε
στο ποτάμι και μετά τα χτύπησε μια, δυο φορές στην πέτρα. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Ο πόνος γύρισε στα σωθικά της. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Βιάσου Μαρουσιάννα, ξανάπε στον εαυτό της.<br />
Άρπαξε τα πουκάμισα από την πέτρα και τα βούτηξε στο βραστό νερό μέσα στο
καζάνι. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Ανάσανε</span> <span lang="EL"> βαθιά</span> <span lang="EL"> και πήγε να βρέξει τα πόδια της στο νερό
του ποταμού, με τ</span><span lang="EN-US">i</span><span lang="EL">ς χούφτες της,</span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">δρόσισε το φλογισμένο</span> <span lang="EL"> πρόσωπο και το στήθος της. </span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Γύρισε στη
φωτιά και έπιασε τον κόπανο*τράβηξε τα άσπρα πουκάμισα έξω από το καζάνι και τα
πήγε στο χράμι που είχε στρώσει στον πλάτανο.<o:p></o:p></span></div>
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Γύρισαν οι πόνοι και εκείνη αγκάλιασε το δέντρο να στηριχτεί να πάρει
δύναμη.<br />
Λύγισαν τα ποδάρια της και έγειρε στις ρίζες του πλάτανου πάνω στο χράμι.<br />
Ωχ μάνα μ, που είσαι να με παρασταθείς; Μονολόγησε. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Δώσε μ Άι Γιώργη μ δύναμη, να λευτερωθώ! </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Σαν ησύχασε ο πόνος, σύρθηκε ξανά κοντά στη φωτιά, έβγαλε το
σουγιά απ' την τσέπη της και τον έβαλε μες τις φλόγες. Τον κρατούσε με υπομονή να
πυρώσει και σαν κοκκίνισε το τράβηξε ευλαβικά και τον βύθισε στο βραστό νερό. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Πήγε
αργά ξανά μέχρι τον πλάτανο και περίμενε τον μεγάλο πόνο που θα έφερνε τη ζωή
μέσα στα χέρια της.<br />
Έβαλε γύρω της τα πανιά που είχε βράσει και ξάπλωσε με την πλάτη στο δέντρο,
ξέροντας ότι ήρθε η ώρα να φέρει το παιδί στον κόσμο. Τα πουλιά κελαηδούσαν το
τραγούδι της άνοιξης </span><span lang="EL">το άλογο της χλιμίντριζε και χτυπούσε της οπλές
του.</span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Το κελάρυσμα του νερού και ο ήχος απ' το τσαπί που έσκαβε το χώμα στον
κάμπο, σκέπασαν τις κραυγές του πόνου. Το νεογέννητο άρχισε να κλαίει σιγανά. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Η
Μαρουσιάννα, έκοψε με μια κίνηση τον ομφάλιο λώρο του μικρού αγοριού με το
σουγιά της, το σκούπισε με τα πανιά που είχε βράσει και μετά το τύλιξε στην
ποδιά της. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Ακούμπησε ξεθεωμένη στον πλάτανο, έκανε μια ευχή για το παιδί που
ήρθε κοιτώντας τον ουρανό και έβαλε το μωρό να θηλάσει. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Όταν ξύπνησε, από το κλάμα του αγοριού, ο ήλιος έγερνε στη δύση. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Άντε γιόκα μου, να μάσουμε τα σέα μας, να πάμε στο
κονάκι μας, του είπε. </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Φόρτωσε στο άλογο τις κανίστρες* της με τα πλυμένα να
στάζουν και τα άπλυτα μέσα στο καζάνι της, μάζωξε προσανάμματα από την όχθη του
ποταμού για την φωτιά της, πήρε το νεογέννητο στο ένα χέρι σφιχτά στον κόρφο
της και τα γκέμια στο άλλο και κίνησε περπατώντας για το χωριό Ζαλωμένη* </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Με τα
προσανάμματα ζαλωμένη, τα ρούχα να στάζουν νερά πάνω στο άλογο και εκείνη να σέρνεται
κρατώντας το μωρό σφιχτά στον κόρφο της, έ</span><span lang="EL">φτασε στο κονάκι της ξεθεωμένη, αδύναμη. </span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Ο παπάς είχε έρθει από ώρα. </span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Σκυμμένος
μπροστά στο αναμμένο μπουχαρί, ανακάτωνε το φαΐ που έβραζε, είχε βάλει στον
τέντζερη τραχανά να δειπνίσουν. </span></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Από το παραστάθι της εισόδου, είδε την
παπαδιά με το νεογέννητο στα χέρια, χλόμιασε.</span><br />
</span><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Πετάχτηκε έξω με γοργές κινήσεις, αγκάλιασε στοργικά την παπαδιά.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Κυρά
μου!<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Χαμογέλασε η Μαρουσιάννα, τον κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από χαρά και
πυρετό μαζί, να μας ζήσει αφέντ΄ *πιδί ειναι!!<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Το πήρε ο παπάς, το σταύρωσε και το φίλησε στο κεφαλάκι. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Έλα μέσα κυρά μου,
να γύρεις στο προσκέφαλο, να ξεκουραστείς της, είπε στοργικά, άσε εμένα να βάλω
τον γιο μου στη σαρμάντζα*<br />
Είχε σκαλίσει από καιρό μια σαρμανίτσα* για το παιδί που περίμεναν, από κορμό
καρυδιάς.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Η Μαρουσιάννα, είχε πλύνει και είχε ετοιμάσει ένα τομαράκι από μικρό αρνί, να στρώσει τη σαρμάτζα. </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Ο παπάς, έβαλε
το βρέφος να κοιμηθεί στο ζεστό κρεβατάκι του και πήγε να φροντίσει την κυρά
του.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Παπαδιά μου, έχω βραστό νερό, πρέπει να σε πλύνω, να μην αρρωστήσεις.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Οι δυνάμεις της ήταν τόσο λίγες, που δεν αντιστάθηκε στον παπά, παρόλο που
τον τον ντρεπόταν, τον άφησε να την φροντίσει.<o:p></o:p></span></div>
<span style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">
</span><br />
</span><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;">Την έπλυνε στοργικά, της φόρεσε το καθαρό παραδοσιακό λευκό πουκάμισο*και τη
βοήθησε να πλαγιάσει, στο αχυρένιο στρώμα τους.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">
Ήταν αρχές Απρίλη, του 1910 τη μέρα που γεννήθηκε ο Αναστάσης Βεργάς.</span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Λίγους μήνες μετά, π</span><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: large;">ήρε το όνομα του πατέρα του</span><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: large;">, όταν πια ο Αναστάσης είχε ξεψυχήσει στον κάμπου του Ζάρκου .</span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL"><br />
<!--[if !supportLineBreakNewLine]--><br /></span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Παλαμίζω - </span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Επιχρίω - (κάνω με την παλάμη, επάλειψη και στεγανοποίηση του πατώματος με πηλό)<!--[endif]--></span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL"><br /></span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Πιδί - αγόρι </span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Πυροστιά - Μεταλλικό τρίποδο, για να τοποθετείτε σκεύος στην φωτιά</span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL"><br /></span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Περόνια - Μεταλλικά καρφιά μεγάλου μεγέθους. Η λέξη συναντάτε στους προ βυζαντινούς χρόνους</span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL"><br /></span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Γάστρα - Τρόπος ψησίματος στην Θεσσαλία.</span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL">Μαντεμένια καπάκι σκεπασμένο με στάχτη. Πάνω στην πυροστιά έμπαιναν κάρβουνα, για να κάψει το καπάκι. Έτσι το ταψί που τοποθετούσαν πάνω στην πυροστιά, ψηνόταν αργά, πάνω- κάτω.</span></span></div><div class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span lang="EL" style="font-family: arial; font-size: medium;"><span lang="EL"><br /></span></span></div>
<span style="font-family: arial; font-size: medium;">Σαρμάτζα - Κούνια</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Παραστάθι- Πλατύσκαλο εισόδου</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Μπουχαρί- Λέξη που συναντάτε στην Θεσσαλία και την Ήπειρο για το Τζάκι. Προέρχεται από το Τουρκικό *buhari που σημαίνει καμινάδα.</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Σέα -Πράγματα </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Κανίστρες -Μεγάλα καλάθια</span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;">Ρούγα - Αυλή </span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: medium;"><br /></span></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><span style="font-family: arial; font-size: large;">Ζάκρο - Χωριό της Λάρισας</span></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-53560689258673265342013-04-06T03:55:00.006+03:002023-01-16T19:23:01.041+02:00Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 5<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
Η αγροτική πολιτική του Βενιζέλου, δυνάμωσε πολύ τους αγρότες της Θεσσαλίας. Αυτό έδωσε ελπίδες και ιδιαίτερη στην Μαρουσιάννα, γιατί δεν θα ήταν πια μόνη, απέναντι στους υπόλοιπους τσιφλικάδες που κρατούσαν με νύχια και με δόντια τη γη.<br />
<br />
Επτά εκατομμύρια στρέμματα ήταν το μέγεθος της Θεσσαλικής καλλιεργήσιμης γης, εκ των οποίων, τα πέντε εκατομμύρια στρέμματα ανήκαν αποκλειστικά σε τσιφλικάδες και οι Καραγκούνηδες κολίγοι ήσαν απλοί δουλοπάροικοι.<br />
Ο Βενιζέλος από το 1910 έως το 1920 κάνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις.<br />
Με το άρθρο 17 του συντάγματος στις 21 Ιουλίου 1917, θέσπισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση και τη διανομή της γης σε μικροκαλλιεργητές. Στα χρόνια 1910-1932 ίδρυσε το Υπουργείο Γεωργίας, συνέστησε αγροτικά επιμελητήρια και συνεταιρισμούς, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους και τέλος ιδρύει την Αγροτική Τράπεζα.<br />
<br />Παρά το διχασμό και τις μεγάλες κόντρες με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, παρά τις πληγές των Βαλκανικών πολέμων αλλά και των εσωτερικών προβλημάτων, η χώρα περπατούσε με δεκανίκια μπροστά.<br />
Το 1920 έγινε η προσάρτηση της Θράκης, το 1922 όμως, ήρθε η μεγάλη καταστροφή στην Ιωνία!<br />
Χάσαμε εκατοντάδες άντρες και την τιμή μας, γεμίσαμε πρόσφυγες από τα Μικρασιατικά παράλια, που ήρθαν ρακένδυτοι και τρομαγμένοι. Αφανισμένοι και πληγωμένοι, γέμισαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με ορφανά και χήρες, από την Μυτιλήνη ως την Χίο και απ Μακεδονία ως την Αθήνα. Όπου υπήρχε άγονη γη και ερημιά, εγκαταστάθηκαν οι φουκαράδες που ξεριζώθηκαν από τα πατρογονικά τους και ήρθαν στην πατρίδα τους. Σε μια πατρίδα που κανείς δε τους ήθελε, κανείς δεν άνοιγε την πόρτα του να δώσει ένα ποτήρι νερό.<br />
<br />
Γέμισε η Ανατολική Μακεδονία, γέμισε ο Πειραιάς και νότια οι ακτές του Λαυρίου, άρχισαν να ξεφυτρώνουν οι παράγκες τους, με ότι υλικό έβρισκαν στα σκουπίδια. Γυναίκες που μεγάλωσαν με πλούτη και υπηρέτριες, γίνηκαν οι ίδιες δουλικά στα καλύτερα σπίτια της χώρας, ενώ όποιος τολμούσε να συνάψει σχέση ή γάμο με Σμυρνιά, τον χαρακτήριζαν βλάκα και έλεγαν πως τυλίχθηκε στα δίχτυα μιας ξιπασμένης!<br />
Αντιθέτως αν Σμυρνιά έπαιρνε Ελλαδίτη, ήταν καπάτσα και υποτίθεται ότι τον είχε σήκω κάτσε και χωμένο στο βρακί της. Τόσο στενόμυαλοι υπήρξαν οι Ελλαδίτες και καχύποπτοι με τους πατριώτες μας από την Ιωνία.<br />
Το 1928 ο Βενιζέλος πήρε ξανά τα ηνία της χώρας, ήθελε οπωσδήποτε να κλείσουν οι παλιές διαφορές και η χώρα να αλλάξει πορεία,ένας τρόπος υπήρχε. Να έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες. Έκανε λοιπόν την πρώτη φιλική διπλωματική κίνηση με την Ιταλία, υπογράφοντας σύμφωνο φιλίας.<br />
Η Μαρουσιάννα τέτοιες ευκαιρίες της έπιανε στον αέρα, είχε γίνει άριστη επιχειρηματίας, πρώτη όλων, ανοιχτόμυαλη, έξυπνη, δαιμόνια. Έχοντας πάντα καλές σχέσεις με την Ανθή, τη ρώτησε αν έχει διατηρήσει επαφή με τον πρόξενο την Ιταλίας. Απ το κρεβάτι της Ανθής στο μπορντέλο της Κολλέτ, είχε περάσει κάποτε όλοι η "αφρόκρεμα" των Αθηνών, μαζί και ο πρόξενος!<br />
<br />
Αυτές τις φιλίες η Ανθή ποτέ δε τις άφησε να πάνε χαμένες. Επίσης στην κλινική του Αιμίλιου νοσηλεύονταν δεκάδες αριστοκράτες και τα Βασιλικά μέλη τον συμβουλεύονταν πάντα σε ιατρικά θέματα. Η Ανθή της έστειλε επιστολή με πολύ ευχάριστα νέα. Η Μαρουσιάννα αυτή την ευκαιρία δε θα την έχανε με τίποτα, ετοιμάσε μια βαλίτσα και την επόμενη μέρα πήρε το τρένο για την Αθήνα, χωρίς να πει τίποτα, για όσα είχε στο νου της στην Κωστάντου, που ήταν για εκείνη δεύτερη μάνα, μα ούτε στον πατέρα της που ζούσε ακόμη. <br />
Πίσω έμεινε ο Αναστάσης, φύλακας και κύρης του σπιτιού, δεκαοχτώ χρονών παλικάρι, με μπράτσα και κορμοστασιά που σε ζάλιζαν. Σεμνός και λιγόλογος, φίλος όλων, γλεντζές και ντόμπρος,είχε μάθει να ζει για το κτήμα και την μάνα του. Είχε γίνει από πολύ μικρός ο προστάτης της και ο σύντροφος του παππού του. Γράμματα πολλά δε έμαθε, μα όσα χρόνια πήγαινε σχολείο, ρούφαγε όσα του έλεγε ο δάσκαλος του. Το κτήμα τον είχε κερδίσει, ήταν φτιαγμένος για τον κάμπο. Όταν έκοβαν το τριφύλλι, εκείνος ξάπλωνε πάνω του και γέμιζε τους πνεύμονες με το άρωμα του κομμένου χόρτου, όταν θέριζαν και αλώνιζαν, εκείνος γέμιζε τις χούφτες με στάρι ή καλαμπόκι και τις άδειαζε αργά αργά πάνω στο χράμι που έστρωνε στον ίσκιο της μουριάς στο κεφαλάρι του κτήματος, που ήταν και η μοναδική σκιά, σε όλη αυτή την έκταση με τα σπαρμένα χωράφια. Ήταν ερωτευμένος με τη γη και όσα τους χάριζε. Ήθελε να είναι εκείνος, ο πρώτος που θα γευτεί τη σοδειά του μποστανιού στο κτήμα της Μερμιγκιάρας*. Χάραζε το πρώτο καρπούζι με το σουγιά του και το δάγκωνε με χαρά, άφηνε τα ζουμιά να κυλήσουν στο σαγόνι και στο στήθος του, αγαπούσε τη γη και όσα τους χάριζε σαν έρχονταν η ώρα της!<br />
Με τα ζώα πολλά δεν είχε, μονάχα τα άλογα λάτρευε σαν τον συχωρεμένο τον πατέρα του.<br />
Ήξερε λοιπόν η Μαρουσιάννα σε τι χέρια άφηνε το κτήμα.<br />
Έφτασε στην Αθήνα του 1928 και ένιωσε λίγο ξένη στον τόπο της. Πρώτη φορά έβλεπε μεγάλους δρόμους, φώτα στους πεζόδρομους, πρώτη φορά έβλεπε το κτήριο της βουλής των Ελλήνων και εφημεριδοπώλες να ξεφωνίζουν ωσάν παλαβοί τα γραφόμενα στις φυλλάδες.<br />
Ο Αιμίλιος Αυγέρης ήταν στο σταθμό με τη Ανθή και την παρέλαβαν με το αυτοκίνητό τους.<br />
Έφτασαν στην οδό Λυκαβηττού και σταμάτησαν εμπρός σε ένα δίπατο αρχοντικό. Η Ανθή της είπε ότι εκεί κοντά, κατοικεί και ο Βενιζέλος με τη δεύτερη γυναίκα του την Έλενα Σκυλίτση! <br />
Τις επόμενες μέρες ζούσε με τρελούς ρυθμούς, η Ανθή επέμενε πως έπρεπε να μάθει χορό και να ραφτεί σε Γαλλίδα μοδίστρα με ότι ύφασμα και σχέδιο ήταν της μόδας. Τις έκανε καθημερινά μασάζ στα χέρια με ροδέλαιο να μαλακώσουν και τα έτριβε για ώρα με λεμόνι. Η Μαρουσιάννα στο κτήμα εργαζόταν σκληρά και είχε χέρια τραχιά χαραγμένα από την τσάπα. Έπρεπε να είναι έτοιμη την ημέρα που η Ανθή θα έκανε δεξίωση, προς τιμήν του Ιταλού προξένου. Εκεί οι άντρες φιλούσαν τα χέρια των κυρίων και τα δικά της ήταν χέρια αγρότισσας. Στη δεξίωση θα ήταν καλεσμένη φίλοι του Αιμίλιου, πολιτικοί και ξένοι πρόξενοι, η Ανθή ήθελε να γνωρίσει την Μαρουσιάννα σε όλους, μπας και βρει σύζυγο της Αθηναϊκής κοινωνίας και ξεφύγει απ την αγροτιά και την κούραση.<br />
Μα η Μαρουσιάννα δε είχε τέτοιο σκοπό, είχε κατέβει στην πρωτεύουσα για να βρει τρόπο να πουλήσει τα προϊόντα της. Να ανέβουν οι πωλήσεις και να έχει ο γιος της ένα καλύτερο μέλλον. <br />
<br />
Την βραδιά της δεξίωσης, το σπίτι του Αιμίλιου και της Ανθής, γέμισε με την αφρόκρεμα των Αθηνών, κορίτσια ντυμένα στα μαύρα με άσπρες ποδιές, πηγαινοέρχονταν με δίσκους γεμάτους ποτήρια και πρόσφεραν αφρώδες κρασί. Οι κυρίες ήταν ραμμένες στο Παρίσι και φορούσαν περίτεχνα καπέλα με φτερά ή με λουλούδια. Οι άντρες υποκλινόταν μπροστά τους και φιλούσαν το χέρι κάθε κυρίας. Η Μαρουσιάννα από την κορυφή της σκάλας κοίταζε διστακτικά την κίνηση στη μεγάλη σάλα, της φαινόταν όλα αυτά κάπως γελοία. Στο χωριό της, φιλούσαν με σεβασμό μόνο το χέρι των γερόντων, οι βαμμένες γυναίκες της φαίνονταν σαν κοκόρια με πολύχρωμα φτερά, ποτέ ένας άντρας του χωριού της δε θα φιλούσε το χέρι αυτών των γυναικών.<br />
Πήρε βαθιά εισπνοή και άνοιξε το βήμα της, αν και ένοιωθε σαν μύγα μες το γάλα, εμφανίστηκε στη σάλα κατεβαίνοντας αγέρωχη και στητή με το ένα χέρι στη μέση.<br />
<br />
Αγνοώντας τις συμβουλές της Ανθής, είχε αφήσει το φόρεμα που της είχε διαλέξει για την δεξίωση, είχε φορέσει την νυφιάτικη καραγκούνικη στολή της, τα μαύρα λουστρίνια της και κατέβηκε τη σκάλα. Τα ολόχρυσα γιορντάνια της άστραφταν στο στήθος, στα μαλλιά και τη μέση της, τα κρόσσια στα μανίκια και τον ποδόγυρο θρόιζαν στη περήφανη περπατησιά της!<br />
" Αυτή την περπατησιά δε μπορεί να τη συναγωνιστεί κανένα μοντέλο, μόνο οι γυναίκες του βουνού και του κάμπου της Ελλάδας την έχουν, επειδή από παιδιά μαθαίνουν να περπατούν ολόισια και με το φορτίο στο κεφάλι, είτε αυτό είναι νερό, είτε είναι ξύλα ή κανίστρες με ρούχα και τρόφιμα."<br />
<br />
Η Ανθή μόλις την είδε, γούρλωσε τα μάτια και κόντεψε να πνιγεί με ένα φουά γκρα, ο Αιμίλιος χαμογέλασε και πήγε να την υποδεχθεί. <br />
Ααααα έβγαλε ένα δυνατό επιφώνημα, η καλή μας φίλη από τα Τρίκαλα, μας έκανε τελικά την τιμή να έρθει με την παραδοσιακή φορεσιά της. Οι κυρίες σούφρωσαν περιφρονητικά τις μύτες, οι κύριοι αντιθέτως έδειξαν τον θαυμασμό τους.<br />
Σωστά το είπες Αιμίλιε, φώναξε η Μαρουσιάννα, σας κάνω αυτή την τιμή, εδώ που ζείτε δε νομίζω ότι έχετε συχνά αυτή την ευκαιρία. Και οι παραδοσιακές φορεσιές μας, είναι μοναδικά χειροτεχνήματα των γυναικών της υπαίθρου, τα οποία δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα ενδύματα των ευρωπαϊκών οίκων μόδας!<br />
Εγώ λοιπόν τις ευκαιρίες δε τις αφήνω να πάνε χαμένες.<br />
Πλησίασε τον Αιμίλιο και τον φίλησε στο μάγουλο. Θα με συστήσεις στον τιμώμενο καλεσμένο Αιμίλιε;<br />
Ο Αιμίλιος την πήγε κατευθείαν στον πρόξενο, μόλις συστήθηκαν η Μαρουσιάννα πήρε ένα ποτήρι από το δίσκο που περνούσε, το σήκωσε ψηλά κοιτώντας τον πρόξενο. Πίνω στην υγειά σας εξοχότατε, με την ευχή οι χώρες μας να βγουν κερδισμένες από αυτή την φιλία. Στο τρίτο ποτήρι κρασί, ο πρόξενος είχε λάβει πρόσκληση για επίσκεψη στα Τρίκαλα και ξενάγηση στα Μετέωρα, που για να πας στο μεγάλο Μετέωρο εκείνο τον καιρό, έπρεπε να μπεις μέσα σε ένα δίχτυ και να αιωρείσαι στο κενό για ώρα!<br />
Όλα τα δέχτηκε ο πρόξενος που είχε μείνει άναυδος, με τον ενθουσιασμό, τον πατριωτισμό και το δυναμισμό της γυναίκας. Η Μαρουσιάννα δε είχε καιρό για χάσιμο, δεν έμεινε μέρα στην Αθήνα, έφυγε το επόμενο πρωί για το χωριό, να μπορέσει να προγραμματίσει με τις γυναίκες τις εργασίες για την υποδοχή του προξένου και να τις πείσει να την βοηθήσουν να στήσουν μια επιχείριση προς όφελος όλων.<br />
Σαν έφτασε στο χωριό, ξεκουράστηκε και έφαγε με όρεξη τα νόστιμα φαγητά, φτιαγμένα με τα χέρια της Κωστάντους.<br />
Αγαπημένη μου Κωστάντου, τώρα θα σου πω το λόγο που πήγα στης Ανθής μας, τις είπε πιάνοντας της το χέρι. Στείλε τη Μυρτώ να φωνάξει τις γυναίκες μέχρι το βράδυ να είναι όλες εδώ, εμείς θα κουβεντιάσουμε. Είπε στην Κωστάντου το όραμά της για μια μικρή βιοτεχνία ζυμαρικών, που θα μπορούσε να έχει πρώτη ύλη, τα δικά τους προϊόντα, γάλα, αυγά, αλεύρι, βούτυρο και για το όνειρο των εξαγωγών στην Ιταλία. Η Κωστάντου ήταν αγράμματη, άλλα κατάλαβε πως αυτό θα φέρει δουλειά, χρήματα και προκοπή για πολλές φαμελιές. Εγώ κυρα μου είμαι μαζί σου, της είπε με ενθουσιασμό. Ότι θες και περνά απ το χέρι μου θα το κάνω. Η Μαρουσιάννα τους είχε φέρει από ένα δώρο, μια όμορφη άσπρη ποδιά σαν αυτές που φορούσαν οι κοπέλες στο σπίτι της Ανθής.Όταν ήρθαν οι γυναίκες, τους μίλησε για τα σχέδιά της και έβγαλε απ τη βαλίτσα της τα δώρα που τους έφερε...<br />
κυράδες μου, σας έφερα αυτό το δώρο γιατί έχω το σκοπό μου.<br />
Θα ράψουμε πολλές από δαύτες, να τις έχετε για πατρόν, όλες οι γυναίκες του χωριού θα φορέσουμε μια τέτοια ποδιά σε είκοσι μέρες, για να υποδεχτούμε έναν Ιταλό! Θα ράψουμε λίγο ποιο ελαφριά φορέματα για να μπορούμε να κινούμαστε ποιο άνετα και από αύριο πρώτα ο Θεός, θα έχουμε διπλή δουλειά. Στην Αθήνα έκλεισα μια καλή συμφωνία για όλες μας, μίλησα με έναν Ιταλό που σε είκοσι μέρες θα έρθει μέχρι εδώ, πρέπει να δει όσα ξέρουμε να φτιάχνουμε. Να βάλουμε την τέχνη, το μεράκι και την νοικοκυροσύνη μας και όλα θα πάνε καλά. Από αύριο οι μισές από εμάς θα ράβουμε πάνινες σακούλες που να χωράν μέσα μια οκά χυλοπίτες.Το γάλα μας είναι καλό και αρκετό.Στην πόλη δε ξοδεύετε όλο και εμείς πόσο θα πιούμε; πόσο τυρί να πήξουμε; δεν έχουμε μεγάλο τυροκομείο ούτε ψυγεία.<br />
Οι Ιταλοί τρώνε όμως μακαρόνια και είναι πλιότεροι από εμάς, εκατομμύρια φαμελιές. Πιάστε να ανοίγετε φύλλα και να κόβετε χυλοπίτες, θα τις ξεραίνουμε όσο είναι καλοκαίρι, ο ήλιος καίει, οι λαμαρίνες μας έξω στις αυλές θα κάνουν καλή δουλειά.<br />
Οι άντρες θα μένουν στα χωράφια και εμείς στο μαγέρικο. Σε είκοσι μέρες έρχεται ο πρόξενος να κλείσουμε τη δουλειά. Ο Βενιζέλος έκλεισε μαζί του φιλία, εμείς θα πουλήσουμε χυλοπίτες.<br />
Έπιασαν οι γυναίκες δουλειά μέρα νύχτα, άλλες έξω κάτω στον ίσκιο από τα δέντρα του αρχοντικού και άλλες στο μεγάλο μαγερειό, άλλες έραβαν σακούλια από άσπρο πανί, άλλες έκαναν τις ζύμες άλλες τις έκοβαν και άλλες έστρωναν σε λαμαρίνες να στεγνώσουν.<br />
Ο πατέρας της Μαρουσιάννας, μια μέρα της είπε για μια σφραγίδα, εμείς κόρη μου τα ζα τα σφραγίζουμε για να τα γνωρίζουμε σαν βγαίνουμε στα βουνά και στα λαγκάδια, φρόνιμο είναι να κάνεις και εσύ το ίδιο στα σακούλιας.<br />
Δεν με παίρνει βρε πάτερα ο χρόνος, μέχρι να κεντήσουμε χίλια σακούλια θα έρθει φθινόπωρο. Μη τα κεντήσεις Μαρουσιάννα μ, πάρε ένα σίδερο και λίγατο στη φωτιά με το όνομα του Αναστάση. Ύστερης ρίξε στα πανιά κερί και πάτα το σίδερο απαναθιό. Να η σφραγίδας!!!<br />
Ο γιος θα είναι στη σφραγίδα και εσύ στο τιμόνι! Οι άντρες θα δεχτούν καλύτερα ένα άλλο σερνικό σε αυτές τις δουλειές κόρη μ .........<br />
Η Μαρουσιάννα ενθουσιάστηκε, έβαλε τον Αναστάση να κάψει στο μπουχαρί ένα σίδερο να το λυγίσει και να κάνει τη σφραγίδα με ένα μονόγραμμα ΑΒ / Αναστάσης Βεργάς /Τσιάρα 1928.<br />
Έγινε ένα αστούμπαλο σιδερένιο πράγμα που δε ήταν τίποτα ξεχωριστό.<br />
Τότε ο γερός σκέφτηκε τις σφραγίδες που είχαν οι κυρές για τα πρόσφορα! Πήρε ένα κομμάτι από ξύλο κερασιάς, το πριόνισε,το πλάνισε και έφτιαξε πρώτα μια ξύλινη επίπεδη πλάκα, ύστερα με κοπίδι και σφυρί έκανε τα γράμματα Α Β και από κάτω εγραψε, Αναστάσης Βεργάς 1928! Του πήρε μέρες να το σκαλίσει και να το τελειώσει, μα σαν τελείωσε πήγε να το έδειξε στην κόρη του με το χαμόγελο του νικητή!<br />
Μαρουσιάννα σου έχω κάτι.............<br />
Σηκώνει η γυναίκα το κεφάλι και βλέπει τη σφραγίδα! <br />
Τι θα έκανα χωρίς εσένα πατέρα!!!!!<br />
Ο Αναστάσης μας είναι καλός και λεβέντης, μα τα χέρια του δεν πιάνουν ψιλοδουλειά, μόνο αλέτρι και τσαπί..... άντε και καμιά παρδαλή στα Τρίκαλα, ξέσπασαν σε γέλια πατέρας και κόρη.<br />
Σε είκοσι μέρες είχαν τελειώσει χίλιες σακούλες, άσπρες καλοραμμένες από λευκό πανί και πάνω η σφραγίδα με κόκκινο βουλοκέρι, γεμάτες με φρέσκες χυλοπίτες! Ο πρόξενος ήρθε με τον Αιμίλιο και την Ανθή με ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Έκανε τόσο θόρυβο, που ακούστηκε από το γιοφύρι στο Τσιαγαλί*.<br />
Οι γυναίκες είχαν φορέσει τα καλά τους και είχαν στρώσει τραπέζια με άσπρα τραπεζομάντιλα, επάνω είχαν στοιβάξει όλα τα καλούδια της φύσης και της κουζίνας τους. Μπροστά στα τραπέζια είχαν αραδιάσει καλάθια γεμάτα με τα σακούλια τους και για να τα ομορφύνουν τα είχαν τυλίξει με κληματόβεργες.<br />
Έβαλαν τα ποτήρια μέσα στην κοπάνα του αρτεσιανού να παγώσουν και γέμισαν τις κανάτες, με κρύο νεράκι και τσίπουρα. Φίλεψαν τον πρόξενο, με ψητά αρνιά στη σούβλα, πίτες και χυλοπίτες στη γάστρα με κόκορα και φυσικά, τα πεντανόστιμα τυριά τους.Το γλέντι άναψε μόλις πήρε να νυχτώνει, τα κορίτσια του χωριού, έφεραν μαστραπάδες με κρασί, οι λεβέντες μπήκαν στο χορό, τα όργανα λαλούσαν χαρούμενα και ακούγονταν μέχρι τα Μετέωρα. Έφτανε η λαλιά του κλαρίνου, πάνω στα βράχια και γύρναγε πίσω με τον αέρα και ύστερα εξατμιζόταν στα σύννεφα, στα αστέρια που λαμπύριζαν και φώτιζαν τη νυχτιά.<br />
Τα κορίτσια και οι λεβέντες του χωρίου, στροβιλίζονταν στο χορό και οι γέροι καμάρωναν τα νιάτα.<br />
Η συμφωνία έκλεισε, όχι μόνο χάρη στην υπέροχη βραδιά, αλλά και χάρη στις υπέροχες γεύσεις των ζυμαρικών που δοκίμασε ο Πρόξενος στο τραπέζι.<br />
Στην επίσκεψη των Μετεώρων, ο πρόξενος είδε την Μαρουσιάννα να μπαίνει στο δίχτυ χωρίς δισταγμό για να προσκυνήσει στο μοναστήρι. Αυτή η γυναίκα έχει τη θέληση αρσενικού, είπε ο Ιταλός, μαζί της αξίζει κανείς να συνεργαστεί, έχει κότσια!<br />
Η Μαρουσιάννα αποφάσισε να κάνει το δεύτερο βήμα, για να εδραίωση την επιχείριση, έτσι τον Σεπτέμβρη του 1928 αγοράζει με 50.000 χιλιάδες δραχμές, υλικά και ετοιμάζει ένα πέτρινο κτίριο δίπλα στο ποτάμι. Εκεί στήνει τη μικρή της βιοτεχνία ζυμαρικών. Πάνω σε μαρμάρινους πάγκους οι γυναίκες εργάζονταν, ανοίγοντας από το πρωί ως το μεσημέρι φύλλα για ζυμαρικά, μέσα σε μια μέρα τα ανοιγμένα και κομμένα ζυμαρικά στέγνωναν απ το καυτό ήλιο που έκαιγε τις λαμαρίνες στο προαύλιο του κτηρίου. Όμως για το χειμώνα έπρεπε να βρουν άλλη λύση. Οι σακούλες ράβονταν πλέον με μια ραπτική μηχανή και η σφραγίδα ήταν τυπωμένη με μελάνι. Από το πέτρινο κτίριο του ποταμού,οι χυλοπίτες ταξίδευαν μέχρι τη Βενετιά και από κει σε όλη την Ιταλία για να χορτάσουν τους Ιταλούς που είχαν πέσει με τα μούτρα στην ανόρθωση του Ιταλικού γοήτρου. Δίπλα από το κτίριο των ζυμαρικών, μεταφέρθηκε και το τυροκομείο, το παλιό πλίθινο κτίριο δε ήταν πολύ δροσερό, είχε πάτωμα από πατημένο χώμα και αυτό δε βοηθούσε τις γυναίκες να καθαρίζουν το χώρο όπως έπρεπε με νερό και να κρατούν δροσερά τα βαρέλια τους.<br />
Η Μαρουσιάννα ήταν η κυρα και η αρχόντισσα του χωριού, είχε τον σεβασμό και την αγάπη των συμπατριωτών της. Την ευχαριστούσε να βλέπει ευτυχισμένα παιδιά,η χαρά της ήταν να βλέπει τον φτωχό να προκόβει, τα παιδιά να μην πεινάνε και οι νέοι να κάνουν όνειρα.<br />
Μέχρι το 1932 είχε παραγγελίες από την Ιταλία, τροφοδοτούσε τον Ιταλικό στρατό με χυλοπίτες, ενώ η Ελληνική οικονομία πήγαινε κατά διαόλου.Τον Απρίλη του 1932 η Ελλάδα πτωχεύει, η μακαρονοποιία και τα τυροκομεία Βεργάς όμως έχουν δουλειά για να ζουν σαράντα φαμελιές.<br />
Αυτά τα τέσσερα χρόνια υπήρξαν και τα καλύτερα για την Μαρουσιάννα και την οικογένειά της . <br />
Η Μαρουσιάννα ήταν γυναίκα μετρημένη, αλλά και προοδευτική, ενημερωνόταν για την πορεία της οικονομίας στην Ευρώπη, γνώριζε για την οικονομική κατάρρευση της Αμερικής, το γνωστό κραχ του 1929 που είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις και στην οικονομία της Ευρώπης.<br />
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα είχε περίπου 6.300.000 πληθυσμό εκ των οποίων τα 3.500.000 ήσαν γεωργοί.Αυτό από μόνο του ήταν τρομακτικό, οι μισοί Έλληνες παρήγαγαν προϊόντα που έπρεπε να καταναλωθούν από τους άλλους μισούς. Οι περισσότεροι δεν είχαν πρόσβαση στις λαϊκές αγορές των μεγάλων πόλεων, τα προϊόντα που έφταναν στα αστικά κέντρα ήταν πανάκριβα και εξαγωγές από ελάχιστες ως ανύπαρκτες. Ο καπνός και η σταφίδα,ήταν από τα προϊόντα που εξήγαγε η Ελλάδα, όμως η δική τους περιοχή δεν είχε τέτοια παραγωγή, εκείνη ήθελε ένα προϊόν να μπορεί να το εξάγει και να έχει όφελος .<br />
Στην Ελλάδα οι πρόσφυγες που ενσωματώθηκαν στην χώρα, ερχόμενοι από την Καύκασο και την Μικρά Ασία, ασχολήθηκαν εντατικά με τη γη, η Βόρεια Ανατολική Ελλάδα και ο Μακεδονικός κάμπος καλλιεργήθηκε όσο ποτέ. Σε αυτό βοήθησε πολύ ο αναδασμός της γης, μιας που όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες στράφηκαν στην καλλιέργεια για να σταθούν στα πόδια τους. Έτσι οι κτηνοτρόφοι ήταν λιγότεροι και τα προϊόντα τους καταναλώνονταν πολύ γρήγορα στην χώρα.Το τυροκομείο της Μαρουσιάννας σημείωνε συνεχώς κέρδη.<br />
Το 1928 καλλιεργήθηκαν 15.000 στρέμματα γης! Η καλλιέργεια της γης, γινόταν παραδοσιακά ως τότε, με βόδια και μουλάρια και άλογα, μέχρι που ο Βενιζέλος, το 1929 και κατά τις αρχές του 1930 αποφάσισε να δώσει κεφάλαια για να αγοραστούν μηχανικά άροτρα, εννέα εκατομμύρια δραχμές ήταν το ποσό που διατέθηκε για αυτή την επένδυση! Παρόλο αυτά, τα βόδια και τα άλογα παρέμειναν για πολλά χρόνια τα κύρια εργαλεία του Έλληνα αγρότη. Ο κάμπος των Τρικάλων οργώνονταν μέχρι και τα τέλη του 1958 με βόδια ή άλογα.<br />
Ο Βενιζέλος έδωσε μάχες στην Ευρώπη για την οικονομική αξιοπιστία της χώρας. Ειχε ανάγκη από δανειοδοτήσεις για να ορθοποδήσει η χώρα,να στηρίξει την βιομηχανία,όμως το κραχ του 1929 στην Αμερική, ο πόλεμος και οι οικονομική αδυναμία της Ευρώπης δε ήταν καλοί σύμμαχοι σε αυτή την προσπάθεια, με αποτέλεσμα το 1932 η Ελλάδα να οδηγηθεί στην χρεωκοπία.<br />
<br />
Όσο περνούσαν τα χρόνια, η φιλία της Ανθής και της Μαρουσιάννας γινόταν ποιο δυνατή.<br />
Η Μαρουσιάννα έχει μάθει να εμπιστεύεται πολύ την Ανθή, οι δυο γυναίκες αλληλογραφούσαν συχνά και όποτε ο Αιμίλιος έχει χρόνο ταξίδευαν στα Τρίκαλα να επισκεφθούν το κτήμα.Οι Μαρουσιάννα και η Κωστάντου, τους περίμεναν πάντα τους με χαρά. Από αυτούς περίμεναν να μάθουν τα νέα και τις εξελίξεις από την Αθήνα και την Ευρώπη. Ότι της έφερνε η Ανθή από τον Αθηναϊκό τύπο το διάβαζε με μανία, θέλοντας να μάθει τα πάντα, ανησυχούσε πολύ με την οικονομική αδυναμία της χώρας. Πριν γίνει η πτώχευση της Ελλάδας η Μαρουσιάννα φεύγει με τον Αιμίλιο και την Ανθή για ένα ταξίδι στην Ιταλία, με την ελπίδα να κλείσει νέα συμφωνία για την εταιρεία της.Κάνει τα μισά της χρήματα Ιταλικά φράγκα και αγοράζει δυο μηχανές αποξήρανσης και ένα μεγάλο ζυμωτήρα για το εργοστάσιο, που δεν είχε ως τότε τον απαραίτητο μηχανικό εξοπλισμό. <br />
<br />
Στη Ιταλία, έφτασε με βαπόρι την άνοιξη του 1931 στο λιμάνι του Σαν Μπασίλιο της Βενετίας,πρώτη φορά πατούσε το ποδάρι της σε ξένο τόπο και το λιμάνι την γοήτευσε. Είχε ακούσει απ τον Αιμίλιο για τα γεφύρια της, ότι είναι χτισμένη, μέσα στο νερό ολάκερη η πόλη, όμως αυτό που αντίκρισε φτάνοντας δε το περίμενε. Το σκηνικό με τα υπέροχα κτίρια και τα καμπαναριά ήταν άξιο του τίτλου που της έδωσαν, ως Βασίλισσα της Αδριατικής. Οι μεγάλες πλατείες, η ελευθεριά που ένιωθε όταν περπατούσε μόνη στα πλακόστρωτα πεζοδρόμια την έκαναν ευτυχισμένη, γέμισε τα μπαούλα της με γυάλινα βάζα απ το νησί Μουράνο. Θαύμασε από κοντά τους τεχνίτες που έβγαζαν το γυαλί μέσα από τη φλόγα και κρατώντας την άκρη την σιδερόβεργας το γυρνούσαν και το φυσούσαν κάνοντας περίτεχνα σχέδια. Μαγεύτηκε απ τα μεταξωτά και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Αγόρασε ρούχα για εκείνη και το γιο της, για την Μυρτώ και την Κωστάντου. Καθώς περπατούσε χαζεύοντας την πόλη απομακρύνθηκε αρκετά, φτάνοντας στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης στο σεστιέρε*Καναρέτζιο, ένα κομμάτι που ζούσαν οι Εβραίοι την Βενετίας. Σε μια βιτρίνα είδε μια υπέροχη μάλλινη ζακέτα και θυμήθηκε τον πατέρα της. Αυτή είναι ότι πρέπει για τον πατέρα, ψιθύρισε και έκανε να μπει στο μαγαζί.Ο άντρας που έβγαινε από το μαγαζί την άκουσε και την κοίταξε χαμογελώντας. Μια Ελληνίδα σινιόρα στο σεστριέρε Καναρέτζιο είπε με θαυμασμό. Μα αυτό είναι θαύμα!!! Η σΙνιόρες δεν τολμούν να έρθουν ως εδώ, συνέχισε εκείνος, ενώ η Μαρουσιάννα τον κοίταζε χωρίς να μιλάει γιατί δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Εδώ γίνονται παζάρια μεταξύ αντρών αγαπητή μου, της είπε γελώντας. Εγώ θέλω τη ζακέτα και δε θα κάνω παζάρι, εξάλλου δε μιλάω Ιταλικά του απάντησε εκείνη. Μερκούρης Καστρινός, είπε ο άντρας δίνοντας της το χέρι. Του άπλωσε το χέρι και εκείνη με χαμόγελο, Μαρουσιάννα Βεργά χαίρομε που βρήκα ένα πατριώτη. Γνωρίζεται Ιταλικά κύριε Καστρινέ; τον ρώτησε. Ωωωω μα βέβαια, θα χαρώ αν σας φανώ χρήσιμος κυρία μου, της αποκρίθηκε με χαμόγελο. Ήταν όμορφος όταν χαμογελούσε,στις άκρες των ματιών του σχηματίζονταν μικρές ρυτίδες και τα ζυγωματικά του πεταγόταν ευχάριστα. Ήταν ψηλός, μελαχρινός και οι κρόταφοι είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και αυτή τον χάζευε χωρίς να έχει πει λέξη. Λοιπών, την ρώτησε ....μπορώ να κάνω κάτι για εσάς κυρία Βεργά; Θα ήθελα να αγοράσω τη ζακέτα για τον πατέρα μου του είπε. Ωραία πάμε λοιπόν να την πάρουμε με την προϋπόθεση να με αφήσετε να σας συνοδεύσω στο σπίτι σας. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι χαμογελώντας και πέρασε στην είσοδο που μαγαζιού. Βγήκαν σε λίγα λεπτά έχοντας αγοράσει την ζακέτα και άρχισαν να περπατούν.<br />
Σε πια γειτονιά μένετε κυρία Βεργά; Δεν ζω εδώ του απάντησε, έχω έρθει με φίλους, για υποθέσεις της δουλειάς μου. Ο Καστρινός κοντοστάθηκε απότομα; Της δουλειάς σας; Ναι έχω εργαστήρι και κάνω ζυμαρικά στην Ελλάδα, είμαι από τα Τρίκαλα του απάντησε. Δηλαδή έχετε δική σας επιχείρηση; Ναι, αποκρίθηκε η Μαρουσιάννα χωρίς να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του άντρα. Ε αυτό και αν είναι καταπληκτικό, μια γυναίκα από την Ελληνική επαρχεία, στο Καναρέτζιο της Βενετίας έχει έρθει για δουλειές. Συγχαρητήρια κυρία μου!! Η Μαρουσιάννα κατέβασε το κεφάλι ντροπαλά, ξαφνικά ένοιωθε 15 χρονών, ένοιωθε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν και τα χέρια της αμήχανα έσφιγγαν την τσάντα με τη ζακέτα. Τι λέτε, να πάμε για ένα καφέ μέχρι την πιάτσα Σαν Μάρκο; της πρότεινε.<br />
Μα ναι ευχαρίστως, εξάλλου μένουνε κοντά στην πιάτσα, ίσως κιόλας να ανησύχησαν γιατί έχω αργήσει, δε ξέρω ούτε εγώ πόση ώρα λείπω απ το ξενοδοχείο. Όταν έφτασαν στην πλατεία ανάσανε με ευχαρίστηση, σας ευχαριστώ πολύ κύριε Καστρινέ, δε νομίζω να έβρισκα το δρόμο, ούτε είχα καταλάβει ότι είχα απομακρυνθεί τόσο πολύ, κουράστηκα, νόμιζα δε θα φτάσουμε ποτέ.<br />
Την επόμενη φορά, θα σας συνοδεύσω με μια γόνδολα αγαπητή μου. Αλήθεια, έχετε ανέβει σε γόνδολα;<br />
Μα όχι δε έχω προλάβει, τρεις μέρες είμαστε στη Βενετία και δεν είχα χρόνο για ρομαντικές βόλτες. Όπως σας είπα, έπρεπε να φροντίσω για τις αγορές του εργαστηρίου και είχα συναντήσεις με κάποιους ανθρώπους, ψάχνω τρόπο να κάνω εξαγωγή των προϊόντων μας. Έχετε συνεταίρο κυρία Βεργά; Ναι βέβαια, το γιο μου!!! Ο Καστρινός ξαφνιάστηκε, έχετε ένα τόσο μεγάλο παιδί που να μπορεί να είναι συνεταίρος μιας επιχείρισης; Είναι είκοσι ετών και δεν έχω κάποιον άλλο δικό μου που να μπορεί να βοηθάει, αν και η αλήθεια είναι ότι εμείς στο χωριό, είμαστε μια γροθιά, όλοι ενωμένοι στον αγώνα για επιβίωση. Χωρίς τους χωριανούς μου δε θα είχα κάνει τίποτα, τα πολλά χέρια είναι ευλογημένα κύριε Καστρινέ!!! Και ο σύζυγος; ρώτησε εκείνος, κάνοντας την ευχή να μην υπάρχει. Δεν έχω σύζυγο, έχω χηρέψει δυο φορές. Μεγάλωσα το γιο μου μονάχη από τότε που ήταν επτά ετών.<br />
Η Μαρουσιάννα ξεδίψασε με τον νερό και δοκίμασε το μπισκότο με τα αμύγδαλα, αχ τα έχω λατρέψει αυτά τα μπισκοτάκια, τα έχουν και στο ξενοδοχείο που μένω. Αγαπώ καθετί γλυκό, είπε και γέλασε σαν παιδί που έκανε αταξία. Και εγώ, έχω αδυναμία στα γλυκίσματα, στην Αλεξάνδρεια έχουμε πολλές λιχουδιές.Που είναι η Αλεξάνδρεια; ρώτησε η Μαρουσιάννα.<br />
Δεν έχετε ακούσει για τη βόρεια Αφρική; Ξέρετε ζούμε πολύ Έλληνες στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, άρχισε να της μιλάει για το πως έφτασαν κάποτε οι γονείς του στην πόλη που είχε γεννηθεί εκείνος.<br />
<br />
Ο Μερκούρης Καστρινός καταγόταν από τη Σύμη , για την οποία η Μαρουσιάννα δεν γνώριζε τίποτα!<br />
Άκουγε πρώτη φορά, για νησιά που ήταν υπό Ιταλική κατοχή, για το Νείλο και τους άραβες και την ελληνική παροικία στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Έβλεπε τον περιποιημένο μελαχρινό άντρα,να την φροντίζει με αργές και ήρεμες κινήσεις, σερβίροντας τον καφέ με το αφρόγαλα, που της είπε τον λένε καπουτσίνο. Τις εξήγησε πως ο καφές πήρε την ονομασία του από ένα Καπουτσίνο μοναχό που τον έλεγαν Marco d'Aviano. Άλλος κόσμος, άλλος καφές, άλλοι τρόποι και εκείνη με ένα ξένο άντρα, να απολαμβάνει στον ήλιο τον καφέ της, σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο, χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία, αυτό της άρεσε πολύ, όπως και οι αφηγήσεις του Μερκούρη.Της μίλησε για το κάστρο της Σύμης εκεί που μεγάλωσε η μάνα του, ανάμεσα σε επτά παιδιά της οικογένειάς της και σαν παντρεύτηκε έφυγε με τον άντρα της τον Καστρινό για την Αίγυπτο το 1890. Ένα χρόνο μετά έφερε στον κόσμο τον Μερκούρη.Της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, για το εμπόριο και την πόλη που ζούσε. Στο χωριό αν τολμούσε να καθίσει με έναν άντρα,οποιονδήποτε χωριανό της, σε δημόσιο χώρο τόση ώρα, θα γινόταν μεγάλο κουτσομπολιό, θα μάθαινε όλος ο κάμπος, ότι η χήρα του Τσαούση είναι ελαφρών ηθών κτλ. Ο καφές, έγινε γεύμα σε ένα μικρό εστιατόριο που έφτασαν πιασμένοι αγκαζέ. Ανάμεσα σε δυο παλάτια υπήρχε μια εκκλησία, ο Μερκούρης της είπε ότι λεγόταν Σάντα Μαρία Ντε Μιράκολι. Εκεί έκατσαν να γευματίσουν, μπροστά στην πλατεία της εκκλησίας υπήρχαν μικρά εστιατόρια και καφέ.Θα σε πάω σε όλη την πόλη με άμαξα, αν το επιθυμείς και εσύ Μαρουσιάννα......... τι ασυνήθιστο όνομα αλήθεια.<br />
Στον τόπο μου συνηθίζετε Μερκούρη και το δικό σου όνομα για μένα είναι ασυνήθιστο, πρώτη φορά το ακούω του,είπε ντροπαλά.<br />
Ε και το δικό μου στον τόπο μου συνηθίζετε της είπε και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.<br />
<div class="MsoNormal">
<span style="font-family: "verdana"; language: EN;"></span></div>
Αργά το απόγευμα την συνόδευσε στο ξενοδοχείο της, εκεί που ο Αιμίλιος και η Ανθή την περίμεναν με αγωνία, επειδή πίστευαν πως είχε χαθεί και δε έβρισκε το δρόμο να γυρίσει. Ο Μερκούρης συστήθηκε και τους κάλεσε για δείπνο, εφόσον πρώτα κάνουν όλοι μαζί μια βαρκάδα με μια γόνδολα την ώρα που δύει ο ήλιος στη Βενετία! ,Ο Μερκούρης ήρθε λίγο πριν δύση, να πάρει τους νέους του φίλους.Τον περίμεναν στο ισόγειο του ξενοδοχείου και η Μαρουσιάννα έστριβε με αγωνία συνέχεια τα γάντια της και παρατηρούσε το δρόμο.<br />
Μην δείχνεις σαν να μην έχεις βγει ποτέ με άντρα καλή μου, της είπε η Ανθή, μεγάλη άνθρωποι είμαστε.<br />
Η Μαρουσιάννα όμως ένιωθε ακριβώς έτσι,σαν μικρό κορίτσι που της έδωσε ραντεβού το αγόρι που της άρεσε. <br />
Γύριζαν την πόλη που ήταν φωτισμένη με δεκάδες φανάρια, πήγαν μέσα σε στενά δρομάκια για να δουν τη σκάλα Κονταρίνι που οδηγεί στο παλάτσο Κονταρίνι, από εκεί βλέπεις όλη τη Βενετία από ψηλά. Και στο τέλος έφτασαν στο Grand Canal και ανέβηκαν σε μια γόνδολα.<br />
Ο γονδολιέρης τραγουδούσε και κωπηλατούσε αργά σχίζοντας τα ήσυχα νερά, ενώ κάθε φορά που συναντούσαν φανάρια στις γέφυρες το νερό γινόταν ασημί.<br />
Τα σύννεφα έπαιζαν με το φεγγάρι, πότε το άφηναν να φανεί και πότε το σκέπαζαν, εκείνες τις στιγμές ο Μερκούρης έπαιρνε τρυφερά το χέρι της Μαρουσιάννας και το φιλούσε με τα ζεστά του χείλι. Η Μαρουσιάννα ήταν 38 ετών, στερημένη από τα αντρικά χάδια και από τα τρυφερά λόγια, από τα φλογερά βλέμματα που σε κάνουν να θες αυτόν που σε κοιτάει μες τα μάτια, η γόνδολα γλίστραγε και μαζί με αυτή γλίστραγαν και οι αντιστάσεις της στο χαμόγελο του μελαχρινού αρσενικού. Εικοσιπέντε μέρες πέρασαν μαζί κάνοντας παρέα, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και κάνοντας έρωτα όπως ποτέ. Απελευθερωμένη, γοητευμένη, ερωτευμένη και πάνω από όλα ώριμη, έζησε μοναδικά αυτόν τον ανέλπιστο έρωτα, στις πλατείες,στα πάρκα και στα νερά της Βενετίας, περπατώντας και γελώντας μαζί του σαν να τον ήξερε μια ζωή. Όμως , οι μέρες περνούσαν και ο Μερκούρης έπρεπε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια στο σπίτι και τη δουλειά του. Προσπάθησε να πείσει τη Μαρουσιάννα να φύγουν μαζί για την Αίγυπτο φοβούμενος ότι θα την χάσει για πάντα, αλλά εκείνη του κατέστησε σαφές πως δε θα έφευγε σαν κλέφτρα από το χωριό και το παιδί της, είχε υποσχεθεί στις γυναίκες του χωριού πως θα γύριζε με τις μηχανές και θα το έκανε ο κόσμος να χαλούσε. Ταξίδεψαν μαζί ως τον Πειραιά και στο λιμάνι χωρίστηκαν, εκείνος έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι για την Αίγυπτο. Φανερά στεναχωρημένος της έδωσε ένα φάκελο με την διεύθυνσή του και ζήτησε από τον Αιμίλιο να την βοηθήσει να της βρει εισιτήριο για την Αλεξάνδρεια αν επιθυμούσε να ταξιδέψει. Με την ελπίδα ότι δε θα τον ξεχάσει και πως μια μέρα θα ξανά βρισκόταν, την παρακάλεσε να του γράφει.<br />
Η Μαρουσιάννα παρόλο τον απόλυτο έρωτα που βίωνε, όσες μέρες έμεινε στην Βενετία, άκουγε από τον Αιμίλιο και τον Μερκούρη για τις πολιτικές εξελίξεις. Έζησε από κοντά κάποια γεγονότα του αυταρχικού καθεστώτος της Ιταλίας και αποφάσισε να διακόψει με τους Ιταλούς οποιαδήποτε συμφωνία. Γυρίζοντας στην Ελλάδα αποφασίζει ότι πρέπει να βρει τρόπο, να σπάσει τη συμφωνία με τον Ιταλικό στρατό και να βρει νέο τρόπο να διοχετεύσει τα προϊόντα της στην αγορά. Επιστρέφει στο χωριό αποφασισμένη,να φύγει για πάντα από την Ελλάδα για να σώσει ότι μπορέσει πριν η χώρα καταρρεύσει οικονομικά. Αλλά βαθιά μέσα της ξέρει ότι το κάνει για να ζήσει τον έρωτα της με τον Μερκούρη.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-9992671790642052552013-04-04T00:16:00.002+03:002023-01-16T19:32:55.339+02:00Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 4<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
Στα 1917 η Ελλάδα ζούσε το μεγάλο διχασμό,η πολιτική ζωή του τόπου υπήρξε ένα από τα πολύ πονεμένα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, το μόνο που δε απασχόλησε τις αρχές των Τρικάλων ήταν ο θάνατος του Τσαούση.<br />
Τα μπορντέλα του, πέρα απ τα μανάβικα των Τρικάλων και της Λάρισας περάσαν στα χέρια των γυναικών αμέσως μόλις μάθανε ότι ο Τσαούσης και ο Φότσιος χάθηκαν ξαφνικά από προσώπου γης .<br />
Οι γυναίκες δε πίστεψαν σε ξαφνικό θανατικό, ήξεραν όλες τις βρομοδουλειές του νταβατζή τσιφλικά, κατάλαβαν ότι κάποιος τον καθάρισε από μίσος.<br />
Η Μαρουσιάννα έγινε η κυρά του κάμπου, μοίρασε τη γη σε μερίδια σε κάθε οικογένεια δίκαια ανάλογα με το πόσα άτομα ήταν η κάθε φαμελιά στην Τσίαρα, αλλά και στα γύρω χωριά που ήταν κομμάτια του Τσιφλικιού.<br />
Για τα μερτικά της στη Λάρισα έκανε ότι μπορούσε για να μοιραστούν σωστά, ενημέρωσε τις αρχές για το πένθος που έπεσε στο σπίτι της και τους είπε να κάνουν το καλύτερο για τον τόπο, είχε πολλά να κάμει στο δικό της χωριό, χέρια και χρόνος δε υπήρχαν για τη Λάρισα και το τσιφλίκι τους εκεί.Το τσιφλίκι μοιράστηκε σε 150 οικογένειες, το κονάκι έγινε ορφανοτροφείο για τα ορφανά της περιοχής και ο παπάς ανέλαβε να το διοικεί μαζί με τις χήρες του χωριού.<br />
Το πορνείο της Αθήνας έκλεισε με διευθέτηση που ανέλαβε η Ανθή και ο γιατρός Αιμίλιος Αυγέρης, το κτίριο μετατράπηκε σε κλινική, με τα λεφτά που είχε αποκτήσει η Ανθή, από την ντροπή του πορνείου, τα διέθεσε για να γίνει η κλινική του άντρα της μια από της καλύτερες. Δυο από της Γαλλίδες που ήξεραν τα στοιχειώδη έγιναν νοσοκόμες της κλινικής και οι άλλες κοπέλες με προτροπή πάντα της Ανθής πήγαν στον ερυθρό σταυρό να βοηθήσουν στα σύνορα και όπου υπήρχαν ανάγκες. Η μαντάμ Κολλέτ έφυγε για τη Γαλλία, γερασμένη και μόνη, ήθελε να πεθάνει στον τόπο της.Τα λευκά σεντόνια της αμαρτίας και του αγοραίου έρωτα έγιναν επίδεσμοι, από εκεί που άκουγαν βαριές ερωτικές ανάσες, τώρα άκουγαν βογκητά πληγωμένων αντρών.<br />
Στο χωριό του κάμπου η ζωή κυλούσε με δυσκολίες και σκληρή δουλειά. Παρόλο που τους μοιράστηκε η γη και το θανατικό του Τσαούση ήταν ανάσα ελευθερίας, οι γυναίκες έμειναν χωρίς άντρες και δυνατά χέρια για να καλλιεργήσουν το χώμα. <br />
Πήραν θάρρος όμως από τα λόγια της κυράς και άνοιξαν φιλίες με την Μαρουσιάννα.Τα παιδιά του χωριού περάσαν το κατώφλι του αρχοντικού και χόρτασαν ψωμάκι.<br />
Στις σχόλες, έπιαναν γλέντι στη ρούγα της και οι γυναίκες χόρευαν και τραγουδούσαν αγαπημένες. Οι άντρες έφευγαν για το μέτωπο και αυτές ρίχτηκαν στη δουλειά ενωμένες,τα βράδια έκανα νυχτέρι,άλλες στο πλέξιμο και άλλες στον αργαλειό ετοίμαζαν σκουτιά, κάπες, κάλτσες και χοντρές φανέλες για τους άντρες τους που ήταν στα βουνά της Μακεδονίας.Την άνοιξη μοίρασαν τη δουλειά μεταξύ τους, γινήκαν σαν ένα σμήνος από μέλισσες με την "μεγάλη κυψέλη" το αρχοντικό, εκεί ήταν το στρατηγείο τους.<br />
Εκεί κούρευαν τα πρόβατα όλου του χωριού για να κάνουν το μαλλί για τα σκουτιά και τα κολόβια* τους, τα χράμια και τις βελέντζες τους. Δούλευαν τη μέρα στο χωράφι και τη νύχτα στο σπίτι,άλλη λανάριζε το μαλλί, άλλη το έπλενε άλλη το έγνεθε και το έκανε αλτσίδια*,άλλες το έβαφαν και το έκαναν κουβάρια για πλέξιμο,ή στημόνι για αργαλειό.<br />
Οι ηλικιωμένοι άντρες βγήκαν στον κάμπο με τα βόδια, όργωσαν και έσπειραν με κόπο και ψήθηκαν τα κορμιά τους στο λιοπύρι, μα σαν ήρθε η σοδειά ανάσαναν για πρώτη φορά. Γέμισαν τα αμπάρια με στάρι και καλαμπόκι, ποτέ δεν είχαν δει το αμπάρι του σταριού τους τόσο γεμάτο, γέμιζαν με δάκρυα τα μάτια των γηραιότερων, φόρτωναν τα άλογα και τραβούσαν όλοι για το μύλο του Γκαβίδα δίπλα στο ποτάμι λίγο ποιο κάτω απ το χωριό. <br />
Ήρθε και δάσκαλος απ τα Τρίκαλα στο χωριό,η Μαρουσιάννα του παραχώρησε το σπιτάκι του συχωρεμένου παπά Αναστάση και του υποσχέθηκε γάλα,τυρί,αυγά τραχανά και κρέας τις Κυριακές και τις σχόλες.Όσο ο καιρός ήταν καλός έστρωναν τα παιδιά χράμια κάτω απ τα πλατάνια στη δροσιά και κάθονταν κατάχαμα οκλαδόν με το δάσκαλο πάνω σε μια μεγάλη πέτρα να τους μιλάει με υπομονή για την ιστορία της πατρίδας,για τον απελευθερωτικό αγώνα και τη Μακεδονία, για τον Μέγα Αλέξανδρο και τις πολιτείες που κατάκτησε,για τον Παύλο Μελά και τον Δραγούμη, τους έκανε να αγαπήσουν την μακρινή για αυτούς Μακεδονία.Ο πόλεμος ήταν ένα απ τα αγαπημένα θέματα των παιδιών,ζούσαν την κάθε στιγμή την ιστορίας τους μέσα από τις αφηγήσεις του κυρίου Εμμανουήλ. Πες μας δάσκαλε για κείνον τον βασιλιά στην Πόλη!! Πες μας για την Αγιά Σοφιά! Τούτος ο λαός μια ζωή στο σπαθί και το ντουφέκι, μυριάδες οι εχθροί,ζηλεύανε αυτή τη φλούδα γης που στεκόταν μέσα στο νερό αγέρωχη, ζήλευαν τον λαό που όργωνε τη θάλασσα με καράβι και κουπί.Η λευτεριά είναι πολύτιμη μα θέλει και αίμα, σαν δε θυσιάσουμε τα κορμιά φεύγει και χάνεται, έρθετε ο οχρτός και μας δυναστεύει, θέλει τα σπιτια μας το βιός μας, τους έλεγε εκείνος. Έσπερνε στις παιδικές ψυχές την αντρεία, τη δύναμη το πάθος για λευτεριά και δημοκρατία.<br />
Το χειμώνα έκαναν τα μαθήματα στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού,μέσα στο ζεστό σπίτι της Μαρουσιάννας,πριν ο ήλιος ανέβει η Κωστάντου άναβε τον μπουχαρί και ετοίμαζε στα παιδιά μια κούπα γάλα, μια φέτα ψωμάκι με τυράκι ή ζεστό τραχανά.<br />
Η Μαρουσιάννα είχε γίνει η προστάτιδα του χωριού τους και ο μικρός Αναστάσης χαίρονταν τη ζωή του με τους φίλους του, ρούφαγε σαν σφουγγαράκι τις δεκάδες πληροφορίες από το δάσκαλό και χόρταινε παιχνίδια με τους συντρόφους του.Φτωχά τα παιχνίδια τους, κουρελόπανα τυλιγμένα ήταν η μπάλα που μοιράζονταν και ο δρόμος, το γήπεδο κάθε γειτονιάς, σακατεύονταν τα ποδάρια, γδέρνονταν απ τις πέτρες και τα ρούχα, γίνονταν λασπωμένα κουρέλια, έτσι και αλλιώς κουρέλια ήταν, το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο, ραμμένα απ τις μανάδες τους.<br />
Τα καλοκαίρια ορμούσαν σαν σμήνος στην Σαλαμπριά (το ποτάμι του χωριού) εκεί ήταν το ορμητήριο κάθε αγοριού, εκεί μάθαινε κάθε αγοράκι κολύμπι, ψάρεμα, σφεντόνα. Στο χωριό γυρνούσαν με έπαθλα, πότε μια πέστροφα, πότε μια πάπια που την έριχναν με σφεντόνα και με καμάρι την έφερναν στη μάνα τους. Τα ποιο προκομμένα έφερναν κλαδιά για προσάναμμα και σβουνιές απ τα αλώνια. Στο τέλος κάθε ημέρας οι μανάδες περίμεναν οι γιοι τους να φέρουν και λίγα προσανάμματα απ το ποτάμι. Πρώτος έδινε το παράδειγμα ο Αναστάσης, πάντα με ένα τσουβάλι δεμένο στο ζωνάρι,γεμιζε προσαναματα και σαν άρχιζε να σουρουπώνει, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, ποτέ δε βγήκε στη ρούγα η Μαρουσιάννα να τον φωνάξει, γέμιζε το τσουβάλι προσανάμματα και γύριζε σπίτι, βρώμικος ιδρωμένος αλλά νικητής!! Όλο το καλοκαίρι η Κωστάντου ήξερε ότι το βράδυ θα τους φέρει ψάρια και καραβίδες, καμιά φορά και καμιά πάπια, αν και στη σφεντόνα δε ήταν και τόσο καλός εκείνο τον καιρό ακόμη.<br />
Σπατάλες δε τους έπαιρνε να κάνουν μέχρι να έρθει η άλλη σοδειά,να ανασάνουν και να δουν προκοπή, κρατούσαν τις κότες και τα άλλα ζωντανά να τα σφάξουν το χειμώνα και έτσι το ψάρι ήταν ευλογημένο και ευπρόσδεκτο στο τραπέζι τους.<br />
Όλα μετρημένα, ο πόλεμος καρτερούσε στην πόρτα και αυτές τρεις γυναίκες μόνες, είχαν τον Αναστάση δέκα χρονών παλικαράκι αποκούμπι, περίμεναν να γεμίσει το τραπέζι τους με τροφή κάθε βραδύ και εκείνος είχε πάρει αυτό ο ρόλο στα σοβαρά, χωρίς ψάρι και καραβίδες δε γύριζε στο κονάκι.<br />
<br />
Ο διχασμός έφερνε άσχημα χαμπέρια από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με το Βενιζέλο τρώγονταν σαν τα σκυλιά. Μαζί και οι δυο στον ίδιο τόπο δε χωρούσαν, ένας τράβηξε για την Κρήτη και έκαμε εκεί κυβέρνηση.<br />
Ο πόλεμος μαίνονταν στα σύνορα, οι μεγάλες δύναμης μπήκαν και έκαναν τη Θεσσαλονίκη ερείπιο, και δε έφτανε τούτο το κακό, έπιασε φωτιά στην πολιτεία σε ένα χαμόσπιτο,οι γείτονες δε έδωσαν σημασία και η φωτιά έγινε πύρινο ποτάμι, κάηκαν σπίτια μέχρι στο Διοικητήριο,μα οι Γάλλοι δε βοηθούσαν με της δύναμής τους, μονάχα κάτι Άγγλοι έδωσαν ένα χέρι στην κατάσβεση τούτη. Η πόλη έγινε στάχτη ! <br />
Ο απλός κοσμάκης στα χωριά δε ήξερε ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του, αυτοί ξέραν ότι ο πόλεμος τους στερούσε τη ζωή, ότι τα τρόφιμα ακρίβυναν,ότι οι άντρες ήταν στα βουνά,τα λεφτά έχαναν κάθε μέρα την αξία τους! Έφτασαν στο σημείο να κόβουν το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα σε δυο κομμάτια για να μην εκδώσουν νέα χαρτονομίσματα με τη μικρότερη αξία!<br />
Μια στάλα κράτος και οι άνθρωποι μετρημένοι στα δάκτυλα, τι θελαν και άνοιγαν πληγές;<br />
Ο κόσμος είχε βαρεθεί τους σκοτωμούς, ήθελε να φάει γλυκό ψωμί.Πάνω που τους άφησαν οι Τούρκοι και πίστεψαν πως θα δουν άσπρη μέρα, έφτασαν να λένε πάλι βοήθα Παναγιά με τις εσωτερικές τους φαγωμάρες και τα μεγαλοπιάσματα του Βενιζέλου που ήθελε την μεγάλη Ελλάδα.<br />
Ο κοσμάκης ζούσε σε καλύβες στα χωριά, είχε για πάτωμα πατημένο χώμα και στρώμα από άχυρο, τα καλοκαίρια τους έτρωγε η ελονοσία, η ψείρα και οι ψύλλοι, τους θέριζαν οι αρρώστιες από την έλλειψη υγιεινής και οι πολιτικοί τρώγονταν για το ποιος θα κάνει κουμάντο και ποιος θα είναι αυτός που θα στείλει τους Έλληνες να σκοτωθούν στα σύνορα για να πάρουν αυτοί τα παράσημα.<br />
Έτσι έριξαν το ανάθεμα στο Βενιζέλο και έβγαλαν εκεί όλα τα απωθημένα τους πετώντας πέτρες σε κάθε πλατεία κάνοντας σωρούς γύρω απ το ομοίωμα του Βενιζέλου, ακολουθώντας με κατάρες τον αφορισμό του Μητροπολίτη, γιατί στην Ελλάδα οι παπάδες είχαν πάντα λόγο και στην πολιτική παρέσερναν τον κοσμάκη σε πράξεις όπως τούτες.<br />
<br />
Η Μαρουσιάννα κρατούσε με νύχια και με δόντια τις χρυσές που είχε βρει από τον Τσαούση,ήταν το μόνο που για το οποίο του ήταν ευγνώμων.Σκόπευε να κάνει πολλά με αυτές, να φτιάξει και σχολείο κάτω στην πλατεία στο μεγάλο πλατάνι,μα ας περνούσε πρώτα τούτου το κακό, για την ώρα καλή ήταν και η σάλα της για τα παιδιά.<br />
Ενθουσιασμένη με τις νίκες στη Μακεδονία η Μαρουσιάννα όταν τύχαινε να περάσει στρατός απ τον πλατύ δρόμο που πήγαινε στην Καλαμπάκα, καρτερούσε με τα μουλάρια φορτωμένα αλεύρι για να έχουν ψωμάκι οι φαντάροι, τραχανά να τρώνε κάτι να ψυχοπιάνοντε μες το κρύο και τσίπουρο να βάζουν στις πληγές.Έκοψε όλες την άσπρες λινές της κουρτίνες και τις έκανε επιδέσμους με τη βοήθεια της Μυρτούς και Kωστάντους.<br />
Μια μέρα έφτασε χαμπέρι στο χωριό ότι ένα κοπάδι πρόβατα ίσα με χίλια ζωντανά, γίδια,πρόβατα μα και μουλάρια φορτωμένα έρχονται κατά την Τσίαρα!Πρώτα είδε το σκύλο τους η Μαρουσιάννα,τον καραμπασάκι άσπρο με μαύρο κεφάλι! Ήταν γερασμένος μα σαν έφτασε κοντά στο αρχοντικό άρχισε να γαβγίζει σαν τρελό.<br />
Βγήκε ο Αναστάσης και φοβήθηκε, μάνα ωω μανααάα ήρθε ένα μαύρου σκλι* στη ρούγα μας!<br />
Η Μαρουσιάννα είδε τον καραμπασάκι και βγήκε στο δρόμο ξυπόλητη από χαρά και αγωνία.<br />
Καραμπασάκι μου ποιος σε έφερε εδώ αγόρι μου; Το σκυλί γάβγιζε και τριβόταν πάνω στα σιγκούνια της,σήκωνε τα πόδια με χαρά και κούναγε σαν τρελό την ουρά του που βρήκε την κυρά του.<br />
Ξωπίσω έφτασε πεζός ο πατέρας της,γερασμένος και ασπρομάλλης με την κάπα κρεμασμένη στον ένα ωμό και την κλούτσα να τον βαστά όρθιο να μην καμπουριάζει!<br />
Άνοιξε τα χέρια ο γέρος και αγκάλιασε το παιδί του μετά από έντεκα χρόνια. Βγήκε και ο Αναστάσης τρεχάτος και ξεθαρρεμένος μόλις είδε τη μάνα του να αγκαλιάσει το γέροντα.<br />
Έλα πασά μου να σε χαρώ, έλα να γνωρίσεις τον παππού σου!<br />
Κοριτσάκι την πάντρεψε ο γέροντας και της έδωκε παπά και τώρα τη βρήκε χήρα τσιφλικά μέσα σε αρχοντόσπιτο.<br />
Έλα πατέρα,πάμε να κάτσεις να ξαποστάσεις και να με πεις τα χαμπέρια*, ο γέροντας κούνησε το κεφάλι και ζήτησε ένα ποτήρι νερό. <br />
Η Κωστάντου έτρεξε να τον φιλέψει, έφερε αμέσως νερό, τσίπουρο και λουκούμι να τον γλυκάνει, έτσι ήταν το έθιμο εκείνη την εποχή.<br />
Ύστερα άφησε την κυρά της με τον πατέρα της στη σάλα και χώθηκε στην κουζίνα με τη Μυρτώ για να ετοιμάσουν μεζέδες και πίτες για το βράδυ.<br />
Μέρες ταξιδεύουμε με τα ζωντανά Μαρουσιάνναμ, ευτυχώς που έχω καλά σκλιά και τον μπιστικόμ του Μήτρου, αλλιώς τι θα έκαμα δε ξέρου, γέρασα κόρημ παν τα κουράιαμ*, η μάνας ήθελε να σι δει.<br />
Θα έρθει η μάνα; ρώτησε η Μαρουσιάννα με τα μάτια διεσταλμένα από χαρά. <br />
Αχά, έρχιτι σι κρένω, ειναι πείσω ακόμα με τα μπλάρια*, τη φέρν ο Μίτσιους*<br />
<br />
Έμαθα τα νέας στου παζάρ,* στη Λάρσα* απού ένα χουρουφύλακα,τουν λέω, ιγώ εχω δυχατέρα την παπαδιά απ την Τσιάρα και μι λέει αγιέμ* δε ξερς ισι τίπτας*;<br />
Το και το μι λέει η άνθρουπους, χήρεψ δυο βολές η έρμη, τι ήταν να του μάθου με έζουσαν τα φίδια, λέω τς μάνας, κυρά τώρα ία κινάμε για τα Τρίκαλα και από κει στην Τσιάρα να βρούμε του κουρίτς, να όπως στα λέω γίνκαν κι ήρθα!<br />
Αργά το βράδυ έφτασε και η μάνα της Μαρουσιάννας,η χαρά και οι στιγμές της αντάμωσης των γυναικών δε περιγράφετε, Η γρια βλάχα έκατσε στο σκαμνί ενώ η κόρη της πρότεινε να καθίσει στην πολυθρόνα του Τζακιού όπως πρώτο έκατσε και εκείνη, τη βραδιά που χήρεψε το 1910, μα η γριούλα ήταν τόσο σεμνή και άμαθη σε μεγαλεία που προτίμησε το σκαμνί στο αρχοντικό της κόρης της.Σε τέτοιο σπίτι δε είχε ματαμπεί* σε ούλη της ζήση, ζούσε στα βουνά από μωρό παιδί τα καλοκαίρια και το χειμώνα σε κάμπους για να ξεχειμωνιάζουν τα πρόβατα σε χαμηλό υψόμετρο,αυτή ήταν η ζωή της, νομάδας είχε γεννηθεί και ετσι γέρασε.Το σπίτι της ήταν πάντα μια καλή σκηνή από υφαντό σκουτί και βέργες στη σκεπή από τα γύρω δέντρα και για πάτωμα καλό πατημένο χώμα παλαμισμένο, σαν στέγνωνε ο πηλός καλά το έστρωνε με τις βελέντζες της και τα χοντρά χράμια.Ντουλάπια δε είχε δει ποτέ και καναπέδες! Αυτή είχε τα σεντούκια της με τα απαραίτητα μαγειρικά σκεύη,τα καρδάρια της για το άρμεγμα και γκιούμια για να συλλέγουν το γάλα. Αυτά ήταν όλα και όλα το νοικοκυριό της, κατάχαμα κοιμήθηκε σε όλη τη ζωή, οκλαδόν έτρωγαν μέσα στη σκηνή, χιλιάδες φορές άναψε τη φωτιά έξω από την σκηνή για να βάλει καζάνι και να μαγειρέψει το φαΐ για τον κύρη της και τους βοσκούς του καραβανιού τους.Ζύμωσε χιλιάδες καρβέλια,έπλασε δεκάδες χιλιάδες φύλλα για της πίτες της,σκυμμένη πάνω στον ξύλινο σοφρά της, ολημερίς βοσκούσε με τον κύρη της τα πρόβατα και σαν σουρούπωνε και οι άντρες άρχιζαν το άρμεγμα εκείνη έπαιρνε το δρόμο για το ποτάμι ,έπλενε τα χέρια της έπαιρνε νερό και τραβούσε έξω απ την καλύβα τους,έβαζε το φαΐ στον ταβά της πάνω στην πυροστιά και άρχιζε άλλες δουλειές μέχρι να σβήσει το φως της μέρας. έπιανε το λανάρι να ξάνει μαλλιά, τα άξενε, τα λανάριζε να αφρατέψουν, τα έκανε τλούπες , τα έγνεθε στη ρόκα και γύρναγε το αδράχτι και το σφοντύλι με τέχνη πέρυσι και ύστερα τα έκανε αλτσίδια, για να τα ρίξει στο καζάνι για βάψιμο και σαν τα τελείωνε ήταν έργα τέχνης,πάνω σε τέτοια στρωσίδια κοιμόταν αυτή και ο κύρης της, με τέτοια έργα τέχνης σκέπαζε τις ράχες των αλόγων της και τα βόδια σαν έπιαναν τα κρύα και δεν είχαν βρει σπηλιά να τα νυχτερέψουν.<br />
<br />
Είπαν όλα τα νέα για τη ζωή και τα ζωντανά τους, για τους μπιστικούς των κοπαδιών για τον πόλεμο στα βουνά .Οι γριούλα έβγαλε μέσα απ τον κόρφο της δυο πουγκιά με παράδες.<br />
Αυτά κόρημ ειναι για το γιο που έκανες!<br />
Χρόνια τα μαζεύ η πατέρας, κάθε βολά* που πλάμε κατσίκια και πράτα και τα κάνουμι χρυσές,τον είπα προψές δυο κουβέντες ,Θύμιο τλέου γέρασαμαν αφού εμαθάμαν για του κουρίτσ τι κακό του βρίκει να πάμε να τ σταθούμε, σαν βρούμε κόρημ άνθρουπου θα πλίσουμε κι τα γίδια!θέλω να θα κάτσου δω νας, σμια* γουνίτσα, μπιζέρσα* στα βνα και τς κάμποι να γκιζιράω* απόστασα! Μια μπουκουσιά* ψουμάκι θέλω και ένα ποτήρ νιρό, αρκεί νας βλέπου, άλλου απου σένα δε εχω κανέναν.<br />
Τι λες βρε μάνα που θα πουλήσουμε σε τέτοιους καιρούς! Εδώ όλοι μαζί θα ζήσουμε, το σπιτικό ειναι μεγάλο και εγώ άλλους από εσάς δε εχω, όσο για τα γίδια θα δούμε, αν θέλει ο Μήτρος να κάτσει εδώ θα του δώκουμε μεράδι απ το γάλα, να πήζει τυριά και να πουλάει στο παζάρι να ζήσει άιντε να του βρούμε και κορίτς να παντρευτεί καιρός του ειναι!Όσο για τους τσιουμπαναρέους δε ξέρω αν μπορώ να πληρώνω τόσο κόσμο, εχω και τους ντόπιους, βλέπεις εχω και εγώ πρόβατα και γελάδες ίσα με 60 κομμάτια και χώρια στα βουνά.Έχει ο θεός άντε πάμε να φάμε και ύστερα να γείρουμε να ξαποστάσετε.Σαν έφαγαν και χόρτασαν κουβέντα,έσβησαν την λάμπα και τα κεριά και πήγαν στις κάμαρες.<br />
<br />
Η γριούλα έκανε εκατό φορές το σταυρό της, ξάπλωσε στα λευκά απαλά σεντόνια και ρίγησε από το κρύο σε τέτοιο πράμα δε είχε ξαναγύρει ποτές,δόξασε το θεό και έκλεισε τα μάτια, μέχρι το πρωί ξεψύχησε.<br />
Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε το πένθος γιατί η ζωή τραβάει εμπρός,ο γέροντας είχε τώρα τον εγγονό του και η Μαρουσιάννα ίσα με χίλια πεντακόσια ζωντανά στα λιβάδια και άλλα 60 στους στάβλους του αρχοντικού.<br />
Έπηζαν τυρί πρωί και βράδυ, δέκα νομάτοι άρμεγαν από εκατό πρόβατα ο καθένας δυο φορές τη μέρα,χώρια ο Ζήσης τις γελάδες στους στάβλους του αρχοντικού.<br />
Η Μαρουσιάννα αναγκάστηκε να αγοράσει απ την Καρδίτσα ξύλινα βαρέλια για το τυρί. Μα δε υπήρχε χώρος να τα αποθηκεύουν για να ζυμωθεί το τυρί μέσα στα βαρέλια και έτσι πήραν απόφαση για να κάνουν μια αίθουσα ζύμωσης για τα τυριά τους.<br />
Όλες οι γυναίκες του χωριού πήγαν στο ποτάμι και έβαλαν στα καλούπια πηλό και έφτιαξαν ίσα με δεκαέξι χιλιάδες πλήθους.Έσκαψαν τη γη την πότισαν καλά με νερό ποταμίσιο και μετά ανακάτεψαν το υγρό χώμα με άχυρο,μέρες ολόκληρες πατούσαν το χώμα μέχρι το γόνατο μες τη λάσπη και με τα χέρια γέμιζαν τα καλούπια ένα ένα πλίθο. Είκοσι μέρες χρειάστηκαν οι γυναίκες για τα δεκαέξι χιλιάδες πλιθιά και άλλες τόσες για να στεγνώσουν και να γίνουν στέρεα έτοιμα για χτίσιμο.<br />
Τα άφησαν να στεγνώσουν πρώτα στο ήλιο κοντά στο ποτάμι και μετά τα μετέφεραν στο χωρίο με αραμπάδες, για χτίσουν το πρώτο χώρο που θα ήταν ο χώρος φυλάξεις για τα τυριά που έφτιαχναν. <br />
Οι άντρες έφτιαξαν μια μεγάλη αποθήκη δώδεκα μέτρα μάκρος και πέντε φάρδος με ένα χώρισμα στην μέση.Η μια πλευρά είχε ράφια και τσιγκέλια κρεμασμένα για τα σκληρά τυριά να φυλάσσονταν εκεί μέχρι να ωριμάσουν και να πουληθούν και η άλλη πλευρά φιλοξενούσε τα βαρέλια με τη φέτα.Παραθύρια είχε μόνο ψηλά για να μπαίνει αέρας και φως χωρίς να βρίσκει τα βαρέλια να μην τα θερμαίνει,η πόρτα του έγινε από ξύλο κερασιάς και σιδερένια πιρόνια.Έτσι χτίστηκε το πρώτο τυροκομείο στη Θεσσαλία. <br />
Εκεί έβαζαν τα βαρέλια στη σειρά,πάνω σε μαδέρια από έλατο και δυο φορές τη μέρα τα κυλούσαν για να αλλάξει θέση το γάλα μέσα στο βαρέλι.Απ το γάλα έφτιαχναν το βούτυρο,το έβαζαν μέσα σε ένα πήλινο δοχείο που το έλεγαν φτύνα, εκεί ξίνιζε μέσα σε τρεις ήμερες, κατόπιν το έριχναν στο μπουτινέλο, ένα ψηλό ξύλινο δοχείο, το χτυπούσαν με ένα μεγάλο κοντάρι μέχρι να ανέβει το βούτυρο επάνω στην επιφάνεια και κατόπιν το μάζευαν προσεκτικά και το έριχναν σε νερό πλάθοντας το μπαλάκια,μόλις κρύωνε το αλάτιζαν και είχαν ένα τέλειο και φρέσκο βούτυρο!!!!<br />
Το γίδινο γάλα το έκαναν κασέρια και λαδωτήρια, τις μυτζήθρες τις κρέμαγαν ψηλά στα μαδέρια της σκεπής τη νύχτα μα τη μέρα τα έβγαζαν στον ήλιο να γίνουν*.<br />
Ο κάμπος του χωρίου ότι έβγαζε το κατανάλωνε με μιας το ίδιο το χωρίο, τα πρόβατα το χειμώνα θέλουν τάισμα στο παχνί όπως και τα γελάδια,οπότε η παραγωγή από τα καλαμπόκια και τα τριφύλλια τους πήγαιναν όλα στο αρχοντικό σε μεγάλες αχυρώνες χτισμένες από πλιθιά. Η Μαρουσιάννα έκανε τον μεγαλύτερο άλμα της εποχής χωρίς να το γνωρίζει η ίδια, έβαλε το πρώτο λιθάρι για την ίδρυση ενός συνεταιρισμού με γερές βάσεις με τους χωριανούς της συντρόφους και συνεταίρους.<br />
Χόρτασαν ψωμάκι από το στάρι των εύφορων χωραφιών τους, έγιναν νοικοκυραίοι και απολάμβαναν τους κόπους των χεριών τους.Αγάπησαν τη γη τους πλιότερο από πότε! <br />
Κάθε σπίτι απόκτησε ζωντανά, κότες, κατσίκες και φυσικά γουρούνια.<br />
Αυτά τα ζώα έγιναν πολύ αγαπημένα ζώα του Καραγκούνη και τις μέρες των Χριστουγέννων έκαναν την γουρνοχαρά, τα γουρούνια σφάζονταν, και ετοιμάζονταν από τις κυράδες με μεγάλη προσοχή κάθε κομμάτι κρέατος.<br />
Γίνονταν από λουκάνικα και λαρδί,μέχρι τσιγαρίδες με λάχανα και λίπα για το μαγείρεμα.<br />
Το τυροκομείο με τα πλίθινα τοιχία έφερε την ανάπτυξη στο χωριό και την οικονομική ευμάρεια της Μαρουσιάννας,χωρίς να έχει ανάγκη τις χρυσές του Τσαούση, ένοιωσε δυνατή και έμαθε να διαχειρίζεται την περιουσία της, μπήκε δυναμικά στην αγορά και πουλούσε το τυρί της χωρίς μεσάζοντες στα μαγαζιά την πόλης των Τρικάλων,στη Λάρισα και στην Αθήνα,στην πρωτεύουσα το τυρί της το έτρωγαν τα καλύτερα σπίτια, μέχρι και υπουργοί της χώρας!!! Αυτό ήταν το πρώτο επαγγελματικό άλμα της κυράς του κάμπου.<br />
Η Ανθή ήταν εκεινη που το πρωτόβαλε στο τραπέζι της και το πρόσφερε στους φίλους του άντρα της, έκτοτε όλοι οι φίλοι του ζευγαριού παράγγελναν τυρί στην Μαρουσιάννα.<br />
Ο Αιμίλιος και η Ανθή βοήθησαν στο θέμα των πωλήσεων την Μαρουσιάννα όσο κανείς, πήγαιναν το τυρί σε όλα τα μπακάλικα της Αθήνας και έπαιρναν παραγγελίες για βαρέλια φέτας αλλά και μυτζήθρα. <br />
Τα Χριστούγεννα η Μαρουσιάννα έστειλε με το τρένο δεκαπέντε βαρέλια τυρί, βούτυρο και μυτζήθρες. Ο Αιμίλιος και η Ανθή πήγαν για να γιορτάσουν τα Χριστουγεννα στο χωριό.<br />
Η Ανθή ήταν πολύ ενθουσιασμένη με την έκβαση των πωλήσεων και παρότρυνε την φιλενάδα της εκτός από το τυρί να αρχίζουν να πουλάνε και τα τομάρια των προβάτων που σφάζανε. Η τρέλα των πλουσίων Αθηναίων ήταν τα αυτοκίνητα ,αν επεξεργαζόταν τα τομάρια θα γινόταν τα καθίσματα ποιο ζεστά για το χειμώνα. Η Μαρουσιάννα άρπαξε την ιδέα και μπήκε στην εφαρμογή της. <br />
Κάθε τομάρι από τα ζώα που σφαζόταν πλενόταν καθαριζόταν και καρφωνόταν σε τελάρα για να μείνουν τεντωμένα, έτσι οι μικρές λευκές γουνίτσες γινόταν χαλάκια για καθίσματα αυτοκινήτων για να ζεσταίνουν τα κρύα αυτοκίνητα της πρωτεύουσας αλλά και πολλές άμαξες. <br />
<br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-40139887446944168652013-03-24T18:12:00.604+02:002022-12-25T00:08:24.670+02:00Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 2<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><b><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;">Σ</span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;">την
Τσιάρα, η ζωή κυλούσε σαν τα νερά της
Σαλαμπριάς, αφρισμένο ποτάμι</span></b></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι ξωμάχοι, άλλοι σκυφτοί τσάπιζαν, τα
σπαρμένα χωράφια του τσιφλικιού,</b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>άλλοι
βοσκούσαν τα πρόβατα, μέχρι το βούτηγμα του ήλιου πίσω απ' στα ψηλά βουνά. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι γυναίκες, γυρνώντας στα φτωχόσπιτα,
σακατεμένες απ' το λιοπύρι της μέρας και
το τσάπισμα της γης, μάζευαν ξύλα απ' την
ακροποταμιά, για να ψήσουν το καρβέλι
τους. Στην πλάτη ήταν ζαλωμένες με τα βρέφοι, που καρτερούσαν στωικά να τα βάλει η μάνα τους στο βυζί να πιούν το γλυκό της γάλα.</b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι άντρες πλησίαζαν την όχθη με το παντελόνι σκουμπωμένο μέχρι τα γόνατα, πλένονταν να δροσιστούν και με την απόχη, έπιαναν πέστροφες για να δειπνήσουν στο σπίτι.</b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα κουδούνια των προβάτων, σκέπαζαν το κλάμα των νηπίων, που παραπονιόταν για την πείνα και την δίψα.</b></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα μεγαλύτερα παιδάκια, με μια βέργα λυγαριάς στο χέρι, γύριζαν μαζί με τα κοπάδια στο χωριό. </b></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ξυπόλυτα και ξεθεωμένα απ' την πείνα και το λιοπύρι της μέρας. Αποκαμωμένα έφταναν στις αυλές τους , εκεί που τα καρτερούσε μια γραία με ένα ξεροκόμματο μπομπότα και λίγα βρασμένα λάχανα, να τα ταΐσει μια ολιά. </b></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times;"><b><span><span><span style="font-size: medium;">Τα παλικάρια </span></span></span><span style="font-size: medium;">τα βράδια, καθυστερουσαν στο δρόμο
του γυρισμού γιατα κονάκια τους. Έκαναν χαμηλόφωνες, απαγορευμένες συζητήσεις για τον
αναδασμό της γης.</span></b></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ακόμη
λιγότεροι εκείνοι που τολμούσαν να το
σκάσουν, τραβώντας για τη Λάρισα, για
να ακούσουν τα νέα, των αγωνιστών του
ξεσηκωμού.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
άντρες του Τσαούση παραφύλαγαν στα
γιοφύρια των συνόρων του Τσιφλικιού.
Και σαν έπαιρναν χαμπάρι ανταρσία, δε
έβγαινες ζωντανός απ' τα χέρια τους.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα
μόνα λόγια παρηγοριάς, για όλους αυτούς
τους δύστυχους, ήταν εκείνα του παπά
κάθε Κυριακή. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Που για να τους μαζεύει
στην εκκλησιά, έχει βάλει βέτο στον
Τσαούση. </b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σα
θες να σου δουλεύουν τούτα τα έρμα
πλάσματα, άστα μια μέρα να ξαποστάσουν.
Αλλιώς, να ξέρεις, πως μια μέρα θα
ξεσηκωθούν και θα σε φάνε. Εσύ είσαι
ένας Τσαούση, εμείς είμαστε πλιότεροι. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έτσι μίλαγε ο παπάς και χωρίς δεύτερη
κουβέντα, έφευγε στητός, για την
εκκλησιά. Ακολουθούσε τις συμβουλές
του παππού του, δίνοντας ελπίδα στα
πονεμένα πλάσματα του κάμπου.</b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><span><span><span>Ο γερο
Αναστάσης, του έλεγε συχνά, πως να κουλαντρίζει τον Τσαούση. Α</span></span></span>μόρφωτος είναι και νταής,
μα σαν του πεις κοφτά αυτό που θες και
τον βάλεις να σκεφτεί, πως αυτό που λες είναι καλό για δικό του συμφέρον, παίρνει
το μήνυμα ο Τσαούσης . </b></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Και τούτο, το είχε
πάντα κατά νου ο νιούτσικος παπάς.</b></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Στην
άλλη πλευρά του κάμπου της Λάρισας, οι
κολίγοι ήταν ποιο τολμηροί. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Εκεί, είχε
φτάσει η φωνή του Μαρίνου Αντύπα! Τ</b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τούτος,
ήταν ένας μεσόκοπος, λιανός τυπάκος, με γυαλάκια. Γύρναγε από χωριό σε χωριό, με ένα
ντορβά στον ώμο και μια μαγκούρα που
τον στήριζε στο μοναχικό του περπάτημα. </b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Μαρίνος Αντύπας, ήταν ξενομερίτης. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Απ΄ την Κεφαλλονιά, μεγαλωμένος διαφορετικά
απ' τους κολίγους του κάμπου. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα νησιά
του Ιονίου, δε έζησαν κάτω απ' το σπαθί
και το φόβο του Τούρκου.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Εκείνος
είχε μάθει να ζει λεύτερος. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Και το όνειρό
του ήταν, κάθε Έλληνας, να ζει λεύτερος
στο τόπο του, να έχει δική του γη και να
χαίρετε τον καρπό της.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τούτος
λοιπών ο ξενομερίτης, ξεσήκωνε με τα
λόγια του κάθε κολίγο που συναντούσε.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Αλλά, δε τον άφησαν και πολύ να συνεχίσει το
έργο του.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Στις
9 του Μάρτη του 1907 ένας απ' του επιστάτες
του Μεταξά,</b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>( Τσιφλικάς, της περιοχής του
Πυργετού ) </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>σκοτώνει τον Μαρίνο Αντύπα,
την ώρα που εκείνος μιλούσε στους
κολίγους του χωριού.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μα
τα λόγια του Αντύπα, είχαν ρίξει σπόρο
στις καρδιές των κολίγων. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έτσι, με θάρρος,
αποφασίζουν να ξεσηκωθούν ενάντια σε
όλους όσους τους καταπιέζουν και
πλουτίζουν εις βάρος τους.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Την
άνοιξη του 1910 ξεσηκώνονται κατά χιλιάδες.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Χωριά
ολόκληρα όπως τα Βάνια*, τα Σκάλαινα* το
Χατζηλαζάρ,τ ο Γκαρζί*το Χατζήμισι* ο
Πυργετός Λάρισας, ο Παλαμάς Καρδίτσας
και πολλά άλλα, ξεσηκώνονται και
οργανώνουν συλλαλητήρια στην πόλη της
Λάρισας. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Από όλη τη Θεσσαλία καταφθάνουν
αγρότες με τις αξίνες, τα τσαπιά και τις
τσουγκράνες τους στον ωμό. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Άλλα όπλα δε
είχαν και η μαύρη αλήθεια είναι, ότι
ήθελαν με το καλό να πάρουν το μοιράδι
τους, δε θέλαν φασαρίες.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Την
ημέρα εκείνη, οι αγρότες σχεδίασαν να
πάνε στην κεντρική πλατεία της Λάρισας.
Συγκεντρώθηκαν στο σταθμό του Κιλελέρ,
για να πάρουν το τρένο και απαίτησαν
επιβιβαστούν χωρίς εισιτήρια.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο σταθμάρχης αρνήθηκε και έτσι ξεκίνησαν
τα επεισόδια.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
έφιπποι άντρες της κυβέρνησης, όρμησαν
στα φτωχά ανθρωπάκια του κάμπου αλύπητα.
Έπεσε ξύλο με το τουλούμι. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τραυματισμοί,
βογκητά, βρισιές, οι άντρες εξαγριώθηκαν
και άρχισαν να λιντσάρουν τον σταθμάρχη. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το τρένο απομακρύνθηκε σιγά, σιγά,
αφήνοντας πίσω, νεκρούς και τραυματίες. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα βαγόνια με τα παραθύρια σπασμένα και
τις λαμαρίνες γεμάτες λακκούβες από
τις πέτρες που πετούσαν οι εξαγριωμένοι
άντρες, κίνησε λαβωμένο και αυτό για
τον επόμενο σταθμό.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Λίγα
χιλιόμετρα ποιο κάτω, υπήρχαν άλλοι
αγρότες που όρμησαν στα βαγόνια μόλις
σταμάτησε το τρένο στο σταθμό. Απείλησαν
ότι θα καταστρέψουν τις γραμμές του
δικτύου αν δε τους επιτρέψουν την
επιβίβαση. </b></span></span></span></div><div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έγιναν πάλι επεισόδια,
βρισιές, φωνές, πέτρες, οι άντρες χτυπούσαν
με τα αγροτικά τους "όπλα" το
σιδερένιο θεριό που κουβαλούσε τους
χωροφυλάκους .</b></span></span></span></div><div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο επικεφαλής της στρατιωτικής ομάδας,
που επέβαινε στο τρένο με σκοπό, να είναι
στο συλλαλητήριο της Λάρισας, για
να επιβάλει την τάξη, έδωσε σύνθημα να
πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο κόσμος έγινε έξαλλος και οι πέτρες
έπεφταν βροχή ! </b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
δεύτερος και ο τρίτος πυροβολισμός
λάβωσε τα κορμιά δυο γερόντων που ήταν
μπροστά και ενθάρρυναν τους άντρες. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
χωριανοί τους, βλέποντας τα νεκρά κορμιά
των γερόντων, όρμησαν με τις τσουγκράνες
και τα δικράνια, καρφώνοντας τους
χωροφύλακες αλύπητα.<br />Δώδεκα βαριά
τραυματίες και δεκαπέντε παλικάρια,
έπαυσαν να ανασαίνουν εκεί στο σταθμό
του Τσουλάρ*.( Σήμερα το χωριό το ονομάζουν
Μελία).</b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το τρένο έφτασε στη Λάρισα με
διαλυμένα βαγόνια και οι χωραφυλάκοι
κατευθύνθηκαν στο κέντρο της πόλης.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span><span lang="el-GR" style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
αγρότες έφτασαν ενωμένοι στην πλατεία,
ανέβασαν ένα παλικάρι ( φοιτητή ) το
Γιώργο Σχοινά, πάνω σε ένα βαρέλι, να
διαβάσει το ψήφισμα που θα έστελναν στη
βουλή. </b></span></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span><span lang="el-GR" style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το παλικάρι, με τρεμάμενη
φωνή, εξέφρασε την οδύνη του για τα
επεισόδια και τους θανάτους των
συμπατριωτών τους. Διάβασε το ψήφισμα
και άρχισαν να το υπογράφουν ένας ένας,
ενώ οι χωροφυλάκοι τους έσπρωχναν για
να διαλυθούν και έσερναν όσους μπορούσαν
στα μπουντρούμια της φυλακής.</b></span></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το
ψήφισμα πήγε στη βουλή, μα δεν αρκούσε
για να σταματήσει ο θυμός που έβραζε
στα στήθη των κολίγων. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι συμπλοκές συνεχίστηκαν στην Αθήνα, βγήκαν μαχαίρια,
βρέθηκαν τσαπιά, που αντί να σκάβουν
χώμα, άνοιγαν κεφάλια και θέριζαν θάνατο. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι αγρότες, γνώριζαν πως οι βουλευτές
που θα πίεζαν για απαλλοτρίωση, ήταν
ελάχιστοι. Ήξεραν πως έπρεπε να αγωνιστούν για να επιτύχουν κάτι.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έγιναν
εκατοντάδες συλλήψεις αγροτών, θρήνησαν
παλικάρια οι μάνες και οι γυναίκες, δε
είδαν τους άντρες τους μέχρι τον Ιούνιο.</b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Δραγούμης ( τότε πρωθυπουργός ) με
βουλεύματα, έδωσε συχωροχάρτι στους
αγρότες, για να εκτονώσει λίγο την
κατάσταση.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
κατάσταση δε πήρε καλυτέρευση, το
Δραγούμη διαδέχθηκε ένα χρόνο μετά, ο
Βενιζέλος. Απαλλοτριώσεις δε γίνηκαν
και ο θυμός δεν έσβησε.</b></span></span></span></div><div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
παπά Αναστάσης, νέος δυνατός και
αναρχικός, για τα δεδομένα της εποχής,
ήθελε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τους
χωριανούς του. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Αυτός ήταν ο τόπος του,
σιχαίνονταν τον Τσαούση, τους έπαιρνε
τον κόπο της δούλεψης τους. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Λυπόταν την
Μαρουσιάννα, που ήταν αναγκασμένη να
σκάβει το κομμάτι της γης που τους
παραχωρούσαν και ταυτόχρονα ήταν
αναγκασμένη, να τρέχει να κάνει τη δούλα
συχνά πυκνά στο αρχοντικό του τσιφλικά.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="font-size: medium;"><span lang="el-GR" style="background-color: white; font-family: times;"><b>Αυτό
τον πείραζε περισσότερο απ' όλα τα άλλα,
γιατί εκείνος είχε μια σχετική ελευθερία,
επειδή είχε το ράσο που τον προστάτευε,
μα η έρμη η παπαδιά, βασανίζονταν όπως
όλες οι γυναίκες του χωριού, ήταν έρμαιο
στις ορέξεις του Τσαούση. </b></span></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="font-size: medium;"><span lang="el-GR" style="background-color: white; font-family: times;"><b>Με την πρόφαση
πως η παπαδιά ξέρει καλό νοικοκυριό, τη
φώναζαν στο αρχοντικό να βοηθάει τα
κορίτσια στην κουζίνα, να επιβλέπει την
καθαριότητα στο σπίτι, να γυαλίζει τα
ασημικά, που κουβάλαγε ο Τσαούσης από
την Φραγκιά και να σερβίρει τους
παλικαράδες που κουβάλαγε στο κονάκι να γλεντοκοπάνε τις νύχτες.</b></span></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="font-size: medium;"><span lang="el-GR" style="background-color: white; font-family: times;"><b><br />Κεφάλι δε σήκωνε η παπαδιά, δε ήθελε να γίνει θέμα και
να βάλει τον παπά σε περιπέτειες, μα
καταλάβαινε την εμμονή που είχε μαζί
της ο Τσαούσης, την λιμπίζονταν παράθεμά
τον, αυτόν και τη γενιά του. </b></span></span></span></span></div><div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><span lang="el-GR">Σαν
φούσκωσε και φάνηκε η εγκυμοσύνη της,
την άφησαν ήσυχη στο κονάκι της. Της
έστελναν πεσκέσια απ' το αρχοντικό, πότε
λαρδί, πότε τουρσιά και ψητά κρέατα στη
γάστρα. Μα εκείνη, καμώνονταν πως η
γκαστριά της δε την αφήνει να γευτεί
τίποτα και τα μοίραζε στα παιδιά του
χωριού, απέναντι στην όχθη την ώρα που
πήγαινε να φέρει νερό στο σπίτι. Τα έβαζε
στην κανίστρα* της και σαν έβλεπε τα παιδάκια, τα φώναζε και τα φίλευε</span> <span lang="el-GR">άσπρο
αφράτο ψωμί και τους μεζέδες που τις
έστελναν.</span></b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" lang="el-GR" style="orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br />
<br /></b></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Όσο
καιρό οι αγρότες ήταν στις φυλακές και
περίμεναν τη δίκη, ο παπάς όργωνε τα
χωριά, με πρόφαση να ευλογήσει τα χωράφια, ή
με την πρόφαση πως έχει να τελέσει
μυστήριο.</b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δασκάλευε τους κολίγους, να
οργανωθούν για ξεσηκωμό. Πρέπει να
είμαστε όλοι εκεί, να παρασταθούμε τους
έλεγε. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Αν μας δουν θα πάρουν θάρρος
οι δικοί μας και οι δικαστές να καταλάβουν
ότι εμείς είμαστε οι αδικημένοι. Οι
φτωχολογιά δουλεύει, μα πεινάει. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα
παιδιά μας μένουν αγράμματα, οι γυναίκες
μας βιάζονται, ως πότε μωρέ θα περνάμε
τη ζωή μας σαν δούλοι; </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η χώρα μας είναι
πια λεύτερη, οι Τούρκοι έφυγαν.</b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τους
μάζωνε απόμερα κάτω από τα πλατάνια και
τους ορμήνευε σαν δασκαλοπαίδια, μοίραζε
σε όσους ξέραν πέντε γράμματα το ψήφισμα
που θα έστελναν στην κυβέρνηση και τους
ενθάρρυνε φέρνοντας νέα από τη Λάρισα
και τον ξεσηκωμό. </b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Τσαούσης τον είχε στο μάτι και τον
παρακολουθούσε από καιρό, ο ένας μισούσε
τον άλλο θανάσιμα. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Λίγες μέρες μετά την
γέννηση του γιου του, ο παπάς τράβηξε
για τη Λάρισα, φορτωμένα τα δισάκια του, ζερβά- δεξιά στο άλογο με τρόφιμα για
τους αγωνιστές. Στον κόρφο κατάστηθα
το ψήφισμα γραμμένο από τα χέρια της
Μαρουσιάννας. </b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Είχε καλό προαίσθημα ο δόλιος, κάλπαζε λεβέντικα και σιγοτραγούδαγε</b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="font-family: times; font-size: medium;"><table align="center" border="0" cellpadding="0" cellspacing="0" style="orphans: 2; text-align: justify; width: 80%px;"><tbody><tr><td valign="bottom"><p style="background-color: white; margin: 0px;"><span><b>Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες<br />ολονυχτίς <a class="tooltip" href="http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexA5_1.html#" title="κουρσεύω: |λεηλατώ">κουρσεύανε</a> και τες αυγές κοιμόνται,<br />κοιμόνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.<br />Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,</b></span></p></td></tr></tbody></table></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> </b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τραβούσε
ίσα για τη Λάρισα, εκεί θα δίκαζαν τους
αγρότες που ξεσηκώθηκαν και ήθελε να
είναι εκεί να ξέρει από πρώτο χέρι τι
τους περιμένει και να μπορέσει να τους
παρασταθεί.</b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
δίκη έγινε και εξήντα νοματαίοι κρίθηκαν
ένοχοι για το θάνατο των χωροφυλάκων
και για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα
τρένα.</b></span></span></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div align="LEFT" style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Απογοητευμένος
ο παπάς, κατά το απόγευμα , πήρε το
δρόμο της επιστροφής.</b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
μέρα, την εποχή αυτή είναι μεγάλη.
Υπολόγιζε, σε τέσσερις ώρες το πολύ, να
είναι στα Τρίκαλα πριν τον βρει η νύχτα.
Το άλογο έδειχνε κουρασμένο και δεν το
ζόριζε, σαν έφτασε στο Ζάρκο, (χωριό στα
σύνορα των Τρικάλων και Λάρισας) άκουσε
καλπασμούς ξοπίσω του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πέντε
άντρες καβάλα σε άλογα, έκαναν φοβερό
θόρυβο καλπάζοντας μανιασμένα προς το
μέρος του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δεν
έδωσε σημασία, πίστεψε πως θα ήταν
χωρικοί της περιοχής, που έβαζαν κόντρες
μεταξύ τους. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>(Μια συνήθεια των νέων
αντρών του κάμπου, που με αυτό τον τρόπο,
εκδήλωναν την επιδεξιότητα στην ιππασία
και τη λεβεντιά τους.)</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Χαμογελαστός
ο παπάς, τους ενθάρρυνε φωνάζοντας, άντε
ορέ λεβέντες, τρεχάτε κι οι κυράδες
περιμένουν με την τάβλα* στρουμέν και
το μαστραπά* γιουμάτο κρασί!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
πρώτη ντουφεκιά, βρήκε το χώμα δυο μέτρα
μπροστά απ' το άλογο του παπά, το άλογο
τρόμαξε και σηκώθηκε στα πίσω πόδια</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
παπάς, έσφιξε τα γκέμια με όλη του τη
δύναμη και ένωσε τα πόδια του
πάνω στα λαγκόνια του ζώου. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μιλώντας
του ήρεμα, θέλησε να το καθησυχάσει,
σους μπρε, μη φοβάσαι, οι άντροις παίζνε, μι
σκιάζεσε κορίτσιμ, του γλυκομίλησε.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
φοράδα ηρέμησε, με αργό καλπασμό πήγε
δυο τρεις απλωσιές. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ένα λεπτό κράτησαν
όλα τούτα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η δεύτερη ντουφεκιά, βρήκε
τον παπά στην αριστερή ωμοπλάτη.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ένιωσε το κάψιμο της σφαίρας, ένα πόνο να του σφάζει το κορμί.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μη με προδώσεις ψιθύρισε στον εαυτό του, γύρισε το άλογο προς τα
πίσω να δει ποιος τον ντουφέκισε! </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Τσαούσης έδειχνε τα δόντια του με ένα
διαβολεμένο χαμόγελο.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
παπάς όπλο δε είχε να ρίξει στον οχτρό
του, μα όρμησε με το άλογο καταπάνω στον
αφέντη του χωριού του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σατανά,
ούρλιαξε, τι σου έκανα όρε και θες να με
ξεκάνεις;</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Αυτό
που θέλω, θα το έχω μόλις σε ξεκάνω. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μου είσαι εμπόδιο όσο είσαι ζωντανός,
του είπε ο Τσαούσης με θράσος. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θέλω την Μαρουσιάννα για κυρά μου!!!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Λύσσαξε
ο παπάς, από πόνο και θυμό μαζί, κόλλησε
το άλογο του δίπλα στο άλογο του Τσαούση, τον άρπαξε απ' τα μαλλιά με όση δύναμη
είχε, τον έριξε κάτω. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης δε
το περίμενε και σωριάστηκε στο χώμα
κουτρουβαλώντας σαν σακί.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα
άλογα χλιμίντριζαν και χτυπούσαν τους
οπλές τους στο χώμα, η σκόνη χώθηκε στα
μάτια του Τσαούση και τον θάμπωσε, ο
παπάς μπρούμητα καταγή,ς δίπλα του, ανάσαινε βαριά απ΄ τον πόνο.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τι είπες ορέ Τουρκόσπορε ; Σήκωσες τα μάτια σου στη παπαδιά;</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δεν έχεις ιερό και όσιο εσύ; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times;"><b><span><span><span style="font-size: medium;">Η σκόνη είχε θαμπώσει τα μάτια του Τσαούση και ο ιδρώτας του έκαιγε τα μάτια.</span></span></span><span style="font-size: medium;"> Όρμησε
στον νεαρό άντρα, να τον χτυπήσει με τα πόδια . </span></b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο νεαρός παπάς, έβραζε από την προσβολή που δέχθηκε. Και πισώπλατα τον χτύπησε και την γυναίκα του ήθελε!! Ποιος νομίζει πως ειναι; σκεφτόταν σφίγγοντας τα δόντια από πόνο.</b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> Το ράσο του, είχε μουσκέψει από το αίμα, ο πόνος τον
τρέλαινε, το στόμα του έτρεμε, ο ιδρώτας
του έσταζε πάνω στη μούρη του Τσαούση.
Θα σε πνίξω Τσαούση, εδώ θα πεθάνουμε
και οι δυο. Την δική μου την κυρά, δε θα
τη χαρείς ποτέ, το ακούς; Ποτέ!!</b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το
στόμα του παπά έβγαζε αφρούς, αλλά τα
δάχτυλα του είχαν ακόμη δύναμη και
έσφιγγαν το λαιμό του Τσαούση, τον
πάταγε με το γόνατο στην κοιλιά με μανία.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θα
σε λιώσω ρε Τουρκόσπορο σκουλήκι, τόλμησες
να κοιτάξεις την παπαδιά; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Τσαούσης δε μπορούσε να μιλήσει, ήταν
αδύνατον να ανασάνει έτσι όπως τον είχε
πιάσει, έκαιγε το λαρύγγι του και είχε
κατουρηθεί από το βάρος του παπά πάνω
στην κοιλιά του. Ο Κίτσιος Φότσιος (τσιράκι του
Τσαούση ) βλέποντας πως ο παπάς δε έχει
σκοπό να αφήσει τον Τσαούση, πυροβόλησε
ξανά, ο παππάς ένιωσε πως άδειαζε το
κεφάλι του, ο πόνος από τη σφαίρα που
του τρύπησε το δεξί μπράτσο τον έκανε
να πέσει μπρούμυτα πάνω στον Τσαούση,
τα λογικά και οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Τσαούσης ήταν ένα χαμένο κορμί, οι
παλικαράδες του καθάριζαν για πάρτι
του πάντα, ρίξτε ρε μπαστάρδια φώναξε
στα τσιράκια του μόλις ένοιωσε ότι ο
παπάς λιποθύμησε απάνω του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σήκωσε
ο Κίτσιος Φότσιος το δίκαννο και πέτυχε
τον παπά στο κεφάλι!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το
κεφάλι του παπά Αναστάση έγινε χίλια
κομμάτια. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης, βάφτηκε με το
αίμα που σκόρπισε η ντουφεκιά, ο παπάς
είχε μείνει ακέφαλος και ασάλευτος
απάνω του. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έμεινε ανάσκελα και ανάσαινε
βαθιά μέχρι που ήρθε ο Κίτσιος και τον
σήκωσε απ' το χώμα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Άφησαν
το κουφάρι του παπά εκεί, μέσα στη σκόνη
του χωματόδρομου, ακέφαλο και γυμνό.
Κανείς δε ήταν στο κάμπο τέτοια ώρα για
να τους δει, του πήραν ότι παράδες* είχε,
τη βέρα του, αδειάσανε τα δισάκια με τα
δώρα της Μαρουσιάννας, όλα όσα πρόδιδαν
πως ήταν παπάς και πήραν το δρόμο για
τα Τρίκαλα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Όταν
έφτασαν έξω από την πόλη ήταν νύχτα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Καμιά
τρακοσάρια μέτρα ποιο πάνω απ' το
Κουρσούμ*Τζαμί, ο Ληθαίος*, το υδάτινο
φίδι των Τρικάλων, κυλούσε σχίζοντας
τα Τρίκαλα στα δυο, με τα γάργαρα καθαρά
νερά του.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το Μάη τα νερά ήταν αρκετά
χαμηλά και δροσερά και οι όχθες γεμάτες
με ψηλά πλατάνια, κουτσοπιές και
αγριοκαστανιές.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης βούτηξε ως το λαιμό, να ξεπλύνει το αίμα,
έτριβε το δέρμα του με μανία και αηδία. </b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το νερό κυλούσε γοργά και έπαιρνε μαζί
του το αίμα του παπά. </b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μάρτυρας στο ξέπλυμα του φονικού, το φεγγάρι που καθρεφτίζονταν στα νερά του Ληθαίου.</b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Βγήκε
ολόγυμνος στην όχθη, έπεσε ανάσκελα
πάνω στο χορτάρι και φώναξε τον Κίτσιο.
Τράβα στο χωριό και φέρε μου μια αλλαξιά
καθαρά ρούχα και τον αραμπά πριν
ξημερώσει.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έφυγε
ο Κίτσιος και εκείνος ξάπλωσε να
κοιμηθεί, χωρίς να έχει τύψεις.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ήθελε
να ξημερώσει και να ξεκινήσει τη ζωή
του απ' την αρχή, μια ζωή δίπλα στην ξανθιά
γυναίκα που παπά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
φόνος δε τον απασχολούσε, τα όνειρα του
ήταν γεμάτα από εκείνη!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> <span><span>Στα
νότια της πόλης των Τρικάλων το
Κουρσούμ Τζαμί</span></span></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> <a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXbracFAzuEjtPSxbRPNOJCGluyYbGbFFIT4Nxghp2w4lFpt3a7IQCNKxGMoiIsdB1EZlT8RNOTj3Y4UzXNzgAEKrZUhiL7mEdxj2vmXxmQU-JhY5YFjZNgrQ-zTqfN-R1OE7QUgvRN0AS/s1600/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CF%81%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BC+%CE%A4%CE%B6%CE%B1%CE%BC%CE%B9+%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1.jpg"><img align="BOTTOM" border="0" height="216" name="Grafik1" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXbracFAzuEjtPSxbRPNOJCGluyYbGbFFIT4Nxghp2w4lFpt3a7IQCNKxGMoiIsdB1EZlT8RNOTj3Y4UzXNzgAEKrZUhiL7mEdxj2vmXxmQU-JhY5YFjZNgrQ-zTqfN-R1OE7QUgvRN0AS/s1600/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CF%81%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BC+%CE%A4%CE%B6%CE%B1%CE%BC%CE%B9+%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1.jpg" width="320" /></a></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πριν
το χάραμα, αλλαγμένος και καθαρός κίνησε
για την αγορά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το
χάραμα της Πέμπτης το κέντρο των Τρικάλων
γέμισε με πραματευτάδες. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι Οβριοί, *
άνοιγαν τα μαγαζιά πριν σηκωθεί ο ήλιος
μια οργιά. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα κάρα, πηγαινοέρχονταν στην
πόλη φορτωμένα με κάθε λογής πραμάτειες,
από μαλλί προβάτων και τυριά μέσα σε
βαρέλια, μέχρι γκλίτσες από ξύλο οξιάς
για τους βοσκούς. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα μαγαζιά που γυάλιζαν
τα μπακίρια, άναβαν τη φωτιά να
πυρώσουν το κασσίτερο και το σφυρί
χτυπούσε ρυθμικά τα μπακιρένια ταψιά,
που κεντούσαν για την προίκα τους οι
κόρες. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι καλοί μάστορες, έφτιαχναν
σχέδια περίτεχνα, με κλάρες και λουλούδια
πάνω στο μπακίρι, έργα τέχνης ήταν κάθε
κατσαρόλι και κάθε ταψί. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα μαγέρικα
που έφτιαχναν πατσά, δε χρειαζόταν να
ρωτήσεις που είναι, το σκόρδο και το
χτύπημα του μαχαιριού και της τσιμπίδας
σε έφερνε στην πόρτα τους. Άνθρωποι και
ζώα όλοι στον ίδιο δρόμο, κάρα με άλογα
και μουλάρια, χαμάληδες με τα φορτία
στην πλάτη, γερμένοι εμπρός, διπλωμένοι
στα δυο από το βάρος, σχεδόν έτρεχαν να
πάνε στον προορισμό του το φορτίο.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Παιδιά
δέκα ως δώδεκα χρονών, κουβαλούσαν τις
πλάκες με τον πάγο για την κρεαταγορά
και τα μαγέρικα, μέσα σε ξύλινα καρότσια,
που έσταζαν νερά και αυτά ξυπόλητα με
μπαλωμένα πανταλόνια και δεμένο στη
μέση για ζωνάρι ένα κουρέλι ή ένα σχοινί.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Στα
Τρίκαλα εκείνη την εποχή, οι Εβραίοι
είχαν τα καλύτερα μαγαζιά. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Είχε γεμίσει
ο τόπος από δαύτους, στα Γιάννενα, στην
΄Αρτα και στα Τρίκαλα, αμέσως μετά την
επανάσταση στο Μοριά. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τότε, ο Κολοκοτρώνης,
τους ξέκανε με το σπαθί του, επειδή
έπαιρναν το μέρος των Τούρκων και δεν
υποστήριζαν την επανάσταση. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έτσι πήραν
το δρόμο προς το βορρά και έφτιαξαν εκεί
καταντιά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα
Τρίκαλα είχαν μεγάλη εβραϊκή κοινότητα
από πολύ παλιά, είχαν βρει καταφύγιο
στην πόλη της Θεσσαλίας. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Είχαν τρεις
συναγωγές, την Ελληνική, την Σεφαραδίμ
με Εβραίους που προερχόταν από την
Ιβηρική χερσόνησο και την Βαλόνα της
Πορτογαλίας, και των Ασκεναζίμ που
προέρχονταν από τη βόρεια Ευρώπη. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ήταν
ξακουστοί τεχνίτες, έμποροι και τραπεζίτες.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ένας
από δαύτους ήταν και ο Ααρών Μωσέ. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Ααρών, είχε τα καλύτερα αρώματα στην
πόλη και στη Θεσσαλία ολάκερη.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μπήκε
στο μαγαζί με τα αρώματα ο Τσαούσης,
πήρε δυο μικρά μπουκάλια από σκαλιστό
γυαλί στη χούφτα του και τα ζύγιασε.
Είπε στον Οβριό να τα γιομίσει με δυο
διαφορετικά αρώματα.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα καλύτερα σου
όρε, μην με γελάσεις, του είπε κοιτώντας
τον άγρια. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Οβριός το κοίταξε
θιγμένος, αφέντη μ, όλα μου τα αρώματα
είναι διαλεχτά, μα τα ακριβότερα θα σου
δώκω για την κυρά σου.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> <span><span>Πήγε
σε μια μεγάλη γυάλα, άνοιξε την μικροσκοπική
κάνουλα και άφησε το άρωμα να χυθεί μέσα
στο μπουκαλάκι. </span></span></b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Επανάλαβε το ίδιο στη
διπλανή γυάλα, ύστερα έβγαλε δυο ξύλινα
κουτιά και έβαλε μέσα τα μικρά πολύτιμα
αρώματα. Τα τύλιξε προσεχτικά και τα
έδωσε στο χέρι του Τσαούση. Με το δεξί
ο Τσαούσης έβγαλε μια χρυσή και την
άφηκε στον πάγκο. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Ο Ααρών την άρπαξε και
του έκανε μετάνοιες, μέχρι που βγήκε
στο κατώφλι του μαγαζιού ο Τσαούσης,
αυτός υποκλινόταν.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
έμποροι υφασμάτων, ήταν στη ίδια
στράτα δεξιά, τα περισσότερα μαγαζιά
είχαν παραθύρι για να βλέπουν οι
κυράδες τα υφάσματα που είχαν στα ράφια.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Ζαδίκ Ελαζάρ, είχε το καλύτερο μαγαζί
του δρόμου με βιτρίνα!! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δυο μέτρα παραθύρι
από πάνω ως κάτω και τα υφάσματα τα είχε
αραδιασμένα μέσα σε κάδρα! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κάθε κάδρο
και ένα ύφασμα, μικρά, μικρά καδράκια
που είχαν σχεδιασμένα μικροσκοπικά
φορέματα, άλλα κάδρα είχαν στη μέση
τριαντάφυλλα καμωμένα από μουσελίνα. Σεντούκια ανοιχτά και ξέχειλα με άσπρες δαντέλες, καμπότο και λινά για πουκάμισα. Σιρίτια σε όλα
τα χρώματα, κορδέλες κρέμονταν από το
νταβάνι σαν σερπαντίνες και θρόιζαν,
όταν άνοιγε η πόρτα του μαγαζιού για να
διαβεί πελάτης. Τα ράφια του είχαν τα
καλύτερα τόπια, φερμένα απ' το Παρίσι
και την Ιταλία. Κουμπιά κάθε λογής για
τα φουστάνια, γάντια και ομπρελίνα για
τις κυράδες. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Ζαδίκ είχε έρθει απ' τα Γιάννενα πριν
δέκα χρόνια, γυρνούσε στα χωριά με το
κάρο φορτωμένο με την πραμάτεια του. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μια μέρα, στη συνοικία των Εβραίων στα
Τρίκαλα, βγήκε η Σιχμά να ψωνίσει
δαντέλες, κόρη του Λεβή Αρώνη η Σιχμά,
όμορφη και σεμνή κοπέλα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Ο
Ζαδίκ τρελάθηκε από τα γαλάζια μάτια
της, της έπιασε κουβέντα και περνούσε
η ώρα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Ούλες οι κυράδες έφυγαν, αυτή εκεί,
στέκονταν στη μέση του δρόμου, ώσπου
βγήκε νευριασμένη η Μερκάδα η μάνα της,
μοδίστρα από της καλύτερες στη Θεσσαλία!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Παλάβωσες
μαρί Σιχμά; τι κάνεις τόση ώρα έξω με
τον πραματευτή;</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κυρά,
τη θέλω, θα την πάρω, της είπε ο Ζαδίκ!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έτσι
την πήρε, με μια ματιά και τώρα έμενε
στα Τρίκαλα δέκα ολάκερα χρόνια. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Με την
προίκα της Σιχμά, άνοιξε το καλύτερο
μαγαζί και τα χεράκια της Σιχμά και της
Μερκάδα, μέρα νύχτα έραβαν ότι τους
έφερνε ο Ζαδίκ από τη Φραγκιά. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μέχρι
εκεί έφτανε ο Εβραίος, για να βρει
τα καλύτερα φιγουρίνια και τις ομορφότερες
δαντέλες, γούνες απ' τη Ρωσία, για να
στολίσουν τους γιακάδες στα κοντογούνια
των κυράδων. Και όσο οι κυρές ράβονταν,
τόσο μεγάλωνε το πουγκί του Ζαδίκ.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Στο
μαγαζί του Ζαδίκ μπήκε ο Τσαούσης σαν
ρώτησε και έμαθε ότι ήταν το καλύτερο, μπήκε
χωρίς να καλημερίσει, είπε όσα ήθελε με
κοφτές κουβέντες.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θέλω βελούδα, θαλασσιά
και κόκκινα, τέσσερις οργιές άσπρο για
πουκάμισα και να κεντήσετε τις
τραχηλιές*. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Να μου κεντήσετε μεταξωτές
ποδιές και να μου κάνετε δυο κοντογούνια,
κεντημένα με χρυσοκλωστή και πόρπες
Γιαννιώτικες.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δείχνοντας
την Σιχμά είπε, σαν της κυράς είναι τα
μέτρα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα θέλω σε ένα μήνα έτοιμα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δόσμε
ότι έχεις τώρα ραμμένο και σαν έρθει ο
καιρός, θα έρθω να πάρω και τα άλλα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα
καλύτερα του έβγαλαν οι γυναίκες, η
Σιχμά έκανε χρέη μοντέλου για να δει ο
Τσαούσης όλη την ομορφάδα των ρούχων
πάνω σε κορμί γυναίκας! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έβγαλε ένα πουγκί
με χρυσές και το ακούμπησε στο πάγκο,
μέτρα και πες μου αν φτάνουν είπε ο
Τσαούσης στον Ζαδίκ. Δεν μετράω αφέντη,
σε εμπιστεύομαι, πάρε ότι θες και την
άλλη βολά* έρχεσαι και με δίνεις τη
διαφορά. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ήξερε ο Ζαδίκ ότι άντρας με
σεβντά ξοδεύει αβέρτα και πως θα ματάρθει
ο άντρας τούτος να πάρει και άλλα. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Όση
ώρα του έδειχνε η Μερκάδα και η Σιχμά
τα ρούχα, αυτός έκλεινε τα μάτια για
δευτερόλεπτα και τα φαντάζονταν στο
κορμί της καλής του! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τέτοια δε ξέφευγαν
από το μάτι του Εβραίου έμπορα και το
πουγκί το είχε σηκώσει με τα δυο δάχτυλα,
ζύγιασε τις χρυσές με το μυαλό, χαμένος
δε βγήκε.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>-Σε
ένα μηνά θα είναι όλα έτοιμα αφέντη μ.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η Σιχμά
και η πεθερούλα μου, θα κάνουν τα
χέρια μηχανές για να σε ευχαριστήσουν !</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Του
τύλιξαν με χαρτί τα ρούχα, έσυραν ένα
χάρτινο μπαούλο φερμένο απ' την Φραγκιά
και το γέμισαν με τα μετάξια και τα
βελούδα που είχε αγοράσει. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σαν μπομπονιέρα
το στόλισαν, με κορδέλες και τριανταφυλλή
μουσελίνα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης του έδειξε έξω το
κάρο, βάλτε τα στο κάρο και να έχεις το
νου σου μέχρι να τελειώσω τις δουλειές
μου, μην έρθει κανείς να κλέψει
τίποτες.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τράβηξε
τον δρόμο για τη στοά με τα χρυσοχοΐα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Γιαννιώτη
έψαχνε, που ήξερε την τέχνη του χρυσού,
να φτιάχνει γιορντάνια για τις κυράδες.
Αυτό του έλειπε τώρα, γιορντάνια για
την ομορφάδα της. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Να τα δει με τα πράσινα
ματάκια της και να αστράψει περισσότερο
από ομορφιά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πήγε
τούτη τη φορά σε Έλληνα, χριστιανό. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
Γιαννιώτες, είναι ξακουστοί για το
σκάλισμα στο ασήμι και το χρυσό, ήθελε
να πάρει ένα ζωνάρι με ασημένιες πόρπες,
σκαλισμένες για τη μέση της, ένα δαχτυλίδι
με κόκκινη ρουμπινένια πέτρα και δυο
σειρές φλουριά από χρυσό. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έβγαλε τα
καλύτερα ζωνάρια ο τεχνίτης και τα
παίνευε. Τούτο είναι πιστή αντιγραφή,
ίδιο με το ζωνάρι της κυρά Βασιλικής
του Αλί Πασά αφέντη μ. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κάνει τη μέση
δαχτυλίδι, είναι φτιαγμένο με πέτρα της Αιγύπτου. Λάπις- Λάζουλι, αυθεντικός
Λαζουρίτης πάνω σε ασήμι!! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έχω και
ταιριαστή καρφίτσα για το μαντίλι και
δαχτυλίδι ίδιο, με σφραγιδόλιθο. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σαν
την Κλεοπάτρα θα λάμπει η κυρά σου αν
τα πάρεις.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Δεν
την ε ξέρω δαύτη , του είπε ο Τσαούσης,
μα σαν το λες εσύ, καλή θα είναι.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πάρε
τα, θα δείτε τα ματάκια της να
λάμπουν από χαρά, οι κυράδες ξεμωραίνονται
με τα στολίδια.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θες
και ρουμπινάτο δαχτυλίδι;</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> Ελα να σου δείξω, να το φοράει στο δεξί με τη βέρα,
αθάνατο πράμα χρυσός με ρουμπίνι σαν
το αίμα κόκκινο! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Όλα τα αγόρασε ο Τσαούσης,
ο έρωτας δε κάνει παζάρια, ήθελε να πάρει
τα καλύτερα για εκείνη.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Του
ζήτησε να τα βάλει στα καλύτερα πουγκιά,
έβγαλε από τον κόρφο του το πουγκί με
τις χρυσές και άδειασε στον πάγκο τις
λίρες. Ο Γιαννιώτης τον κοίταξε με
απορία, πολλά είναι αφέντη μ! Μην νοιάζεσαι
μπρε για τους παράδες, μόν φτιάξε από
αύριο δυο βραχιόλια, με τις καλύτερες
πέτρες σου, να βάλεις αυτόν τον διάολο
τον Λαζουρίτη, θέλω να είναι χοντρές οι βέργες, σκαλιστές, όχι τίποτες ψεύτικο. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θα έρθω την άλλη βδομάδα να τα πάρω και
ότι κάνει παραπάνω πες μου να στο δώκω.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> -<span><span>Μην
γνοιάζεσαι αφέντη μ και θα σου κάμω με
χρυσό, δυο βέργες, που άλλη δε θα φοράει
σε όλο το ντουνιά!</span></span></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b><br /></b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Πήρε
τα γιορντάνια και έφυγε στητός όλο
καμάρι. Ανέβηκε στον αραμπά του και
κίνησε κατά το γιόμα για το αρχοντικό. Ο
ήλιος έκαιγε για τα καλά και στο λιβάδι
έξω απ' το χωριό είχαν βγει οι παπαρούνες. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Τα πλατάνια της Σαλαμπριάς τραγούδαγαν
με το άγγιγμα του ανέμου. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Ο ουρανός
γαλάζιος, καθαρός, ενώνονταν με το φόντο
των Μετεώρων, που στέκονται περήφανα
κοιτώντας τα σύννεφα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Τα χωράφια όλα
σπαρμένα καταπράσινα, τα στάρια είχαν
δέσει, τα καλαμπόκια είχαν ανεβεί μιά οργιά και έκρυβαν τις καλύβες και τα
πλίθινα σπιτάκια των κολίγων, μόνο το
καμπαναριό του Άι Γιώργη φαινόταν και
το αρχοντικό. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Κάτασπρο, με τα πράσινα
παραθυρόφυλλα και το μπαλκόνι του
λουσμένο στον ήλιο, τυλιγμένο με τον
πράσινο κισσό για στολίδι. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="font-size: medium;"><span><span style="background-color: white; font-family: times;"><b>Όταν τα
μάτια θωρούν τόσο κάλλος ξεχνάς μέχρι
και φονικό, ψιθύρισε ο Τσαούσης, θα τον
ξεχάσω και εγώ και εκείνη!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Όταν
έφτασε στο χωρίο, ήταν αργά απομεσήμερο,
οι κολίγοι εκείνοι την ώρα ξεκουράζονται
για λίγο στα κονάκια τους προτού να
βγουν να βοσκήσουν τα ζώα και να πιαστούν
με το βραδινό άρμεγμα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το χωριό ήταν
ήσυχο μες το Μαγιάτικο λιοπύρι, κανείς
δε μπορούσε να δει τον αραμπά του Τσαούση
που ήταν τίγκα, φορτωμένο με πακέτα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Φτωχά
ανθρωπάκια ήσαν όλοι και έννοια δε
έκαναν που είχε πάει ο Τσαούσης και τι
έκαμε στα ταξίδια του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Γυναίκα
και συγγενείς δε είχε στο χωρίο, μαγκούφης
ήρθε, μαγκούφης είχε μείνει ως τώρα
που έπιανε τα σαράντα. Αν και ήταν
ομορφάντρας, ψηλός και λιγνός με σταρένιο
δέρμα και μαύρα μαλλιά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κατέβηκε
από το κάρο ξεφόρτωσε μονάχος τα πακέτα
και τα πήγε στον οντά του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι
γυναίκες του σπιτιού είχαν γείρει λίγο
να ξαποστάσουν, δεν είχαν ακούσει
τον γυρισμό του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πήγε
και χτύπησε την πόρτα της οικονόμου,
Κωστάντο, ετοίμασε το λουτρό.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το
λουτρό ήταν ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι,
χαμηλό με μια τρύπα σαν αυτές που έχουν
και τα βαρέλια του κρασιού για να γεμίζεις
το μαστραπά, από αυτή την τρύπα άδειαζε
το νερό όταν τελείωνε με το μπάνιο του.
Αυτό έλεγε λουτρό ο Τσαούσης, το είχαν
μες το πλυσταριό, δίπλα στο καζάνι και
στη σκάφη που η Κωστάντο έτριβε τα
ασπρόρουχα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πίσω από το μαγέρικο, είχε
χτίσει ο ίδιος, ένα μεγάλο πλυσταριό
όταν κληρονόμησε το τσιφλίκι, νεωτερισμοί
της πρωτεύουσας. Τα ρούχα του, τα ήθελε
πλυμένα στο σπίτι με καθαρό βρασμένο
νερό. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Στο ποτάμι άφηνε την Κωστάντο,
να πάει μόνο το καλοκαίρι για να πλύνει
τις βελέντζες και τα χράμια, που ήθελαν
πολύ νερό και κοπάνισμα στην πέτρα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
Κωστάντο, έβαλε νερό στο καζάνι και σαν
έβρασε, φώναξε τα κορίτσια της να την
βοηθήσουν να ρίξει το νερό στο βαρέλι.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έσυρε
τα βήματά της μέχρι το χαγιάτι και μήνυσε
του αφέντη της να πλυθεί.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τιμάσκι*
του λουτρό αφέντ, είπε η Κωστάντο και
έφυγε, να βάλει το σαπούνι και τα προσόψια
εκεί στο σκαμνί που ακούμπαγε ο Τσαούσης
την πίπα του, σαν χώνονταν μες το ξύλινο
βαρέλι, μούλιαζε και ραχάτευε σαν πασάς
με τις ώρες.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>-Κωστάντο,
μέχρι να τελειώσω με το μπάνιο μου,
ετοιμάστε το δωμάτιο μου. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κάντε το να
λάμπει και στείλε την θυγατέρα σου, να
πει της παπαδιάς, ότι θα πάω στο κονάκι
της.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Την
Μαρουσιάννα λέω, διευκρίνισε λες και
είχαν και άλλη παπαδιά σε ακτίνα πενήντα
χιλιομέτρων!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
Κωστάντο έφυγε μουρμουρίζοντας κατάρες,
γιατί ήξερε από καιρό το πάθος του
Τσαούση για τη Μαρουσιάννα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τολμούσε ο
αχαΐρευτος να σηκώσει τα μάτια στην
παντρεμένη γυναικούλα. Κάθε φορά που
έρχονταν η κοπέλα στο αρχοντικό, για τα
καπρίτσια του άρχοντα, έρχονταν μαραμένη
και έκανε τα αδύνατα δυνατά να μην μένει
μόνη μαζί του. Δικαίωμα η παπαδιά δε
έδινε, μα αυτός ήταν του διαόλου σπέρμα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
μεσόκοπη οικονόμος του Τσαούση, αγαπούσε
τη Μαρουσιάννα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έβλεπε τον καλό χαρακτήρα
της παπαδιάς, την λυπόταν που είχε έρθει
στον κάμπο μακριά από το χωρίο της και
την φαμελιά της. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Νύφη, σε ένα σπίτι χωρίς
πεθερικά και συγγενείς. Ο παπάς καλός,
χρυσός, μα ο βλογημένος, όλη μέρα μονάχη
την άφηνε στο κονάκι, να καθαρίζει, να
μαγειρεύει, να κάμει πρόσφορα και κόλλυβα
και σαν τελείωνε με αυτά, έπρεπε να
τρέχει στον κάμπο να βοηθάει τα παιδιά
των χωριανών στο σκάψιμο για να έχει
και εκείνη βοήθεια μετά από τους χωριανούς
στο δικό τους κομμάτι γης. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Βέβαια δυο
χεριά είχε και ο παπάς. 'Ισα που προλαβαίνει
να ζευγαρίσει το χωράφι με τα βόδια και
να το σπείρει. Μα το χωράφι, θέλει χέρια
όλη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι για
να δώσει καρπό. Όλα τα βάρη στη Μαρουσιάννα
έπεσαν, τα άλογα, τα βόδια τα τέσσερα
κατσίκια τους, ο μπαξές στο πίσω μέρος
από το κονάκι τους.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι δουλειές του
σπιτιού και το χρέος της στον Τσαούση
να τον υπηρετεί σάμπως και του το
χρωστούσε!</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Άμαθη
ήταν η κοπέλα στη τόση δουλειά, ο κάμπος
δε της ταίριαζε, αυτή ήταν παιδί του
βουνού, πρόβατα φύλαγε στο πατρικό της
και το χειμώνα ύφαινε στον αργαλειό την
προίκα της και σκουτιά για να έχει η
φαμελιά ζεστά ρούχα, στο βουνό το κρύο
περονιάζει στον Κόζιακα μέχρι το κόκκαλο
το χειμώνα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θυμήθηκε
η Κωστάντο τον καιρό που ήρθε νύφη η
κοπέλα στο χωριό και την ιστορία του
ζευγαριού, που της είχε πει ο παππούς
του ζευγαριού.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δυνατή
και καλοστεκούμενη, την είχε δει ο παπάς,
πριν δυο χρόνια τη Μαρουσιάννα, όταν
πήγε να λειτουργήσει στο χωριό της, με
τον παππού του, σε ένα πανηγύρι στα βουνά
της Πίνδου. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ορφανό ήταν από τα μικράτα
του, ο παπά Αναστάσης, μάνα δεν τον
αγκάλιασε ποτέ, γυναικείο χάδι δε πήρε
ως τότε. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Είδε τη Μαρουσιάννα να χορεύει
και τρελάθηκε. Τα θηλυκά του κάμπου ήσαν
αλλιώτικα, με το βλέμμα χαμηλά, έσερναν
αργά το χορό, είχαν σκούρο δέρμα και
αδύνατες σαν καλαμιές, από την κακουχία
και τη σκληρή εργασία στον κάμπο.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τούτη
η τσιούπρα είχε τα μάγουλα κόκκινα απ'
τον βουνίσιο αέρα, ήταν καλοφτιαγμένη
και άσπρη σαν το γάλα. Οι βουνίσιοι τρώνε
καλά, έχουν γάλα και τυριά, έχουν κρέατα
και χόρτα του βουνού. Η κοπέλα φαινόταν
γερή και είχε πρόσωπο φεγγάρι, μάτια
σαν λίμνες πράσινα και κοτσίδες σαν τον
ήλιο, χρυσές, τυλιγμένες στο κεφάλι
της. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
Αναστάσης, ήταν ψηλός, λυγερόκορμος,
ηλιοκαμένος και είχε ένα γλυκό χαμόγελο,
σχεδόν αθώο, όταν συναντήθηκαν τα μάτια
τους, έμειναν κοκαλωμένοι, ο ένας να
κοιτάει τον άλλον. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ακόμη
ράσο δε είχε ο Αναστάσης, μα όπου πήγαινε
ο παππούς του, να λειτουργήσει, τον είχε
ψάλτη και παπαδοπαίδι, ο γέρος τον
μεγάλωσε, σαν πέθαναν τα γονικά του από
χολέρα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σε
κείνο το πανηγύρι, είδε την Μαρουσιάννα και πήγε ευθύς πήγε να τη γυρέψει απ' τα γονικά
της. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σε μια βδομάδα γύρισαν στεφανωμένοι
στον κάμπο. Αυτή καβάλα στο άλογο και ο
Αναστάσης πεζός, στα εικοσιπέντε του,
παντρεμένος με μια ελαφίνα του βουνού.
Πάνω στο κάρο με την προίκα της
Μαρουσιάννας, μπήκαν σαν νικητές
στο χωριό τους, με τρόπαια την προίκα
της νύφης!! Φώτισε ο τόπος όλος με το
χαμόγελο της νύφης, έφερε ευτυχία στο
σπίτι του γέρου παπά. Είδαν στοργή και
πάστρα από χέρι γυναίκας, οι δυο άντρες.
Μοσχοβόλησε το σπίτι απ' τα γλυκά και
τις πίτες της και η αυλή τους γέμισε
μυρωδικά και λουλούδια.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μέχρι
τότε, η Κωστάντο (η οικονόμος του
Τσαούση) έφερνε φαΐ από το αρχοντικό
στον γέρο παππά και σαν είχε λίγο χρόνο,
πήγαινε να τους φροντίζει όταν έλειπε
ο Τσαούσης απ' το χωριό. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
οικονόμος, συνέχισε να κάνει τις δουλειές
της, φέρνοντας στο μυαλό το παρελθόν,
τον καιρό που ήρθε και εκείνη στο χωριό.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τους
είχε μαζέψει ο Τσαούσης στο αρχοντικό,
τα παιδιά της και εκείνη επειδή η
Κωστάντου είχε χηρέψει.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
άντρας της ήταν λεβεντόπαιδο,
μηχανικός στο εργοστάσιο των αδελφών
Αγαθοκλή, νεόκτιστο τότε στην πόλη των
Τρικάλων, εκεί δούλευε και εκεί μέσα
άφησε την τελευταία του πνοή.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ένα
χρόνο μετά, ήρθε στα Τρίκαλα ο Τσαούσης,
κληρονόμησε το Τσιφλίκι της Τσιάρας
και έψαχνε μια γυναίκα που να ξέρει από
νοικοκυριό, δεν ήθελε καμιά από την
Τσίαρα.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Του είπαν για τη χήρα του μηχανικού
και πήγε να τη βρει. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η Κωστάντου τότε
καθάριζε και ξενόπλενε στα αρχοντόσπιτα
των Τρικάλων για να αναστήσει τα
κοριτσάκια της. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σαν της είπε ότι θα
στέλνει τα κορίτσια σχολείο και θα τα
προικίσει, πως θα έχουν φαΐ και ρούχα
και θα μεγαλώσουν στο κονάκι σαν ψυχοκόρες
του, αντίρρηση δε έφερε η γυναίκα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μάζεψε
τα σέα* της και πήγε στο κονάκι του
αχαΐρευτου, στα τέλη του 1885. Άλλη γυναίκα
δε πήγαινε στο αρχοντικό για να δουλέψει,
όσες γυναίκες από το χωριό ερχόταν στο
αρχοντικό έκαναν τις δουλειές της ρούγας
και του λαχανόκηπου. Έφαγε ψωμί και
μεγάλωσε τα κορίτσια χωρίς να δυστυχήσει. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ότι περίσσευε στο αρχοντικό, το πήγαινε
στον γερο -παπά, να φαΐ και ο εγγονός του
να πιαστεί. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης έλειπε πολύ συχνά,
είχε και άλλο κονάκι στη Λάρισα και σαν
έλειπε, κουμάντο δεν της έκανε κανείς
μες το σπίτι. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η Κωστάντου παράπονο δεν
είχε απ' τον αφέντη, η αλήθεια να λέγετε,
αλλά κοψομεσιάστηκε τόσα χρόνια να τον
υπηρετεί. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης ήρθε στο χωρίο, όταν
ήταν γύρω στα εικοσιπέντε και τώρα
σαραντάριζε. Κυρά στο σπίτι δε είχε
φέρει ο ανεπρόκοπος, με τις πουτάνες
στα Τρίκαλα γλεντοκόπαγε. Κάθε βδομάδα,
πήγαινε στην πόλη και όταν κατέβαινε
στην πρωτεύουσα για δουλειές, ξεχνούσε
να έρθει και εκεί με τίποτα παστρικές
απαυτώνονταν, ήταν σίγουρη η Κωστάντο.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Είχε
βάλει όρο στην Κωστάντου, τα κορίτσια
θα τα παντρέψει αυτός όταν βρει γαμπρό,
σιγά μην έβρισκε.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δούλες τις ήθελε, σαν
γεράσει εκείνη να τον πλένουν, να
μαγειρεύουν και να τον σιδερώνουν. Και
αυτές όμως δεν τρελαίνονταν για γάμο,
τις βόλευε που ζούσαν στο αρχοντικό και
είχαν να νοιάζονται τις δουλειές του
σπιτιού μονάχα. Άλλα κορίτσια, δούλευαν
μέρα νύχτα στην δική τους ηλικία και
σαν παντρεύονταν δε καλυτέρευε η ζωή,
μεγάλωναν τα βάσανά του. Τα έβλεπαν οι
κόρες της Κωστάντους και περίμεναν την
απόφαση του Τσαούση στωικά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Εκείνες
είχαν πάει σχολείο, τους επέτρεπε να
διαβάζουν τα βιβλία στη μεγάλη βιβλιοθήκη
του αρχοντικού, είχαν μάθει να κεντάνε
και να πλέκουν, ήξεραν αργαλειό και
είχαν γίνει άριστες νοικοκυρές με την
βοήθεια της μητέρας τους.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Όταν
ο Τσαούσης έφευγε ταξίδια, επιτρεπόταν
να κάνουν παρέα με άλλες κοπέλες στο
χωριό, μα σαν γύριζε ο άρχοντας δε
ξεμύτιζαν από τον αυλόγυρο του αρχοντικού
ποτέ. Όταν έγιναν δώδεκα και δεκατρία,
της έκοψε από το σχολείο, είδε τα βυζάκια
τους να φουσκώνουν δειλά δειλά και
κατάλαβε πως γίνηκαν γυναίκες. Τέρμα
το σχολείο για τις κόρες σου, της είπε
την ώρα που τα δυο κορίτσια έπαιζαν στην
αυλή τρέχοντας και κυνηγώντας της κότες
και τα κουνέλια. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ήταν όμορφες οι νιούτσικες
της Κωστάντους, με σταρένιο δέρμα και
μαύρα μαλλιά η Ανθή, είχε αρχοντική
περπατησιά και κοτσίδες ως τα γόνατα.
Η Μυρτώ είχε τα χρώματα που πατέρα
της γαλανομάτα και ξανθιά, ήταν αντάρτισσα,
περήφανη.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τη
μέρα που γύρισε με δώρα και μπαούλα ο
αφέντης, σαν τους έδωκε εντολή η μάνα
να κάνουν το δωμάτιο του Τσαούση να
λάμπει, έτρεξαν και οι δυο μαζί, έβαλαν
καθαρά καινούρια στρωσίδια, έφεραν νερό
να σφουγγαρίσουν το πάτωμα με τα
ζωγραφιστά πλακάκια (σπάνιο είδος
τότε, όλα τα σπίτια στον κάμπο είχαν
πατημένο χώμα για πάτωμα) μα ο Τσαούσης
έφερε τεχνίτες και έστρωσε το αρχοντικό
με μικρές ζωγραφιστές πλάκες.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έβαλαν
καινούρια κεριά στα κηροπήγια και καθαρό
πετρέλαιο στη λάμπα, άλλαξαν το φιτίλι
της και έπλυναν το λαμπόγυαλο να αστράψει. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η Ανθή έκοψε ανοιξιάτικα λουλούδια απ'
τον μπαξέ και τα έβαλε μέσα σε ένα
μπακιρένιο βάζο.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πήραν
τη σκούπα να φροκαλίσουν* τη σκάλα που
κατέβαινε στο χαγιάτι* του σπιτιού στη
μεγάλη σάλα, αέρισαν τον χώρο και
συγύρισαν τα πάντα απ' την αρχή.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δεν
ξέραν γιατί έπρεπε να κάνουν όλες τις
προετοιμασίες από την αρχή, ενώ όσο
έλειπε στην πόλη ο Τσαούσης είχαν
καθαρίσει όπως συνήθως το σπίτι. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ούτε
φαντάστηκαν ότι ο αφέντης είχε σκοτώσει
άνθρωπο. Μπορεί να μην τον αγαπούσαν,
αλλά τον σέβονταν και ο λόγος του ήταν
προσταγή.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πριν
ακόμη τελειώσουν, εκείνος βγήκε απ' το
πλυσταριό με μια πετσέτα δεμένη στη
μέση και πέρασε να ανεβεί τη σκάλα να
πάει να ντυθεί στην κάμαρά του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ανθή,
είπε στη μεγάλη κοπέλα, μήνυσε στη μάνα
σου να ετοιμάσει τραπέζι για δυο το βράδυ,
με ότι καλύτερο υπάρχει στο σπίτι, θα
έχουμε καλεσμένη την παπαδιά.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έφυγε
χωρίς δεύτερη κουβέντα να πάει να ντυθεί,
τα κορίτσια κοιτάχτηκαν με απορία, την
παπαδιά; Την Μαρουσιάννα; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Απόψε μοναχή της, χωρίς τον παπά και το κούτσκο*; </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Σε
λίγο κατέβηκε πάλι ο αφέντης τους
ντυμένος με φράγκικα ρούχα και χρυσά
μανικετόκουμπα στις μανσέτες, έτσι
ντυνόταν μόνο όταν έφευγε για την Αθήνα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τούτη
τη φορά όμως δε είχε ούτε σεντούκι
έτοιμο, ούτε την άμαξα ζεμένη στα άλογα.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b> Είχε γυρίσει με πακέτα και μπαούλα και
τρίβονταν στο βαρέλι δυο ώρες, όλα τα
περίεργα μαζί σκέφτηκε η Ανθή. Αφού δε
θα έφευγε ταξίδι τι λουτροκοπανίζονταν
τόσες ώρες στο πλυσταριό;</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Καθώς
έφευγε πεζός ο Τσαούσης, άλλο πρωτόγνωρο
τούτο, βγήκε από το μαγειρειό η Κωστάντο. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πότε θα 'ρθείς αφέντ; Δε είπες να ετοιμάσω
φαΐ ;</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Της
αποκρίθηκε ενώ βημάτιζε προς την ρούγα</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>- Μέχρι το βράδυ θα είμαι πίσω Κωστάντο,
μην στρώσεις τραπέζι πριν πέσει ο ήλιος.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τράβηξε
ευθύς στο σπίτι της Μαρουσιάννας,
κάνοντας στο δρόμο σκέψεις τι θα της
πει.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο
παπάς δεν υπήρχε, η Μαρουσιάννα ήταν
μάνα με μωρό είχε ανάγκη από στήριγμα
τώρα, με αυτές τις σκέψεις ήθελε να
εξιλεωθεί και πήρε ύφος πένθιμο πριν
φτάσει στη ρούγα της.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Περπατούσε
στους χωματένιους δρόμους του χωριού
και σκεφτόταν την μέρα που την είδε.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Την
ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή που την
έφερε στο χωριό ο παπάς, άσπρη αφράτη,
πρασινομάτα, με χοντρές ξανθές κοτσίδες
περασμένες σαν στεφάνι στο κεφάλι,
καβάλα πάνω στη φοράδα του παπά σαν
αμαζόνα του κάμπου! </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Οι Καραγκούνες είναι
όλες ηλιοκαμένες, με το μαντίλι περασμένο
στο πρόσωπο μέχρι ψηλά στη μύτη, μόνο
μάτια βλέπεις. Μα τούτη η βλάχα ήταν
άλλο πράμα, στητό περπάτημα σαν ελεύθερο
ελάφι, η σκούτινη φούστα της ήταν μέχρι
τη γάμπα και οι κάλτσες της πλεκτές και
κεντημένες ζάλιζαν τα μάτια του. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Λαβώθηκε
από το λευκό της πρόσωπό και τα ροζ
χειλάκια της, που έμοιαζαν σαν μπουμπούκι
της άνοιξης. Αυτή την κυρά είχε πάρει ο
Αναστάσης, ο ξεβράκωτος εγγονός του
παπά; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Με αυτό το μαράζι έμεινε ως εκείνη
τη μέρα που τον ξέκανε.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Έφτασε
στη ρούγα της και την είδε μπροστά στο
παραστάθι* του σπιτιού. Έγνεθε με τη
ρόκα στο ένα χέρι και το σφοντύλι να
γυρίζει στο άλλο. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τα κάτασπρα πόδια της,
γυμνά να αχνοφαίνονταν από το μακρύ
λευκό πουκάμισο, κούναγαν αργά ρυθμικά
την σαρμανίτσα και τραγούδαγε στο μωρό
της...</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span style="font-family: times; font-size: medium;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhBZkScT7nlyKFtF7xTxL1ED_pfVvoHTTAq0bUC8pQG6HrGWW9Z-2UmrxETwWeM1SOrAQo5SCn8Bah9eZ38lxVJMTh-jtBPRkp6-CbI0kuSZYh2oqZempqKSXpsad18GSjftyB_kcKAvSgW/s1600/mana+me+sarmanitsa.jpg" style="background-color: white;"><b><img align="BOTTOM" border="0" height="320" name="Grafik2" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhBZkScT7nlyKFtF7xTxL1ED_pfVvoHTTAq0bUC8pQG6HrGWW9Z-2UmrxETwWeM1SOrAQo5SCn8Bah9eZ38lxVJMTh-jtBPRkp6-CbI0kuSZYh2oqZempqKSXpsad18GSjftyB_kcKAvSgW/s1600/mana+me+sarmanitsa.jpg" width="221" /></b></a></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><span><span><span>Λεβέντη
γιο εγέννησα και άγγελο γραμμένο,
γελάει και χαίρονται οι νιές μαραίνονται
οι γυναίκες, </span></span></span>νερό
του δίνουν άγγελοι, μελί οι αφεντάδες...</b></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
ρούγα της ασπρισμένη και καθαρή, μες το
τριαντάφυλλο και τη γαρδένια,</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μες τα
λουλούδια ζούσε το λουλούδι του. Σαν
άγγελος τραγούδαγε στο μωρό της και το
κοίμιζε. </b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Χαμπάρι
δε τον πήρε ώσπου έφτασε μπρος της.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Καλός
σε βρίσκω κυρά, της αποκρίθηκε την ώρα
που εκείνη σήκωσε το βλέμμα της .</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τρόμαξε
η Μαρουσιάννα, άρπαξε το μωρό στα χέρια
πετώντας το ρόκα της κατάχαμα, πισωπάτησε
και μπήκε στο σπιτάκι.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Αφέντη
περίμενε να ρίξω κάτι πάνω μου, ο παπάς
δε είναι εδώ αν τον ζητάς, του αποκρίθηκε
από μέσα.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κυρά
βγες σε παρακαλώ, έχω να σου μηνύσω και
το χαμπέρι δε είναι καλό.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πρόβαλε
στο παραστάθι της πόρτας πάλι η
Μαρουσιάννα, με το Καραγκούνικο σιγκούνι
που της είχε χαρίσει ο παπάς και το
βρέφος στα χέρια.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κάτσε
κυρά μου, έχουμε να πούμε........ </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δέκα μέρες
τώρα ήμουν ταξίδι, άρχισε αδέξια την
κουβέντα, θαρρώ το ξέρεις; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Και ο παπάς
ήταν στη Λάρισα, έτσι δε ειναι;</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>- Ναι
είπε η κοπέλα με μια κίνηση του
κεφαλιού, πήγε να παρασταθεί στους άντρες
που δίκαζαν.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ναι
τα έμαθα και εγώ, ερχόμουν από ταξίδι
κυρά και περνώντας από τη Λάρισα έμαθα
πως γίνηκαν μεγάλες φασαρίες και χύθηκε
αίμα, στο δρόμο κοντά στο Ζάρκο* σκότωσαν
τον παπά Αναστάση, κάτι καθάρματα από
τη Λάρισα, που είχαν συμφέρον να μην
μιλάει ο παπάς στον κάμπο και δίνει
θαρρετά στον κόσμο.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
Μαρουσιάννα κοίταζε τον Τσαούση με
μάτια παγωμένα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Νόμιζε ότι της μίλαγε
για κάποιον άλλο, μα εκείνος συνέχισε..........</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κυρά, το πτώμα το πετάξαν στο ποτάμι, χθες όλη
μέρα το ψάχναμε με τον Κίτσο, τον
υποτακτικό μου, στο Ζάρκο .</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δεν μας έλεγαν
που το πέταξαν, θέλαμε να τον φέρουμε
πίσω κυρά, να τον κηδέψουμε με τιμές, να
τον κλάψεις όπως του άξιζε. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μα πτώμα δε
βρήκαμε, όσο κι αν ψάξαμε εγώ και ο
Κίτσιος.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
Μαρουσιάννα δε άκουγε τίποτα πια, έσφιξε
το μωρό της και κυλούσαν δάκρυα καυτά
ποτάμι χωρίς να ακούγεται λυγμός. Το σαγόνι της άρχισε να έχει σπασμούς και το σώμα της έτρεμε προς πίσω.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>-Ο
παπάς της, ο αφέντης της έφυγε; Την άφησε
πίσω μοναχή; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Αυτός που της είχε ορκιστεί
αγάπη παντοτινή; Πως θα το αντέξει αυτό; </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Εκείνη ζούσε για εκείνον και το μωρό τους.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ποιος τόλμησε να τα βάλει με παπά; Ποια μοίρα τους ζήλεψε;</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης πλησίασε λίγο ακόμα προς το μέρος της.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κυρά, δε οφελά να κλαις, σαν βρούμε το κουφάρι
θα το φέρουμε εδώ να θαφτεί καθώς πρέπει,
μα τώρα δε σε αφήνω εδώ, γυναίκα μόνη με
μωρό, χωρίς συγγενή να σου παρασταθεί,
άσε που δε ξέρω αν οι αχαΐρευτοι που
σκότωσαν τον παπά έρθουν ως εδώ. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Θα σε
πάρω στο αρχοντικό, θα σε προσέχουν οι
γυναίκες του σπιτιού μου όσο θα λείψω
για να δω τι μπορώ να κάνω και πως θα τον βρω τον κακούργο που χάλασε τον παπά
του χωριού μου.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Εγώ
μπορεί να μην είμαι καλός άνθρωπος, μα
ήθελα ένα παπά στο χωριό να τον έχουμε
και εσένα δε σου άξιζε τέτοια τύχη κυρά. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ο Τσαούσης έδειχνε για πρώτη φορά μια
ανθρώπινη πλευρά, ποτέ δε είχε δείξει
ότι γνοιάζεται για τους χωρικούς του
τσιφλικιού του.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η
Μαρουσιάννα δε ήξερε τι να πει ,ούτε τι
να κάνει, τα ποδάρια της είχαν
μουδιάσει, είχαν παγώσει παρόλη τη ζέστα
του Μάη. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Μια νέα γυναίκα ήταν, χωρίς
συγγενείς στον κάμπο, οι γονείς της ήταν
βλάχοι νομάδες δε ήξερε καν που να τους
βρει. Ο Τσαούσης συνέχισε να μιλάει και
να αποφασίζει χωρίς να την ρωτάει αν
ειναι σύμφωνη.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Κυρά,
πάω στο αρχοντικό να φέρω τον αραμπά,
θα έρθω με την Κωστάντου να σε πάρω, δε
χρειάζεται να πάρεις τίποτα από δω μέσα,
ότι θες θα το βρεις στο αρχοντικό, το
σπίτι μου δικό σου από τώρα και στο
εξής. Εγώ φαμελιά δε έχω το ξέρεις δα. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Η κοπέλα δε μίλαγε, δε είχε δύναμη να πει τίποτα.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b><br /></b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Δεν περίμενε απάντηση , έφυγε με μεγάλες
δρασκελιές για το αρχοντικό. </b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τράβηξε μόνος του κατά τον στάβλο και ετοίμασε
τον αραμπά, φώναξε την Κωστάντου.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Πρέπει να έρθεις μαζί μου, της είπε, έχουμε ένα χρέος
Κωστάντου.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Τι χρέος έχω εγώ γιέμ, τον κοίταξε με απορία η γυναίκα.</b></span></span></span></div><div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;"><span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Ελα είπα, της είπε απότομα</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Στο
δρόμο της είπε τα πικρά νέα και άφησε
την Κωστάντου να θρηνήσει τον πεθαμένο.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; orphans: 1;">
<span><span><span style="background-color: white; font-family: times; font-size: medium;"><b>Το
σκοτάδι είχε πέσει από ώρα όταν η
Μαρουσιάννα, το μωρό, ο Τσαούσης και η
Κωστάντου περνούσαν την αυλόπορτα του
αρχοντικού.</b></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-36595041280517007532013-02-25T18:13:00.001+02:002015-06-24T23:38:44.164+03:00Μια πατρίδα μικρή με ιστορία πικρή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
Ή καρδιά μου πονά και τα μάτια υγρά,το τραγούδι αυτό, με δάκρυα θα σου πω <br />
για μια πατρίδα μικρή με ιστορία πικρή, πολλές σελίδες γραμμένες στο αίμα βουτηγμένες.<br />
<br />
Το τραγούδι αυτό σου μιλά με σκοπό, δες μονάχα μπροστά μην γυρνάς στα παλιά<br />
εξορίες και μάχες, εφιάλτες γεμάτες, προδοσίες που μόνο σπέρναν πάντα τον πόνο. <br />
<br />
Το κεφάλι ψηλά μη γυρνάς στα παλιά,σκέπασε τα αν θες με σημαίες λευκές<br />
στρατηλάτες με ασπίδες και παιδιά με οβίδες, μάχες μέσα στα χιόνια, μάνες που έκλαιγαν χρόνια.<br />
<br />
Πάνε μόνο μπροστά μην μιλάς για παλιά, στοίβαξε τα μονάχα σε κασέλες και θάφτα.<br />
Η καρδιά μου πονά και τα μάτια υγρά, κάθε λόγος πικρός και βαθύς στεναγμός.<br />
<br />
Καιρός να έρθουνε καλύτερες μέρες, οι άντρες να πάψουν να ρίχνουνε σφαίρες<br />
παιδιά να παίξουν ξέγνοιαστα μπάλα και οι νέοι να βρούν της ειρήνης τη σκάλα.<br />
<br />
Ψηλά να ανέβουν και να φωνάξουν για την ειρήνη να μην διστάσουν,<br />
για μια πατρίδα μικρή με ιστορία πικρή, δες μονάχα μπροστά δε βοηθούν τα παλιά<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-80016615549231154642013-02-24T02:36:00.001+02:002015-06-24T23:39:58.204+03:00Σε μια χώρα που ανήκε λεν στη δύση!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Ρολά κατεβασμένα φέρνει η κρίση<br />
σε μια χώρα που ανήκε λεν στη δύση!<br />
Το δάχτυλο της κούνησε η Ευρώπη<br />
και ύστερα κατέβασε σεμνά τον διακόπτη.<br />
<br />
Σαν μια του δρόμου στα σκοτάδια τριγυρνάει<br />
και όλα τα κάλλη της σε τοκογλύφους ξεπουλάει.<br />
Τόκους πληρώνει ,μα δεν ξοφλάει<br />
και τα παιδιά της ένα ένα τα πουλάει.<br />
<br />
Άντρες της νύχτας τα στολίδια της τα κλέψαν<br />
ενώ της είπαν τις πληγές της πως γιατρέψαν<br />
και με αφέλεια κοιτάζει το κορμί της<br />
μα βλέπει ανοιχτή κάθε πληγή της.<br />
<br />
Η πόρτα της κλειδιά τώρα δεν έχει<br />
και εκείνη άλλο ετσι δεν αντέχει<br />
θέλει να διώξει απ το σπίτι τον εχθρό της<br />
όμως αυτός κοιμάται στο πλευρό της!<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-36736144192688154552013-02-07T19:17:00.000+02:002013-02-07T19:17:33.199+02:00Αχ κυρ Μανώλη παίξε μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Αχ κυρ Μανώλη παίξε μου γλυκά το μαντολίνο και εγώ <br />
τραγούδι θα σου πω για τον καιρό εκείνο,που ήμασταν <br />
μικρά παιδιά κι είχαμε ένα καρβέλι στα δέκα το μοιράζαμε<br />
και ήταν γλυκό σαν μελί.<br />
<br />
Στον κήπο της Γεσθημανής παίζανε τα αγόρια<br />
και τα κορίτσια φτιάχνανε από ανθούς βραχιόλια.<br />
Τα σπιτια ήσαν χαμηλά με άσπρα πεζουλάκια<br />
στον ήλιο κάθονταν γριές και έπλεκαν γιακαδάκια.<br />
<br />
Δεμένο ξεροκόμματο μες τη λινή πετσέτα<br />
στις φάμπρικες το παίρνανε διάλειμμα στις δέκα.<br />
Απ το γιαπί ακούγονταν φωνές και φασαρία <br />
και όλοι σταματούσανε σαν πέρναγε η Μαρία.<br />
<br />
Αχ κυρ Μανώλη παίξε μου γλυκά το μαντολίνο και εγώ <br />
τραγούδι θα σου πω για τον καιρό εκείνο,που ήμασταν <br />
μικρά παιδιά κι είχαμε ένα καρβέλι στα δέκα το μοιράζαμε<br />
και ήταν γλυκό σαν μελί.<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-48229089646585848972013-02-06T18:10:00.001+02:002015-01-14T12:44:34.689+02:00Ματωμένη Ιωνία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Με ούτι και με κανονάκι τραγούδια φτιάχναν με μεράκι<br />
και από την Πόλη ως το Τσεσμέ τα τραγουδούσαν στα καφέ.<br />
Πίναν σερμπέτια και ρακί σε ένα τραπέζι όλοι μαζί<br />
Οβριοί,Γραικοί και Μουσουλμάνοι σε μια πόλη ένα χαρμάνι.<br />
<br />
Μα ξέφτισαν τα μεγαλεία, τα γράφουν μόνο στα βιβλία<br />
και οι γιαγιάδες προτιμούν την ιστορία να μην πουν<br />
Γινήκαν όλα μια φωτιά σύννεφο και καταχνιά<br />
ένα σεντούκι όλο το βιός, σκισμένα ρούχα,κουρνιαχτός<br />
<br />
Από το Βόσπορο στο Κε και από τη Σμύρνη στο Τσεσμέ <br />
μάνες που κλαίνε στα στενά πάνω από άψυχα κορμιά.<br />
Θύρες μαντάλωσαν και σεντουκάκια σέρνουν το βιός τους στα σοκάκια<br />
μνήμες κλειδώσαν στο μυαλό τα σεριανάνε στο νερό <br />
<br />
Με αραμπά και με καράβι ταξίδι πήγαν ως τον Άδη<br />
και αυτός μπαξίσι τους γυρεύει στον κόσμο θέλει να ανέβει<br />
Ανοίγουνε το σεντουκάκι και βγάζουνε το κανονάκι<br />
του παίζουν για την Ιωνία τη ματωμένη ιστορία. <br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-73891850314030909792013-02-03T19:05:00.001+02:002013-02-03T20:37:42.651+02:00Ο κλέφτης χρόνος<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="http://wallpapersus.com/wallpapers/2012/10/Broken-Hourglass-485x728.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" height="266" src="http://wallpapersus.com/wallpapers/2012/10/Broken-Hourglass-485x728.jpg" width="400" /></a></td></tr>
<tr align="right"><td class="tr-caption"><span style="font-size: xx-small;"><i><a href="http://wallpapersus.com/broken-hourglass/">wallpapersus.com</a></i></span></td></tr>
</tbody></table>
Αδειάζει η κλεψύδρα, η άμμος τρέχει,<br />
χιλιάδες κόκκοι και εγώ τη κοιτώ<br />
ο κάθε κόκκος σαν κλέφτης χρόνος,<br />
<a name='more'></a><br />
μου αρπάζει μέρες χωρίς να ρωτά. <br />
<br />
Ρέει ο χρόνος, τα πάντα αλλάζουν </div>
<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
και η ζωή μου κλεισμένη εκεί,<br />
σε ένα αγγείο που το γυρίζουν </div>
<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
και τρέχουν οι κόκκοι σαν να πέφτει βροχή <br />
<br />
Σφυρί θα πάρω και θα τη σπάσω,</div>
<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
το μέτρημα τούτο θα το χαλάσω<br />
τον κάθε κόκκο θα τον φυλάξω </div>
<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
σαν δώρο που μου έφεραν μες σε κουτί.<br />
<br />
Κλεψύδρα σπασμένη και η άμμος σκόρπια, </div>
<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
το αγέρι την πάει ταξίδια μακριά<br />
και ένα κύμα στο βράχο, </div>
<div dir="ltr" style="text-align: center;" trbidi="on">
σπάει με θόρυβο και με ξυπνά. </div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-81523186594016473972013-02-02T01:05:00.001+02:002015-01-14T12:48:17.909+02:00'Ολα σε βάρος σου είναι ζητιάνε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://mattweberphotos.files.wordpress.com/2012/04/xmas-homeless-jesus-12-24-12-copy.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://mattweberphotos.files.wordpress.com/2012/04/xmas-homeless-jesus-12-24-12-copy.jpg" height="286" width="400" /></a></div>
Αέρας σφυρίζει, στοίχειωσε η πόλη,<br />
βρέχει ακατάπαυστα μες τα στενά</div>
<div style="text-align: center;">
και ένας άστεγος κοιμάται,<br />
<a name='more'></a><br />
σε μιας εισόδου τα σκαλιά.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Μια πόρνη καπνίζει αργά το τσιγάρο<br />
και περιμένει στην Αχαρνών </div>
<div style="text-align: center;">
ο φόβος φωλιάζει μες την καρδιά της<br />
κοιτάζει το θάνατο που είναι παρόν.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Κάποιο αυτοκίνητο θα σταματήσει<br />
και εκείνη το σώμα της θα ξεπουλήσει </div>
<div style="text-align: center;">
και όταν ο ήλιος θα έχει βγει<br />
εκείνη για πάντα θα έχει χαθεί.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Άγρια νύχτα, χιλιάδες πεινάνε,<br />
κρυώνουν και μένουν σε τρώγλες υγρές</div>
<div style="text-align: center;">
όλα σε βάρος σου είναι ζητιάνε<br />
όσες και αν κάνεις προσευχές.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Υπάρχουν και οι άλλοι<br />
που τα βράδια γλεντάνε ,</div>
<div style="text-align: center;">
ανοίγουν σαμπάνιες<br />
και κλείνουν δουλείες.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Στην ίδια πόλη το ίδιο φεγγάρι,<br />
για άλλους λάμπει ως το πρωί</div>
<div style="text-align: center;">
για σένα για μένα το έχουνε σβήσει<br />
δε έχεις δικαίωμα πια στη ζωή.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Και αν είμαι μαύρος και μουσουλμάνος<br />
και εσύ είσαι άσπρος και έχεις σταυρό</div>
<div style="text-align: center;">
στον ίδιο δρόμο κατοικούμε,<br />
τα ίδια όνειρα είχα και εγώ.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-7197185657429278182012-11-14T00:00:00.000+02:002015-06-24T23:37:57.022+03:00Δε θέλω να έχω άλλη πατρίδα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgEFPc63C-XFxsayMWSaMxtupjSZfSCjpXGW69Na5KZCBXSSb-bwqcJHdIAr4pzDLXJ2HduRCqMzMzgQM6gb816uUJ586Z862UfIf43FrWQP8LLaBJYzMtQSBCb0hyGXZiQ6M9SgdMo4xHY/s612/ashes.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="350" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgEFPc63C-XFxsayMWSaMxtupjSZfSCjpXGW69Na5KZCBXSSb-bwqcJHdIAr4pzDLXJ2HduRCqMzMzgQM6gb816uUJ586Z862UfIf43FrWQP8LLaBJYzMtQSBCb0hyGXZiQ6M9SgdMo4xHY/s400/ashes.jpg" width="400" /></a></div>
Εις τον αιώνα των αιώνων θα σε υμνούν,</div>
<div style="text-align: center;">
την αίγλη σου ποτέ δε θα έχει άλλη</div>
<div style="text-align: center;">
Γλυκιά πατρίδα των θεών και των σοφών<br />
<a name='more'></a></div>
<div style="text-align: center;">
και του χρυσού αιώνα απομεινάρι.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Περάσαν από επάνω σου μυριάδες </div>
<div style="text-align: center;">
σε κατακτήσαν και σε κάψαν τα θεριά</div>
<div style="text-align: center;">
απ άκρη σε άκρη σε ρημάξαν οι βάρβαροι </div>
<div style="text-align: center;">
και όμως εσύ ,είχες ατέλειωτα προικιά</div>
<div style="text-align: center;">
και δε τελειώναν δεν τελειώναν τα καλά.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Είχες προγόνους προικισμένους, </div>
<div style="text-align: center;">
την πέτρα κένταγαν σοφά .</div>
<div style="text-align: center;">
Χτίζαν παλάτια μαρμαρένια </div>
<div style="text-align: center;">
και έγραφαν ποιήματα πολλά .</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Είχες πολεμιστές Σπαρτιάτες </div>
<div style="text-align: center;">
Μυκήνες και Ασκληπιό </div>
<div style="text-align: center;">
είχες τον Περικλή και τον Φειδία</div>
<div style="text-align: center;">
και ένα βράχο ιερό.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Γλυκιά και λαμπερή πατρίδα </div>
<div style="text-align: center;">
δε σε λησμόνησα πότε.</div>
<div style="text-align: center;">
Δε θέλω να έχω άλλη πατρίδα </div>
<div style="text-align: center;">
δε θέλω να έχω στο κεφάλι μου ζυγό</div>
<div style="text-align: center;">
θέλω ελεύθερη να είσαι αγαπημένη </div>
<div style="text-align: center;">
και σαν Καρυάτιδα από ψηλά να σε θωρώ. </div>
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-64608921633443606012012-10-19T23:17:00.001+03:002013-02-02T22:27:55.209+02:00Ανάξιος να κρατήσει το βάρος μιας τέτοιας πατρίδας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvm0UnW1M2spu8ykc5yr3XkUMeA3cifWa9w1lcQHVbr3fBrGEwKni6kje2Ci_jySaATIpV1b2Ljx8ew3jf-Yw9Bq_tMTIgULJHSF56Tcr6hOWHM875aoNwdW3nPeK41lc8Afsj3FKuDjCI/s638/power.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="292" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvm0UnW1M2spu8ykc5yr3XkUMeA3cifWa9w1lcQHVbr3fBrGEwKni6kje2Ci_jySaATIpV1b2Ljx8ew3jf-Yw9Bq_tMTIgULJHSF56Tcr6hOWHM875aoNwdW3nPeK41lc8Afsj3FKuDjCI/s400/power.jpg" width="400" /></a></div>
Υποκλίνομαι στην σκοτωμένη Ελλάδα μας<br />
σκύβω και φιλώ τα χέρια του Γκάτσου,του Ρίτσου, του Ελύτη, του Μίκι, του Φειδία που κέντησε μια ομορφιά και άφησε κληρονομιά αιώνων , φυλάω σε θησαυροφυλάκιο τα ονόματα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα,του Αλέξανδρου, του Μακρυγιάννη.<br />
<br />
Κλαίω για όσα τράβηξε ο Κολοκοτρώνης, κλαίω για τον Καποδίστρια που τον έφαγαν στα σκαλιά μιας εκκλησιάς κλαίω για τις γριές που μαυροφόρεσαν γενιές και γενιές σε αυτό τον τόπο, κλαίω για τα παλικάρια που τρώνε τα χημικά ενώ φρουρούν τον άγνωστο στρατιώτη ,κλαίω εκεινους που χάθηκαν στα χιόνια και στη μάχη της Κρήτης,ειναι αυτοί που κράτησαν Θερμοπύλες .<br />
<br />
Φτύνω τον Έλληνα πολιτικό,και εκείνον τον νεοέλληνα που τον αφήνει ακόμη να καταστρέφει ότι όμορφο και άγιο είχε η πατρίδα, βαρέθηκα σιχάθηκα την κακομοιριά του και την κακορίζικη φάτσα του, την μανία του νεοπλουτισμού του, την άδεια ψυχή του.<br />
<br />
Τελικά στάθηκε ανάξιος να κρατήσει το βάρος μιας τέτοιας πατρίδας στους αγύμναστους πλαδαρούς ώμους του και οι ανάξιοι τιμωρούνται.</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-11458897089487913342012-09-19T01:58:00.000+03:002013-01-18T14:29:03.382+02:00Σταγόνες από βάλσαμο τα λόγια του παιδιού μου!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh4KJ2yOURgzQQ3npCK6NnG4-5xB35j32wbmud2x234WpvBbMamOxFEEkVGJx9TmZKZJuR6zKaO8g7groUb9OR7e5-wKCYas4niqL-0K1ecGQXPi-6jPHxtNFWVUVKfrgSqCA0ZU3IJn8Xh/s1600/20120919NikolaouMD.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" height="275" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh4KJ2yOURgzQQ3npCK6NnG4-5xB35j32wbmud2x234WpvBbMamOxFEEkVGJx9TmZKZJuR6zKaO8g7groUb9OR7e5-wKCYas4niqL-0K1ecGQXPi-6jPHxtNFWVUVKfrgSqCA0ZU3IJn8Xh/s400/20120919NikolaouMD.jpg" width="400" /></a></td></tr>
<tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;"><span style="font-size: small; text-align: justify;">Είκοσι χρόνια μητέρα</span></td></tr>
</tbody></table>
Σαν σήμερα γέννησα το μοναδικό παιδί μου...</div>
<div style="text-align: justify;">
Όταν άρχισε να περνά η νάρκωση άκουσα τη φωνή της μάνας μου, "<b><i>έχεις ένα ροζ κοριτσάκι!</i></b>"</div>
<div style="text-align: justify;">
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα μια θερμοκοιτίδα και μέσα ένα μωράκι μια σταλιά που<br />
<a name='more'></a> προσπαθούσε να βγάλει τα ροζ χεράκια του από την πάνα που το τύλιγε.</div>
<div style="text-align: justify;">
Αυτή την εικόνα τη βλέπω ακόμη με τα μάτια της μάνας, όταν πάω να ξυπνήσω το παιδί μου, παρόλο που έγινε είκοσι ετών! Το βλέπω να κοιμάται και να κρατάει τα μαγουλάκια με τις μικρές χουφτίτσες του.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ήταν πάντα ένα ήσυχο μωρό, ήθελε μόνο στοργή και τροφή για να μεγαλώσει και τα διεκδικούσε με μια ψηλή φωνούλα σαν νιαούρισμα μικρής γάτας. </div>
<div style="text-align: justify;">
Υπάκουο και καλό νήπιο και σου έδινε απλόχερα αγάπη.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Είχα μια συνήθεια να της μιλάω τραγουδώντας και το απέκτησε και εκείνη φυσικά, νομίζοντας ότι αυτός ειναι ο φυσικός τρόπος επικοινωνίας και μια μέρα που δεν της έδινα σημασία επειδή είχα δουλειά, άρχισε να τραγουδάει θλιμμένα, </div>
<div style="text-align: center;">
<b><i>"μαμά μου μαμά μου, πεινάω, </i></b></div>
<div style="text-align: center;">
<i><b>πεινάω σου λέω, μα δε μου δίνεις σημασιααααά, </b></i></div>
<div style="text-align: center;">
<i><b>γιατιί φροντιιιίζεις τα λουλούυυυδια!" </b></i></div>
<div style="text-align: justify;">
έσκασα στα γέλια και της λέω, <b><i>"βρε χαζό"</i></b>, θυμωμένα, <b><i>"πρέπει να μου το λες αυτο για να σε προσεξω!!!"</i></b>, τώρα έχουμε μεγαλώσει και οι δυο μας θα σου μιλάω κανονικά και εσύ θα κάνεις το ίδιο! Και μου απαντάει ο μικρός άνθρωπος, <b><i>"δηλαδή θύμωσες τώρα;"</i></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<b><i>"όχι βρε παιδί μου, απλά δεν γίνετε να τα λέμε όλα μελωδικά θα μας περνούν για τρελές", της λέω, "είσαι 4 ετών τώρα πια."</i></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<b><i>"OK MAMA"</i></b>, η απάντηση! <b><i>"Αλλά το πρωί πως θα μου λες κουνιστή και λυγιστή πάμε για το γκαρντερί; αν δε μου τραγουδάς δε θα πάω κουνιστή!!!!"</i></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Είχαμε κωδικούς επικοινωνίας, το πρωί ξύπναγε δύσκολα όσο νωρίς και να είχε κοιμηθεί το βράδυ, ακόμη και σήμερα της αρέσει ο ύπνος και δε θέλει σκοτάδι στο δωμάτιο, θέλει το πρωί να ανοίγει τα μάτια και να βλέπει αμέσως τι καιρό έχει έξω. </div>
<div style="text-align: justify;">
Την ξύπναγα και και φούσκωνε τα χειλάκια σε νοερό φιλί, δεν έλεγε καλημέρα, αλλά έβγαζε το πόδι έξω, αντί για χέρι να κάνουμε πρωινή χειραψία και να φορέσουμε τη μια κάλτσα. Αυτό το κάναμε μέχρι τα 11 κάθε πρωί, μετά έπρεπε να χτυπάω πόρτα!!!</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Κάθε πρωί, ήθελε να στολίζομε για να ειμαι όμορφη και να την πάω σχολείο και από την ώρα που επέστρεφε σπίτι, γύρω στις πέντε το απόγευμα, άρχιζε να με παίρνει κάθε μισή ώρα στο γραφείο τηλέφωνο, <b><i>"Σε περιμένω μην αργείς"</i></b>, μετά από λίγο, <b><i>"ακόμα δεν τελείωσες; άντε μαμαααααααααααά"</i></b></div>
<div style="text-align: justify;">
Έδινε στοργή σαν να ήταν μεγάλη γυναίκα, τις νύχτες που έκανε κρύο κουκουλωνόμασταν, μαζί στο κρεβάτι μου που ήταν <b><i>"ο παράδεισος της"</i></b>, όπως έλεγε και βλέπαμε το μικρο σπίτι στο λιβάδι απαραιτήτως και μετά αμέσως παραμύθι και ύπνο πριν πάει καν 9 μ.μ. εκείνη νανούριζε εμένα φιλώντας με ασταμάτητα για λίγα λεπτά στο μέτωπο και μετά και οι δυο τέζα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Τα πρώτα Χριστούγεννα τον καιρό που <b><i>"έφυγε"</i></b> ο πατέρας της ήταν 5 ετών, μια μέρα μέσα στο μετρό με έπιασαν λυγμοί δε μπορούσα να βρω την κυριαρχία μου, έκλαιγα γοερά και της κρατούσα το χέρι, μου λέει, <b><i>"Μαμά σε παρακαλώ μην κλαις ετσι, γιατί κλαις συνέχεια;"</i></b> τις απαντάω όσο ποιο ήρεμα μπορούσα, <b><i>"το δέντρο μας φέτος δε θα έχει δώρα."</i></b> Σηκώνετε από τη θέση και μου λέει το μικρό μου ανθρωπάκι, <b><i>"ΟΚ, όμως έχουμε η μια την άλλη, έτσι δεν είναι;"</i></b> με γέμισε δύναμη το ανθρωπάκι μου ποτέ δεν ξανά έκλαψα σε δημόσιο χώρο!</div>
<div style="text-align: right;">
<i>Έχουμε η μια την άλλη πάντα... </i></div>
<div style="text-align: right;">
<i><br />
</i></div>
<div style="text-align: justify;">
Έγινε έφηβη και μείναμε δεμένες. Όποτε πόνεσα με βοήθησε να το ξεπεράσω, αρρώστησα βαριά δυο φορές και με φρόντισε με όλες της τις δυνάμεις. Κρατούσε την επιχείριση μας, παρόλο που εκείνη τη χρονιά είχε τις εισαγωγικές της εξετάσεις στο κολέγιο.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Την ημέρα που έμαθα ότι θα χάσω τη φωνή μου εκείνη είπε. <b><i>"Όχι, δε θα συμβεί θα γίνεις καλά και θα μιλάς κιόλας."</i></b> Και όταν με έβγαλαν από το χειρουργείο ήρθε και μου λέει, <b><i>"Δε σου έφερα λουλούδια μαμά, αλλά σου έφερα αυτό εδώ και μου δείχνει το δίπλωμα της!"</i></b> Είχε περάσει τις εξετάσεις και πήρε την άδεια οδηγήσεως με 50 πόντους χιόνι εκείνη την ημέρα, όσο εγώ ήμουν στο χειρουργείο το είχε φροντίσει για να μπορεί να έχει κάτι να ασχοληθεί για να μην έχει τη σκέψη σε μένα και χάσει το κοντρόλ.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Δεν είναι σίγουρα το μοναδικό παιδί που δίνει αγάπη στη μάνα του, ούτε είναι το μοναδικό παιδί που είναι καλό παιδί, αλλά αυτό ειναι το δικό μου παιδί !!!!!</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Είναι πια η εικοσάχρονη, ένστολη μαυρομαλλούσα με το κόκκινο καπελάκι και κόκκινα γαντάκια.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Μια περήφανη μαμά...</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-20102295629132349992012-08-05T23:55:00.000+03:002013-04-16T23:56:21.336+03:00Ιφιγένεια η γυναίκα του κάμπου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgij1PPTyz-GOPqWeYtGZY1WrRwgSUC31HRZzPkNhFbEh4hS_6ORXnDvTsK5oayXRBQoOAqeJfAmglxEKR71e5oqyIXyc4JVP_ZonIaR3QtDB392PmSxArAu8gGNvgoLx9rkodsZTFuvxAy/s1600/trousseau2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="271" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgij1PPTyz-GOPqWeYtGZY1WrRwgSUC31HRZzPkNhFbEh4hS_6ORXnDvTsK5oayXRBQoOAqeJfAmglxEKR71e5oqyIXyc4JVP_ZonIaR3QtDB392PmSxArAu8gGNvgoLx9rkodsZTFuvxAy/s400/trousseau2.jpg" width="400" /></a></div>
<br />
<br />
Σαν πέθανε η συχωρεμένη η γιαγιά μου, μου άφησε κληρονομιά!</div>
<div style="text-align: center;">
</div>
<div style="text-align: center;">
<a name='more'></a><br />
<br />
<br />
<br />
Ένα δρύινο μπαούλο, ασήκωτο, η αλήθεια!<br />
Την αγαπούσα τη συχωρεμένη και εκείνη με αγαπούσε το ξέρω, μα περισσότερο το <br />
κατάλαβα σαν άνοιξα το μπαούλο.<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Μια γυναικούλα από το κάμπο των Τρικάλων ήταν, από φτωχή οικογένεια, που σα μεγάλωσε την πάντρεψαν κάμποσα χωριά παραπέρα και πήρε των παππού μου.</div>
<div style="text-align: center;">
Για προίκα πήρε το μπαούλο που κληρονόμησα εγώ στα 30 χρόνια μου και το άνοιξα στα 42 μου χρόνια, ύστερα από δώδεκα χρόνια, όταν γύρισα στην Ελλάδα. Άνοιξα το μπαούλο επειδή δε μπόρεσα να ανοίξω την αγκαλιά μου να την φιλήσω και να της πω πως γύρισα όπως της είχα υποσχεθεί.<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Κάθε φορά σαν έφτανα στο σπίτι μου το πατρικό, η πρώτη μορφή που έβλεπα ήταν εκείνη.</div>
<div style="text-align: center;">
Από τα νιάτα της σηκωνόταν χάραμα, έκανε όλες της δουλείες σχεδόν αθόρυβα, άναβε το φούρνο έβαζε να ζυμώσει, άφηνε το ψωμί να φουσκώσει και έπιανε το καθάρισμα, φρόντιζε τα ζώα του σπιτιού με περισσή αγάπη και σαν ήταν έτοιμο το ψωμί μας ξυπνούσε όλους να μας περιποιηθεί. Όταν τα τελείωνε όλα, κάθονταν στο ήλιο να χορτάσει τη ζεστασιά, έτσι έλεγε: <b><i>"χόρτασα στα νιάταμ κρύου, χόρτασ το τομάριμ καχουχία, πείνασα και δίψασα στου κάμπου, το χώμα ήθελ τα νίαταμ για να μι δώκ ψουμί! κι η πόλεμος ήθιλ τα νίαταμ για να μι φέρ τη λιφτεριά."</i></b> (λόγια δικά της)<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Όσα εχω μάθει για το νοικοκυριό και την φροντίδα του σπιτιού τ<i><b>α</b></i> οφείλω σε εκείνη.</div>
<div style="text-align: center;">
Πάντα ήρεμη, γαλήνια με υπομονή, μου έδειχνε τι να κάνω, πως να πετύχω τη γεύση σε <b>"ένα φαΐ της προκοπής"</b>, όπως έλεγε. <b><i>"Το φαΐ θέλει αγάπη, τα ζα (Ζώα ) θέλουν αγάπη, η άντρας θέλει αγάπη και ο θεός πίστη!"</i></b> - Δικά της λόγια.<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Γράμματα δε ήξερε η γιαγιά μου, αλλά ήξερε από φροντίδα.</div>
<div style="text-align: center;">
Γέννησε επτά αγόρια και ένα κορίτσι, έχασε τέσσερα παιδιά από πείνα στον πόλεμο και της έμειναν τα τρία αγόρια της, τα τελευταία όπως τα έλεγε.</div>
<div style="text-align: center;">
Νύφες και εγγόνια ήταν οι χαρές της, κουβέντα κακιά δε της έπαιρνες από το στόμα, μήτε για δικό της, μήτε για ξένο.<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Στα χωριά μας, τους τσιγγάνους τους λέμε μπρακέους, εκείνη ποτέ δε τους έδιωξε από την αυλή της όπως έκαναν οι γειτόνισσες, αν είχε φουρνίσει ψωμί, έδινε στην τσιγγάνα το πρώτο καρβέλι της και μια χούφτα φασόλια για να κάνει φαΐ και αυτή. <b><i>"η ήλιος βγαίν για ούλου του ντουνιά τι κιάν ειναι μπράξα; αυτήν φταίει; άλλος τη γέντζει άλλος την έμαθε να διακονεύει."</i></b></div>
<div style="text-align: center;">
Όταν περνούσαν στο χωριό καλογεράκια από τα γύρω μοναστήρια των Μετεώρων, τους έψηνε καφέ και τους φίλευε ένα πιάτο φαΐ στην τάβλα της για να της δώσουν μια ευχή.</div>
<div style="text-align: center;">
<br />
Όταν ήρθα στην Ελλάδα λοιπόν εκείνη δε ζούσε πια! Δεν ήταν εκεί να με χαϊδέψει και να μου πει παινέματα για την κορμοστασιά μου και για τα μακριά μου δάχτυλα, με έκανε να πιστεύω ότι ήμουν όμορφο κορίτσι, με κανάκευε και με χαϊδολογούσε πάντα.</div>
<div style="text-align: center;">
Μου τραγουδούσε τα παινέματα της την ώρα που άνοιγα φύλλα για της πίτες μας, τα καλοκαίρια που περνούσα στο χωριό:</div>
<div style="text-align: center;">
<b><i>"Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια, </i></b><br />
<b><i>στόμα χελιδονιού, </i></b><br />
<b><i>μι πήρατε το νου" </i></b><br />
ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια!<br />
<br /></div>
<br />
<div style="text-align: center;">
<br />
Σαν άνοιξα το μπαούλο με πήρε το παράπονο, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν, θόλωσαν τα μάτια και τρεμούλιασαν οι εικόνες.</div>
<div style="text-align: center;">
Η μυρωδιά ήταν εκείνη που μου έφερε μνήμες, η γιαγιά είχε μέσα στο μπαούλο λεβάντες τυλιγμένες μέσα σε τούλια από της μπομπονιέρες που της έδιναν στους γάμους, έτρωγε τα κουφέτα και μετά κρατούσε το τούλι για να τυλίγει τα λουλουδάκια της. Δάφνες από τις Κυριακές των Βαΐων τις μαζεύαμε και αυτές και τις φύλαγε μέσα στα ρούχα της στο σεντούκι να μυρίζει όμορφα.</div>
<div style="text-align: center;">
Μέσα σε καρό πετσέτες κουζίνας τυλιγμένα τα λαμπερά κατσαρολικά της, ένας ταβάς ( μαγειρικό σκεύος ρηχό και πλατύ με καπάκι όπου μαγειρευόταν συνήθως το πιλάφι ή το κοφτό μακαρόνι.)</div>
<div style="text-align: center;">
Ένα καρδάρι με σκάλισμα περίτεχνο φτιαγμένο στα Γιάννενα, ένα σινί μεγάλο (ρηχό ταψί) επίσης σκαλισμένο από Γιαννιώτη μάστορα, τα μπακιρένια μπρίκια της το κουτί του καφέ και της ζάχαρης.</div>
<div style="text-align: center;">
Tο σκαφίδι του ζυμώματος, ένα κόσκινο που κοσκίνιζε το αλεύρι της, μικρά και μεγάλα κατσαρολικά όλα λαμπερά, σαν φρέσκο- γανωμένα από το μάστορα που τα έδινε να της τα γυαλίσουν.</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Κάτω κάτω είχε στρωμένα τα πλεκτά της και τα υφαντά στολίδια και τα φλουριά της νυφικής στολή της!</div>
<div style="text-align: center;">
Την κεντημένη της ποδιά, την μεταξωτή λευκή της τραχλιά, το σιγκούνι της και το καλό κεντημένο της λευκό πουκάμισο. Όλα μέσα σε λευκά τραπεζομάντιλα και σεντόνια, τυλιγμένα με προσοχή γεμάτα με λεβάντες και δάφνες.</div>
<div style="text-align: center;">
Αυτά έφερε νύφη, αυτά άφησε σαν πέθανε .Τα προικιά της ζωή της !!!!!!!</div>
<div style="text-align: center;">
<b><i>"Σαν πεθάνω μου έλεγε, δε εχω να σε αφήκω τίποτις σπουδαίο!"</i></b></div>
<div style="text-align: center;">
Μα δεν ήταν σπουδαία η ίδια της;<br />
Δεν ήταν σπουδαία τα μαθήματα ζωής που μου χάρισε;</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div style="text-align: center;">
Μαθήματα ζωής μου έδωσε μια γυναίκα η οποία δε σπούδασε ποτέ της σε πανεπιστήμια.<br />
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Χαμόγελο, ειλικρίνεια, τιμή, αξιοπρέπεια, εργατικότητα, αγάπη υπομονή, καρτερικότητα και με τα λίγα ευτυχής.</div>
<div style="text-align: center;">
Πέρασε δυο πολέμους, πείνα, φτωχιά, έχτισε το σπίτι της, με τον άντρα της κάνοντας πλιθιά, γέννησε τα παιδιά της δίπλα στο ποτάμι ενώ μέχρι την τελευταία στιγμή θέριζε στο χωράφι, έσκαψε και όργωσε αμέτρητες φορές, έψησε το ψωμί της εκατομμύρια φορές με ξύλα που μάζεψε και κουβάλησε η ίδια από το ποτάμι και το πλατανότοπο του χωριού, τα χέρια της άρμεξαν δεκάδες κατσίκες, μα δεν είπε ποτέ: <b><i>"κοίτα πως ειν τα χέρια μου!"</i></b></div>
<div style="text-align: center;">
Τα χέρια της άναψαν χιλιάδες φορές φωτιά για να ζεστάνει την φαμίλια της και να ψήσει το φαΐ της, κοπάνησαν στο ποτάμι πάνω στην πέτρα δεκάδες φορές τα ρούχα του άντρα της και των παιδιών της!</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
Δεν είχε ανέσεις,είχε μια πινακωτή, για τραπέζι μια τάβλα και δυο ράφια για τα πιάτα της.</div>
<div style="text-align: center;">
εκεί που κοιμόταν, κοίμιζε και τα παιδιά της.</div>
<div style="text-align: center;">
Εκεί που καθόταν, φιλοξενούσε στα μιντέρια της και τους μουσαφίρηδες της.</div>
<div style="text-align: center;">
Δεν είχε καλοριφέρ, είχε μπουχαριά (Τζάκια) δε ήξερε ότι υπάρχουν σπίτια με ζεστό και κρύο νερό τρεχούμενο! Εκείνη είχε στάμνες και γκιούμια και το κουβαλούσε από το αρτεσιανό της γειτονιά της μέχρι το 1979.<br />
<br />
Αυτή ήταν η κληρονομιά που έλαβα!</div>
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-55031145793192291702012-06-27T01:52:00.000+03:002015-10-27T23:12:27.870+02:00Ως Ελληνας οφείλω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJf8lM4H3xTkMTwqJmIQKKoU42bYKeFK20q2nxSI1aFzw3XO8GyeBdHWdqHw2XtZjpnMTdGxslvpEYTkXaIypkR8_8IttJkdv-pOEdn46_uCkOelIJYUnfsMdOkhqeCYULMvPAJmZ8zg/s1600/4258173609_9576a8926b.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="266" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJf8lM4H3xTkMTwqJmIQKKoU42bYKeFK20q2nxSI1aFzw3XO8GyeBdHWdqHw2XtZjpnMTdGxslvpEYTkXaIypkR8_8IttJkdv-pOEdn46_uCkOelIJYUnfsMdOkhqeCYULMvPAJmZ8zg/s400/4258173609_9576a8926b.jpg" width="400" /></a></div>
<br />
<a name='more'></a></div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω για την χώρα του Αλέξανδρου εγώ να πέσω,</div>
<div style="text-align: center;">
για ένα Σωκράτη και ένα Πλάτωνα να αντέξω. </div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω σε όσους πολέμησαν στα χιόνια,</div>
<div style="text-align: center;">
οφείλω σε κείνους που έσπρωχναν κανόνια, </div>
<div style="text-align: center;">
σε εκείνους που οι κάνες τους αδειάσαν κι όμως ποτέ τους δε δίστασαν. </div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω στο κρυφό σχολειό, στου Μακρυγιάννη το φτερό που έγραφε για λευτεριά και άντεξε τόσα δεινά.</div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω στην Κρήτη και στη Θράκη αυτή η γη μου ανήκει απ΄ άκρη σ΄ άκρη.</div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω σε όλες τις γριές, που κλάψαν δυο και τρεις γενιές </div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω σε μικρά παιδιά, που αγαπούν τη λευτεριά </div>
<div style="text-align: center;">
</div>
<div style="text-align: center;">
Οφείλω τον πολιτισμό να σώσω και τη Λερναία Ύδρα να σκοτώσω</div>
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-84031091962877690542012-05-17T03:52:00.000+03:002012-06-01T23:06:08.908+03:00Αραβικός λυγμός<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Σε ένα παζάρι αραβικό, κάπου στην Τυνησία<br />
μια ιστορία αρχινά και φέρνει ανησυχία.<br />
<br />
Η ιντιφάντα του ψωμιού ανθρώπινο ποτάμι,<br />
άμαχοι που φωνάζουνε πως η μιζέρια φτάνει!!<br />
<br />
Όπλο τους έχουν τη φωνή ,τον εθνικό τους ύμνο,<br />
το όμορφο το γιασεμί ,το αίμα ενός φίλου. <br />
<br />
Άνιση συμπεριφορά, διαφθορά, απληστία,<br />
στρέφω το βλέμμα μου άλλου και βλέπω τη Συρία!<br />
<br />
Άμαχους απ' τη Δαμασκό, αιματηρές εκρήξεις<br />
Κάιρο, Αλγέρι, Δαμασκό, ποιον να πρωτοστήριξεις .<br />
<br />
Λαοί χορτάτοι βάσανα, λαοί χορτάτοι πόνο <br />
το μακελειό ξεκίνησε, το πρώτο δακρυγόνο!!<br />
<br />
Φτωχέ λαέ μου τι περνάς και που θα καταλήξεις ;<br />
θα έρθει πότε η άνοιξη; το γιασεμί θα ανθίσει;<br />
και το ποτάμι που κυλά πότε θα σταματήσει;</div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-71840519329125343272012-05-12T09:00:00.000+03:002012-05-12T10:06:27.628+03:00Θα σου αφηγηθώ μια ιστορία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Θα σου αφηγηθώ μια ιστορία ......<br />
Μαρόκο, Κάιρο , Συρία<br />
χιλιάδες θύματα αθώα, με<br />
σφαίρες κείτονται στο χώμα!<br />
<br />
Η ιστορία θέλει αγώνες, <br />
σαν άγριους δυνατούς χειμώνες <br />
θέλει το αίμα να παγώνει<br />
και η σφαίρα πρέπει να σκοτώνει.<br />
<br />
Να σου θυμίσω μια ιστορία που<br />
γράφτηκε σε μια πλατεία,<br />
χιλιάδες άνθρωποι φώναζαν ,<br />
δεκάδες θύματα σφαδάζαν. <br />
<br />
Έκλαιγαν μάνες στα σοκάκια <br />
το αίμα έκανε αυλάκια.<br />
Παιδιά που θέλαν λευτεριά <br />
να χουν παιδεία και δουλειά .<br />
<br />
Μέρες και μήνες πολεμούν <br />
άνοιξη θέλανε να δουν. <br />
Λουλούδι άνθησε στη γη<br />
και εγώ θα κάνω μια ευχή <br />
η γη ετούτη να σωθεί. <br />
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-41334015324800251442012-05-11T00:30:00.001+03:002015-10-31T14:35:18.502+02:00Τραχλιά βελούδινη φοράς<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgwzFdExGP900KW_-_h69CqCKP7WSSpn1RYPnSnlewumrPB6CQkQjKAfk12VtZuTE0tiUGO9M_UaUfJMjZ3IQJ7HPh1zrNsLTXaFR2JcTsSvSLCg_NQ8b-4iAc9mTYawXFUzaLX7yMlzzQR/s1600/%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BD%25CE%25B5%25CF%2582+%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B7%25CE%25BD+%25CE%25BF%25CF%2587%25CE%25B8%25CE%25B7+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%2585.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="215" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgwzFdExGP900KW_-_h69CqCKP7WSSpn1RYPnSnlewumrPB6CQkQjKAfk12VtZuTE0tiUGO9M_UaUfJMjZ3IQJ7HPh1zrNsLTXaFR2JcTsSvSLCg_NQ8b-4iAc9mTYawXFUzaLX7yMlzzQR/s320/%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BD%25CE%25B5%25CF%2582+%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B7%25CE%25BD+%25CE%25BF%25CF%2587%25CE%25B8%25CE%25B7+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%2585.jpg" width="320" /></a></div>
Το άσπρο σου πουκάμισο ,κάτω απ' το σαγιά σου<br />
λάμπει, αστράφτει και θωρώ τον ήλιο στην ποδιά σου .<br />
<br />
Την κεντημένη σου ποδιά,τη στόλισες λουλούδια<br />
τραχλιά βελούδινη φοράς και φούντες στα σιγκούνια.<br />
<br />
Χρυσές λυρίτσες στην τραχλιά στη μέση το ζωνάρι<br />
βασιλική περπατησιά ,που είναι γεμάτη χάρη.<br />
<br />
Το άσπρο σου πουκάμισο ,κάτω απ' το σαγιά σου<br />
λάμπει, αστράφτει και θωρώ τον ήλιο στην ποδιά σου .<br />
<br /></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-32869686616294815722012-04-29T06:47:00.001+03:002012-04-29T06:47:28.999+03:00Σαν να ήταν παραμύθι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Σαν να ήταν παραμύθι<br />
σαν να ξύπνησα από λήθη<br />
σαν νεράιδα σε ποτάμια <br />
σε μιας όχθης τα πλατάνια.<br />
<br />
Με βαρύτιμα γιορντάνια <br />
και βελανιδιάς στεφάνια<br />
γιο κατακτητή γεννάω<br />
όμως νιώθω πως πονάω .<br />
<br />
Άλογο λευκό καλπάζει<br />
τη Βεργίνα εξουσιάζει<br />
τον Ελλήσποντο περνάει <br />
και της Σάρδεις προσπερνάει<br />
κυριεύει την Ασία ,φτάνει μέχρι την Ινδία<br />
στρατηλάτης ξακουστός της Ολυμπιάδας γιος.<br />
<br />
Σαν να ήταν παραμύθι <br />
το κουκί και το ρεβίθι <br />
έφτασε στη Βαβυλώνα και<br />
εκεί θάφτηκε στο χώμα .<br />
<br />
<br /></div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-59073153014377147702012-04-19T15:51:00.000+03:002012-04-19T15:51:24.314+03:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"> <br />
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"><b>Έναστρες νύχτες</b></span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><br />
</div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">Από το χέρι με κρατούσες και κατεβαίναμε μες την νυχτιά,</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">διπλά στη θάλασσα και μου μιλούσες όπως το κύμα στην αμμουδιά.</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><br />
</div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">Γλυκός ο ήχος της φωνή σου, αστέρια τα μάτια σου στον ουρανό</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">η άμμος ζεστή σαν το κορμί σου,τα δεντρά μουρμούριζαν πως <span lang="de-DE">σ' αγα</span>πώ.</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><br />
</div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">Έναστρες νύχτες ,φεγγάρι που λάμπει, κιθάρα μου παίζεις τα δειλινά </span> </div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">φωτιές ανάβεις για μένα στην άμμο θα σ<span lang="de-DE">'</span> αγαπάω παντοτινά.</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><br />
</div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">Σαν κύμα που σκάει πάνω σε βράχο είναι ο έρωτας ορμητικός,</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">εμείς βοτσαλάκια πάνω στην άμμο,που κάνουν όνειρα και ύπνο γλυκό. </span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><br />
</div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">Ώρες ατέλειωτες γλυκιά η νύχτα και εμείς περιμένουμε τον ήλιο να 'ρθει</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">να απλώσει, το χρώμα του και όλα να γίνουν πορτοκαλί.</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"> </span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><br />
</div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">Έναστρες νύχτες ,φεγγάρι που λάμπει, κιθάρα μου παίζεις τα δειλινά </span> </div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;">φωτιές ανάβεις για μένα στην άμμο θα σ<span lang="de-DE">'</span> αγαπάω παντοτινά.</span></div><div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"><br />
</span></div> </div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-12137649929394192462012-04-19T12:11:00.002+03:002015-10-31T14:39:17.758+02:00Το τραγούδι του γάμου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Νύφη 'τοιμάζει τα προικιά,<br />
ολημερίς υφαίνει.<br />
Σαγιά, σιγκούνι, κέντησε<br />
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZhhGY4Eq6LIAkmn_RUCUjRO2n0TCoUnlGQqkaJ64I9pCsjKga38EZ-FSuCTUNkA4fu7I17w4Q4Tw0bRUZMSLtcQHdgK3JAbkywImiwJeSd9UCDOMKFA1e6lcbYrJ2Bj-jkxnezf9CvuXr/s1600/%25CF%2586%25CF%2589%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25B3%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2586%25CE%25B9%25CE%25B1+%25CE%25B1%25CF%2580%25CE%25BF+%25CF%2584%25CE%25B7%25CE%25BD+%25CE%2599%25CF%2586%25CE%25B9%25CE%25B3%25CE%25B5%25CE%25BD%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="215" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZhhGY4Eq6LIAkmn_RUCUjRO2n0TCoUnlGQqkaJ64I9pCsjKga38EZ-FSuCTUNkA4fu7I17w4Q4Tw0bRUZMSLtcQHdgK3JAbkywImiwJeSd9UCDOMKFA1e6lcbYrJ2Bj-jkxnezf9CvuXr/s320/%25CF%2586%25CF%2589%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25B3%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2586%25CE%25B9%25CE%25B1+%25CE%25B1%25CF%2580%25CE%25BF+%25CF%2584%25CE%25B7%25CE%25BD+%25CE%2599%25CF%2586%25CE%25B9%25CE%25B3%25CE%25B5%25CE%25BD%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B1.jpg" width="320" /></a>φούντες μακριές τους βάζει.<br />
<br />
Στοίβες κάνει με μάλλινα<br />
Σουφλιώτικα μετάξια.<br />
Φλουριά, γιορντάνια αγόρασε<br />
στο στήθος να φορέσει,<br />
Γιαννιώτικα χαλκώματα νοικοκυριό να κάνει.<br />
<br />
Μπρατσέρες ναύλωσε<br />
ο γαμπρός να πάει να τη φέρει.<br />
Στα αμπάρια φόρτωσε κρασί<br />
γλυκό από τη Σάμο<br />
<br />
Φρόνιμη κόρη όμορφη, εγώ ήρθα να σε πάρω,<br />
γίνε κυρά και αρχόντισσα στο αρχοντικό μ' απ' αύριο.</div>
Idea Studiohttp://www.blogger.com/profile/11149688190057483057noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-47553933283934579542012-04-18T21:09:00.000+03:002015-01-14T12:37:38.695+02:00Καράβι είμαι ταπεινό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="http://distilleryimage8.s3.amazonaws.com/480ccba02f0411e286531231381b3c35_7.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://distilleryimage8.s3.amazonaws.com/480ccba02f0411e286531231381b3c35_7.jpg" height="400" width="400" /></a></div>
<div style="text-align: center;">
Μες το γαλάζιο σου ουρανό, σύννεφο έγινα μικρό</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
και ταξιδεύω αργά, αργά σε καμαρώνω από ψηλά.</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Μες τις μικρές σου γειτονιές, είδα χιλιάδες ομορφιές,</div>
<a name='more'></a></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
απλά κορίτσια του λαού, ξανθά αγόρια του Μαγιού.</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Μες τη γαλάζια θάλασσα εγώ έγινα καράβι</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
και πέρασα απ<span lang="de-DE">'</span> τα νησιά και είδα τα σπίτια τα λευκά,</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
γλάρους που γύρω μου πετούν και παλικάρια να μοχθούν</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
κήπους με τριανταφυλλιές και ταβερνίτσες ταπεινές .</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Οι μουσικές σου αγγελικές,οι παραδόσει σου παλιές,</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
χοροί με βήματα μικρά, κάποιοι χορεύαν το Ζορμπά</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
στα γλέντια τους τα γιορτινά ,ακούν σαντούρι και βιολιά</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
νησιώτικοι γλυκοί σκοποί ,που ξεσηκώνουν την ψυχή.</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Θρακιώτικος μακρύς χορός, φουρτουνιασμένος ποταμός .</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Σύννεφο είμαι μακρινό και στο δικό τους το χορό</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
δε μπόρεσα να ενωθώ,</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
καράβι είμαι ταπεινό και το αμπάρι μου μικρό</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
πως να φορτώσω τόσο φως, </div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
του Θεοδωράκη όλο το βιός ,</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
τόσο μεράκι και χορό,ασήκωτο είναι δε μπορώ.</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
<br /></div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Μες το γαλάζιο σου ουρανό</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
σύννεφο είμαι εγώ μικρό και </div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
ταξιδεύω αργά ,αργά σε καμαρώνω από ψηλά.</div>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div style="text-align: center;">
Καράβι είμαι ταπεινό μες το γαλάζιο σου νερό. </div>
</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1358120664844699414.post-46260030822742264082011-11-24T00:28:00.008+02:002023-11-08T20:36:52.178+02:00Αθήνα κόρη λυγερή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEid52pSBm5qC3VYzVJG-lSEE6jcJO5xKBW-P0THGIL-0oBDo0aJzLDA0Ccb6bmPhmjerp9Yprfp7zXiqoD3Crp42boJJo8wC4TNkUeeREFNDMqSDYP9WANNrmZ4uwH3WkUHQCwBjSd00t_c/s644/Athina.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"></a><br />
<div style="text-align: left;">
<br />
<br />
<div style="text-align: left;">
Κόρη ξανθή, κόρη ψηλή,</div>
<div style="text-align: left;">
κόρη βασανισμένη,</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: left;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEid52pSBm5qC3VYzVJG-lSEE6jcJO5xKBW-P0THGIL-0oBDo0aJzLDA0Ccb6bmPhmjerp9Yprfp7zXiqoD3Crp42boJJo8wC4TNkUeeREFNDMqSDYP9WANNrmZ4uwH3WkUHQCwBjSd00t_c/s644/Athina.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="256" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEid52pSBm5qC3VYzVJG-lSEE6jcJO5xKBW-P0THGIL-0oBDo0aJzLDA0Ccb6bmPhmjerp9Yprfp7zXiqoD3Crp42boJJo8wC4TNkUeeREFNDMqSDYP9WANNrmZ4uwH3WkUHQCwBjSd00t_c/s400/Athina.jpg" width="400" /></a></div>
του Περικλή πεντάμορφη</div>
<div style="text-align: left;">
με του Φειδία τα αχνάρια.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Μυριάδες σε κουρσέψανε,<br />
τις ομορφιές σου κλέψανε.<br />
Στο βράχο σου τον Ιερό,</div>
<div style="text-align: left;">
της Αθηνάς έχεις βωμό.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Λευκά τα μάρμαρα σειρά</div>
<div style="text-align: left;">
και το Ηρώδειο ζερβά,</div>
<div style="text-align: left;">
Καρυάτιδες που καρτερούν,</div>
<div style="text-align: left;">
τις αδερφές τους για να ιδούν </div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Στέκεσαι πάντα λυγερή ,</div>
<div style="text-align: left;">
του Ήλιου κόρη φωτεινή.</div>
<div style="text-align: left;">
Καρτέρα κόρη μου καλή</div>
<div style="text-align: left;">
όσοι σε αγάπησαν πολύ,</div>
<div style="text-align: left;">
για σένα κάνουν προσευχή.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Μέρες θα έρθουν ποιο λαμπρές</div>
<div style="text-align: left;">
και στις δικέ σου παρυφές</div>
<div style="text-align: left;">
άρχοντες και βασιλιάδες θα</div>
<div style="text-align: left;">
σου κάνουν τεμενάδες.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0