Στην
Τσιάρα, η ζωή κυλούσε σαν τα νερά της
Σαλαμπριάς, αφρισμένο ποτάμι
Οι ξωμάχοι, άλλοι σκυφτοί τσάπιζαν, τα
σπαρμένα χωράφια του τσιφλικιού,
άλλοι
βοσκούσαν τα πρόβατα, μέχρι το βούτηγμα του ήλιου πίσω απ' στα ψηλά βουνά.
Οι γυναίκες, γυρνώντας στα φτωχόσπιτα,
σακατεμένες απ' το λιοπύρι της μέρας και
το τσάπισμα της γης, μάζευαν ξύλα απ' την
ακροποταμιά, για να ψήσουν το καρβέλι
τους. Στην πλάτη ήταν ζαλωμένες με τα βρέφοι, που καρτερούσαν στωικά να τα βάλει η μάνα τους στο βυζί να πιούν το γλυκό της γάλα.
Οι άντρες πλησίαζαν την όχθη με το παντελόνι σκουμπωμένο μέχρι τα γόνατα, πλένονταν να δροσιστούν και με την απόχη, έπιαναν πέστροφες για να δειπνήσουν στο σπίτι.
Τα κουδούνια των προβάτων, σκέπαζαν το κλάμα των νηπίων, που παραπονιόταν για την πείνα και την δίψα.
Τα μεγαλύτερα παιδάκια, με μια βέργα λυγαριάς στο χέρι, γύριζαν μαζί με τα κοπάδια στο χωριό.
Ξυπόλυτα και ξεθεωμένα απ' την πείνα και το λιοπύρι της μέρας. Αποκαμωμένα έφταναν στις αυλές τους , εκεί που τα καρτερούσε μια γραία με ένα ξεροκόμματο μπομπότα και λίγα βρασμένα λάχανα, να τα ταΐσει μια ολιά.
Τα παλικάρια τα βράδια, καθυστερουσαν στο δρόμο
του γυρισμού γιατα κονάκια τους. Έκαναν χαμηλόφωνες, απαγορευμένες συζητήσεις για τον
αναδασμό της γης.
Ακόμη
λιγότεροι εκείνοι που τολμούσαν να το
σκάσουν, τραβώντας για τη Λάρισα, για
να ακούσουν τα νέα, των αγωνιστών του
ξεσηκωμού.
Οι
άντρες του Τσαούση παραφύλαγαν στα
γιοφύρια των συνόρων του Τσιφλικιού.
Και σαν έπαιρναν χαμπάρι ανταρσία, δε
έβγαινες ζωντανός απ' τα χέρια τους.
Τα
μόνα λόγια παρηγοριάς, για όλους αυτούς
τους δύστυχους, ήταν εκείνα του παπά
κάθε Κυριακή.
Που για να τους μαζεύει
στην εκκλησιά, έχει βάλει βέτο στον
Τσαούση.
Σα
θες να σου δουλεύουν τούτα τα έρμα
πλάσματα, άστα μια μέρα να ξαποστάσουν.
Αλλιώς, να ξέρεις, πως μια μέρα θα
ξεσηκωθούν και θα σε φάνε. Εσύ είσαι
ένας Τσαούση, εμείς είμαστε πλιότεροι.
Έτσι μίλαγε ο παπάς και χωρίς δεύτερη
κουβέντα, έφευγε στητός, για την
εκκλησιά. Ακολουθούσε τις συμβουλές
του παππού του, δίνοντας ελπίδα στα
πονεμένα πλάσματα του κάμπου.
Ο γερο
Αναστάσης, του έλεγε συχνά, πως να κουλαντρίζει τον Τσαούση. Αμόρφωτος είναι και νταής,
μα σαν του πεις κοφτά αυτό που θες και
τον βάλεις να σκεφτεί, πως αυτό που λες είναι καλό για δικό του συμφέρον, παίρνει
το μήνυμα ο Τσαούσης .
Και τούτο, το είχε
πάντα κατά νου ο νιούτσικος παπάς.
Στην
άλλη πλευρά του κάμπου της Λάρισας, οι
κολίγοι ήταν ποιο τολμηροί.
Εκεί, είχε
φτάσει η φωνή του Μαρίνου Αντύπα! Τ
Τούτος,
ήταν ένας μεσόκοπος, λιανός τυπάκος, με γυαλάκια. Γύρναγε από χωριό σε χωριό, με ένα
ντορβά στον ώμο και μια μαγκούρα που
τον στήριζε στο μοναχικό του περπάτημα.
Ο
Μαρίνος Αντύπας, ήταν ξενομερίτης.
Απ΄ την Κεφαλλονιά, μεγαλωμένος διαφορετικά
απ' τους κολίγους του κάμπου.
Τα νησιά
του Ιονίου, δε έζησαν κάτω απ' το σπαθί
και το φόβο του Τούρκου.
Εκείνος
είχε μάθει να ζει λεύτερος.
Και το όνειρό
του ήταν, κάθε Έλληνας, να ζει λεύτερος
στο τόπο του, να έχει δική του γη και να
χαίρετε τον καρπό της.
Τούτος
λοιπών ο ξενομερίτης, ξεσήκωνε με τα
λόγια του κάθε κολίγο που συναντούσε.
Αλλά, δε τον άφησαν και πολύ να συνεχίσει το
έργο του.
Στις
9 του Μάρτη του 1907 ένας απ' του επιστάτες
του Μεταξά,
( Τσιφλικάς, της περιοχής του
Πυργετού )
σκοτώνει τον Μαρίνο Αντύπα,
την ώρα που εκείνος μιλούσε στους
κολίγους του χωριού.
Μα
τα λόγια του Αντύπα, είχαν ρίξει σπόρο
στις καρδιές των κολίγων.
Έτσι, με θάρρος,
αποφασίζουν να ξεσηκωθούν ενάντια σε
όλους όσους τους καταπιέζουν και
πλουτίζουν εις βάρος τους.
Την
άνοιξη του 1910 ξεσηκώνονται κατά χιλιάδες.
Χωριά
ολόκληρα όπως τα Βάνια*, τα Σκάλαινα* το
Χατζηλαζάρ,τ ο Γκαρζί*το Χατζήμισι* ο
Πυργετός Λάρισας, ο Παλαμάς Καρδίτσας
και πολλά άλλα, ξεσηκώνονται και
οργανώνουν συλλαλητήρια στην πόλη της
Λάρισας.
Από όλη τη Θεσσαλία καταφθάνουν
αγρότες με τις αξίνες, τα τσαπιά και τις
τσουγκράνες τους στον ωμό.
Άλλα όπλα δε
είχαν και η μαύρη αλήθεια είναι, ότι
ήθελαν με το καλό να πάρουν το μοιράδι
τους, δε θέλαν φασαρίες.
Την
ημέρα εκείνη, οι αγρότες σχεδίασαν να
πάνε στην κεντρική πλατεία της Λάρισας.
Συγκεντρώθηκαν στο σταθμό του Κιλελέρ,
για να πάρουν το τρένο και απαίτησαν
επιβιβαστούν χωρίς εισιτήρια.
Ο σταθμάρχης αρνήθηκε και έτσι ξεκίνησαν
τα επεισόδια.
Οι
έφιπποι άντρες της κυβέρνησης, όρμησαν
στα φτωχά ανθρωπάκια του κάμπου αλύπητα.
Έπεσε ξύλο με το τουλούμι.
Τραυματισμοί,
βογκητά, βρισιές, οι άντρες εξαγριώθηκαν
και άρχισαν να λιντσάρουν τον σταθμάρχη.
Το τρένο απομακρύνθηκε σιγά, σιγά,
αφήνοντας πίσω, νεκρούς και τραυματίες.
Τα βαγόνια με τα παραθύρια σπασμένα και
τις λαμαρίνες γεμάτες λακκούβες από
τις πέτρες που πετούσαν οι εξαγριωμένοι
άντρες, κίνησε λαβωμένο και αυτό για
τον επόμενο σταθμό.
Λίγα
χιλιόμετρα ποιο κάτω, υπήρχαν άλλοι
αγρότες που όρμησαν στα βαγόνια μόλις
σταμάτησε το τρένο στο σταθμό. Απείλησαν
ότι θα καταστρέψουν τις γραμμές του
δικτύου αν δε τους επιτρέψουν την
επιβίβαση.
Έγιναν πάλι επεισόδια,
βρισιές, φωνές, πέτρες, οι άντρες χτυπούσαν
με τα αγροτικά τους "όπλα" το
σιδερένιο θεριό που κουβαλούσε τους
χωροφυλάκους .
Ο επικεφαλής της στρατιωτικής ομάδας,
που επέβαινε στο τρένο με σκοπό, να είναι
στο συλλαλητήριο της Λάρισας, για
να επιβάλει την τάξη, έδωσε σύνθημα να
πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό.
Ο κόσμος έγινε έξαλλος και οι πέτρες
έπεφταν βροχή !
Ο
δεύτερος και ο τρίτος πυροβολισμός
λάβωσε τα κορμιά δυο γερόντων που ήταν
μπροστά και ενθάρρυναν τους άντρες.
Οι
χωριανοί τους, βλέποντας τα νεκρά κορμιά
των γερόντων, όρμησαν με τις τσουγκράνες
και τα δικράνια, καρφώνοντας τους
χωροφύλακες αλύπητα.
Δώδεκα βαριά
τραυματίες και δεκαπέντε παλικάρια,
έπαυσαν να ανασαίνουν εκεί στο σταθμό
του Τσουλάρ*.( Σήμερα το χωριό το ονομάζουν
Μελία).
Το τρένο έφτασε στη Λάρισα με
διαλυμένα βαγόνια και οι χωραφυλάκοι
κατευθύνθηκαν στο κέντρο της πόλης.
Οι
αγρότες έφτασαν ενωμένοι στην πλατεία,
ανέβασαν ένα παλικάρι ( φοιτητή ) το
Γιώργο Σχοινά, πάνω σε ένα βαρέλι, να
διαβάσει το ψήφισμα που θα έστελναν στη
βουλή.
Το παλικάρι, με τρεμάμενη
φωνή, εξέφρασε την οδύνη του για τα
επεισόδια και τους θανάτους των
συμπατριωτών τους. Διάβασε το ψήφισμα
και άρχισαν να το υπογράφουν ένας ένας,
ενώ οι χωροφυλάκοι τους έσπρωχναν για
να διαλυθούν και έσερναν όσους μπορούσαν
στα μπουντρούμια της φυλακής.
Το
ψήφισμα πήγε στη βουλή, μα δεν αρκούσε
για να σταματήσει ο θυμός που έβραζε
στα στήθη των κολίγων.
Οι συμπλοκές συνεχίστηκαν στην Αθήνα, βγήκαν μαχαίρια,
βρέθηκαν τσαπιά, που αντί να σκάβουν
χώμα, άνοιγαν κεφάλια και θέριζαν θάνατο.
Οι αγρότες, γνώριζαν πως οι βουλευτές
που θα πίεζαν για απαλλοτρίωση, ήταν
ελάχιστοι. Ήξεραν πως έπρεπε να αγωνιστούν για να επιτύχουν κάτι.
Έγιναν
εκατοντάδες συλλήψεις αγροτών, θρήνησαν
παλικάρια οι μάνες και οι γυναίκες, δε
είδαν τους άντρες τους μέχρι τον Ιούνιο.
Ο Δραγούμης ( τότε πρωθυπουργός ) με
βουλεύματα, έδωσε συχωροχάρτι στους
αγρότες, για να εκτονώσει λίγο την
κατάσταση.
Η
κατάσταση δε πήρε καλυτέρευση, το
Δραγούμη διαδέχθηκε ένα χρόνο μετά, ο
Βενιζέλος. Απαλλοτριώσεις δε γίνηκαν
και ο θυμός δεν έσβησε.
Ο
παπά Αναστάσης, νέος δυνατός και
αναρχικός, για τα δεδομένα της εποχής,
ήθελε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τους
χωριανούς του.
Αυτός ήταν ο τόπος του,
σιχαίνονταν τον Τσαούση, τους έπαιρνε
τον κόπο της δούλεψης τους.
Λυπόταν την
Μαρουσιάννα, που ήταν αναγκασμένη να
σκάβει το κομμάτι της γης που τους
παραχωρούσαν και ταυτόχρονα ήταν
αναγκασμένη, να τρέχει να κάνει τη δούλα
συχνά πυκνά στο αρχοντικό του τσιφλικά.
Αυτό
τον πείραζε περισσότερο απ' όλα τα άλλα,
γιατί εκείνος είχε μια σχετική ελευθερία,
επειδή είχε το ράσο που τον προστάτευε,
μα η έρμη η παπαδιά, βασανίζονταν όπως
όλες οι γυναίκες του χωριού, ήταν έρμαιο
στις ορέξεις του Τσαούση.
Με την πρόφαση
πως η παπαδιά ξέρει καλό νοικοκυριό, τη
φώναζαν στο αρχοντικό να βοηθάει τα
κορίτσια στην κουζίνα, να επιβλέπει την
καθαριότητα στο σπίτι, να γυαλίζει τα
ασημικά, που κουβάλαγε ο Τσαούσης από
την Φραγκιά και να σερβίρει τους
παλικαράδες που κουβάλαγε στο κονάκι να γλεντοκοπάνε τις νύχτες.
Κεφάλι δε σήκωνε η παπαδιά, δε ήθελε να γίνει θέμα και
να βάλει τον παπά σε περιπέτειες, μα
καταλάβαινε την εμμονή που είχε μαζί
της ο Τσαούσης, την λιμπίζονταν παράθεμά
τον, αυτόν και τη γενιά του.
Σαν
φούσκωσε και φάνηκε η εγκυμοσύνη της,
την άφησαν ήσυχη στο κονάκι της. Της
έστελναν πεσκέσια απ' το αρχοντικό, πότε
λαρδί, πότε τουρσιά και ψητά κρέατα στη
γάστρα. Μα εκείνη, καμώνονταν πως η
γκαστριά της δε την αφήνει να γευτεί
τίποτα και τα μοίραζε στα παιδιά του
χωριού, απέναντι στην όχθη την ώρα που
πήγαινε να φέρει νερό στο σπίτι. Τα έβαζε
στην κανίστρα* της και σαν έβλεπε τα παιδάκια, τα φώναζε και τα φίλευε άσπρο
αφράτο ψωμί και τους μεζέδες που τις
έστελναν.
Όσο
καιρό οι αγρότες ήταν στις φυλακές και
περίμεναν τη δίκη, ο παπάς όργωνε τα
χωριά, με πρόφαση να ευλογήσει τα χωράφια, ή
με την πρόφαση πως έχει να τελέσει
μυστήριο.
Δασκάλευε τους κολίγους, να
οργανωθούν για ξεσηκωμό. Πρέπει να
είμαστε όλοι εκεί, να παρασταθούμε τους
έλεγε.
Αν μας δουν θα πάρουν θάρρος
οι δικοί μας και οι δικαστές να καταλάβουν
ότι εμείς είμαστε οι αδικημένοι. Οι
φτωχολογιά δουλεύει, μα πεινάει.
Τα
παιδιά μας μένουν αγράμματα, οι γυναίκες
μας βιάζονται, ως πότε μωρέ θα περνάμε
τη ζωή μας σαν δούλοι;
Η χώρα μας είναι
πια λεύτερη, οι Τούρκοι έφυγαν.
Τους
μάζωνε απόμερα κάτω από τα πλατάνια και
τους ορμήνευε σαν δασκαλοπαίδια, μοίραζε
σε όσους ξέραν πέντε γράμματα το ψήφισμα
που θα έστελναν στην κυβέρνηση και τους
ενθάρρυνε φέρνοντας νέα από τη Λάρισα
και τον ξεσηκωμό.
Ο
Τσαούσης τον είχε στο μάτι και τον
παρακολουθούσε από καιρό, ο ένας μισούσε
τον άλλο θανάσιμα.
Λίγες μέρες μετά την
γέννηση του γιου του, ο παπάς τράβηξε
για τη Λάρισα, φορτωμένα τα δισάκια του, ζερβά- δεξιά στο άλογο με τρόφιμα για
τους αγωνιστές. Στον κόρφο κατάστηθα
το ψήφισμα γραμμένο από τα χέρια της
Μαρουσιάννας.
Είχε καλό προαίσθημα ο δόλιος, κάλπαζε λεβέντικα και σιγοτραγούδαγε
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται, κοιμόνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους. Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα, |
Τραβούσε
ίσα για τη Λάρισα, εκεί θα δίκαζαν τους
αγρότες που ξεσηκώθηκαν και ήθελε να
είναι εκεί να ξέρει από πρώτο χέρι τι
τους περιμένει και να μπορέσει να τους
παρασταθεί.
Η
δίκη έγινε και εξήντα νοματαίοι κρίθηκαν
ένοχοι για το θάνατο των χωροφυλάκων
και για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα
τρένα.
Απογοητευμένος
ο παπάς, κατά το απόγευμα , πήρε το
δρόμο της επιστροφής.
Η
μέρα, την εποχή αυτή είναι μεγάλη.
Υπολόγιζε, σε τέσσερις ώρες το πολύ, να
είναι στα Τρίκαλα πριν τον βρει η νύχτα.
Το άλογο έδειχνε κουρασμένο και δεν το
ζόριζε, σαν έφτασε στο Ζάρκο, (χωριό στα
σύνορα των Τρικάλων και Λάρισας) άκουσε
καλπασμούς ξοπίσω του.
Πέντε
άντρες καβάλα σε άλογα, έκαναν φοβερό
θόρυβο καλπάζοντας μανιασμένα προς το
μέρος του.
Δεν
έδωσε σημασία, πίστεψε πως θα ήταν
χωρικοί της περιοχής, που έβαζαν κόντρες
μεταξύ τους.
(Μια συνήθεια των νέων
αντρών του κάμπου, που με αυτό τον τρόπο,
εκδήλωναν την επιδεξιότητα στην ιππασία
και τη λεβεντιά τους.)
Χαμογελαστός
ο παπάς, τους ενθάρρυνε φωνάζοντας, άντε
ορέ λεβέντες, τρεχάτε κι οι κυράδες
περιμένουν με την τάβλα* στρουμέν και
το μαστραπά* γιουμάτο κρασί!
Η
πρώτη ντουφεκιά, βρήκε το χώμα δυο μέτρα
μπροστά απ' το άλογο του παπά, το άλογο
τρόμαξε και σηκώθηκε στα πίσω πόδια
Ο
παπάς, έσφιξε τα γκέμια με όλη του τη
δύναμη και ένωσε τα πόδια του
πάνω στα λαγκόνια του ζώου.
Μιλώντας
του ήρεμα, θέλησε να το καθησυχάσει,
σους μπρε, μη φοβάσαι, οι άντροις παίζνε, μι
σκιάζεσε κορίτσιμ, του γλυκομίλησε.
Η
φοράδα ηρέμησε, με αργό καλπασμό πήγε
δυο τρεις απλωσιές.
Ένα λεπτό κράτησαν
όλα τούτα.
Η δεύτερη ντουφεκιά, βρήκε
τον παπά στην αριστερή ωμοπλάτη.
Ένιωσε το κάψιμο της σφαίρας, ένα πόνο να του σφάζει το κορμί.
Μη με προδώσεις ψιθύρισε στον εαυτό του, γύρισε το άλογο προς τα
πίσω να δει ποιος τον ντουφέκισε!
Ο
Τσαούσης έδειχνε τα δόντια του με ένα
διαβολεμένο χαμόγελο.
Ο
παπάς όπλο δε είχε να ρίξει στον οχτρό
του, μα όρμησε με το άλογο καταπάνω στον
αφέντη του χωριού του.
Σατανά,
ούρλιαξε, τι σου έκανα όρε και θες να με
ξεκάνεις;
Αυτό
που θέλω, θα το έχω μόλις σε ξεκάνω.
Μου είσαι εμπόδιο όσο είσαι ζωντανός,
του είπε ο Τσαούσης με θράσος.
Θέλω την Μαρουσιάννα για κυρά μου!!!
Λύσσαξε
ο παπάς, από πόνο και θυμό μαζί, κόλλησε
το άλογο του δίπλα στο άλογο του Τσαούση, τον άρπαξε απ' τα μαλλιά με όση δύναμη
είχε, τον έριξε κάτω.
Ο Τσαούσης δε
το περίμενε και σωριάστηκε στο χώμα
κουτρουβαλώντας σαν σακί.
Τα
άλογα χλιμίντριζαν και χτυπούσαν τους
οπλές τους στο χώμα, η σκόνη χώθηκε στα
μάτια του Τσαούση και τον θάμπωσε, ο
παπάς μπρούμητα καταγή,ς δίπλα του, ανάσαινε βαριά απ΄ τον πόνο.
Τι είπες ορέ Τουρκόσπορε ; Σήκωσες τα μάτια σου στη παπαδιά;
Δεν έχεις ιερό και όσιο εσύ;
Η σκόνη είχε θαμπώσει τα μάτια του Τσαούση και ο ιδρώτας του έκαιγε τα μάτια. Όρμησε
στον νεαρό άντρα, να τον χτυπήσει με τα πόδια .
Ο νεαρός παπάς, έβραζε από την προσβολή που δέχθηκε. Και πισώπλατα τον χτύπησε και την γυναίκα του ήθελε!! Ποιος νομίζει πως ειναι; σκεφτόταν σφίγγοντας τα δόντια από πόνο.
Το ράσο του, είχε μουσκέψει από το αίμα, ο πόνος τον
τρέλαινε, το στόμα του έτρεμε, ο ιδρώτας
του έσταζε πάνω στη μούρη του Τσαούση.
Θα σε πνίξω Τσαούση, εδώ θα πεθάνουμε
και οι δυο. Την δική μου την κυρά, δε θα
τη χαρείς ποτέ, το ακούς; Ποτέ!!
Το
στόμα του παπά έβγαζε αφρούς, αλλά τα
δάχτυλα του είχαν ακόμη δύναμη και
έσφιγγαν το λαιμό του Τσαούση, τον
πάταγε με το γόνατο στην κοιλιά με μανία.
Θα
σε λιώσω ρε Τουρκόσπορο σκουλήκι, τόλμησες
να κοιτάξεις την παπαδιά;
Ο
Τσαούσης δε μπορούσε να μιλήσει, ήταν
αδύνατον να ανασάνει έτσι όπως τον είχε
πιάσει, έκαιγε το λαρύγγι του και είχε
κατουρηθεί από το βάρος του παπά πάνω
στην κοιλιά του. Ο Κίτσιος Φότσιος (τσιράκι του
Τσαούση ) βλέποντας πως ο παπάς δε έχει
σκοπό να αφήσει τον Τσαούση, πυροβόλησε
ξανά, ο παππάς ένιωσε πως άδειαζε το
κεφάλι του, ο πόνος από τη σφαίρα που
του τρύπησε το δεξί μπράτσο τον έκανε
να πέσει μπρούμυτα πάνω στον Τσαούση,
τα λογικά και οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
Ο
Τσαούσης ήταν ένα χαμένο κορμί, οι
παλικαράδες του καθάριζαν για πάρτι
του πάντα, ρίξτε ρε μπαστάρδια φώναξε
στα τσιράκια του μόλις ένοιωσε ότι ο
παπάς λιποθύμησε απάνω του.
Σήκωσε
ο Κίτσιος Φότσιος το δίκαννο και πέτυχε
τον παπά στο κεφάλι!
Το
κεφάλι του παπά Αναστάση έγινε χίλια
κομμάτια.
Ο Τσαούσης, βάφτηκε με το
αίμα που σκόρπισε η ντουφεκιά, ο παπάς
είχε μείνει ακέφαλος και ασάλευτος
απάνω του.
Έμεινε ανάσκελα και ανάσαινε
βαθιά μέχρι που ήρθε ο Κίτσιος και τον
σήκωσε απ' το χώμα.
Άφησαν
το κουφάρι του παπά εκεί, μέσα στη σκόνη
του χωματόδρομου, ακέφαλο και γυμνό.
Κανείς δε ήταν στο κάμπο τέτοια ώρα για
να τους δει, του πήραν ότι παράδες* είχε,
τη βέρα του, αδειάσανε τα δισάκια με τα
δώρα της Μαρουσιάννας, όλα όσα πρόδιδαν
πως ήταν παπάς και πήραν το δρόμο για
τα Τρίκαλα.
Όταν
έφτασαν έξω από την πόλη ήταν νύχτα.
Καμιά
τρακοσάρια μέτρα ποιο πάνω απ' το
Κουρσούμ*Τζαμί, ο Ληθαίος*, το υδάτινο
φίδι των Τρικάλων, κυλούσε σχίζοντας
τα Τρίκαλα στα δυο, με τα γάργαρα καθαρά
νερά του.
Το Μάη τα νερά ήταν αρκετά
χαμηλά και δροσερά και οι όχθες γεμάτες
με ψηλά πλατάνια, κουτσοπιές και
αγριοκαστανιές.
Ο Τσαούσης βούτηξε ως το λαιμό, να ξεπλύνει το αίμα,
έτριβε το δέρμα του με μανία και αηδία.
Το νερό κυλούσε γοργά και έπαιρνε μαζί
του το αίμα του παπά.
Μάρτυρας στο ξέπλυμα του φονικού, το φεγγάρι που καθρεφτίζονταν στα νερά του Ληθαίου.
Βγήκε
ολόγυμνος στην όχθη, έπεσε ανάσκελα
πάνω στο χορτάρι και φώναξε τον Κίτσιο.
Τράβα στο χωριό και φέρε μου μια αλλαξιά
καθαρά ρούχα και τον αραμπά πριν
ξημερώσει.
Έφυγε
ο Κίτσιος και εκείνος ξάπλωσε να
κοιμηθεί, χωρίς να έχει τύψεις.
Ήθελε
να ξημερώσει και να ξεκινήσει τη ζωή
του απ' την αρχή, μια ζωή δίπλα στην ξανθιά
γυναίκα που παπά.
Ο
φόνος δε τον απασχολούσε, τα όνειρα του
ήταν γεμάτα από εκείνη!
Στα
νότια της πόλης των Τρικάλων το
Κουρσούμ Τζαμί
Πριν
το χάραμα, αλλαγμένος και καθαρός κίνησε
για την αγορά.
Το
χάραμα της Πέμπτης το κέντρο των Τρικάλων
γέμισε με πραματευτάδες.
Οι Οβριοί, *
άνοιγαν τα μαγαζιά πριν σηκωθεί ο ήλιος
μια οργιά.
Τα κάρα, πηγαινοέρχονταν στην
πόλη φορτωμένα με κάθε λογής πραμάτειες,
από μαλλί προβάτων και τυριά μέσα σε
βαρέλια, μέχρι γκλίτσες από ξύλο οξιάς
για τους βοσκούς.
Τα μαγαζιά που γυάλιζαν
τα μπακίρια, άναβαν τη φωτιά να
πυρώσουν το κασσίτερο και το σφυρί
χτυπούσε ρυθμικά τα μπακιρένια ταψιά,
που κεντούσαν για την προίκα τους οι
κόρες.
Οι καλοί μάστορες, έφτιαχναν
σχέδια περίτεχνα, με κλάρες και λουλούδια
πάνω στο μπακίρι, έργα τέχνης ήταν κάθε
κατσαρόλι και κάθε ταψί.
Τα μαγέρικα
που έφτιαχναν πατσά, δε χρειαζόταν να
ρωτήσεις που είναι, το σκόρδο και το
χτύπημα του μαχαιριού και της τσιμπίδας
σε έφερνε στην πόρτα τους. Άνθρωποι και
ζώα όλοι στον ίδιο δρόμο, κάρα με άλογα
και μουλάρια, χαμάληδες με τα φορτία
στην πλάτη, γερμένοι εμπρός, διπλωμένοι
στα δυο από το βάρος, σχεδόν έτρεχαν να
πάνε στον προορισμό του το φορτίο.
Παιδιά
δέκα ως δώδεκα χρονών, κουβαλούσαν τις
πλάκες με τον πάγο για την κρεαταγορά
και τα μαγέρικα, μέσα σε ξύλινα καρότσια,
που έσταζαν νερά και αυτά ξυπόλητα με
μπαλωμένα πανταλόνια και δεμένο στη
μέση για ζωνάρι ένα κουρέλι ή ένα σχοινί.
Στα
Τρίκαλα εκείνη την εποχή, οι Εβραίοι
είχαν τα καλύτερα μαγαζιά.
Είχε γεμίσει
ο τόπος από δαύτους, στα Γιάννενα, στην
΄Αρτα και στα Τρίκαλα, αμέσως μετά την
επανάσταση στο Μοριά.
Τότε, ο Κολοκοτρώνης,
τους ξέκανε με το σπαθί του, επειδή
έπαιρναν το μέρος των Τούρκων και δεν
υποστήριζαν την επανάσταση.
Έτσι πήραν
το δρόμο προς το βορρά και έφτιαξαν εκεί
καταντιά.
Τα
Τρίκαλα είχαν μεγάλη εβραϊκή κοινότητα
από πολύ παλιά, είχαν βρει καταφύγιο
στην πόλη της Θεσσαλίας.
Είχαν τρεις
συναγωγές, την Ελληνική, την Σεφαραδίμ
με Εβραίους που προερχόταν από την
Ιβηρική χερσόνησο και την Βαλόνα της
Πορτογαλίας, και των Ασκεναζίμ που
προέρχονταν από τη βόρεια Ευρώπη.
Ήταν
ξακουστοί τεχνίτες, έμποροι και τραπεζίτες.
Ένας
από δαύτους ήταν και ο Ααρών Μωσέ.
Ο
Ααρών, είχε τα καλύτερα αρώματα στην
πόλη και στη Θεσσαλία ολάκερη.
Μπήκε
στο μαγαζί με τα αρώματα ο Τσαούσης,
πήρε δυο μικρά μπουκάλια από σκαλιστό
γυαλί στη χούφτα του και τα ζύγιασε.
Είπε στον Οβριό να τα γιομίσει με δυο
διαφορετικά αρώματα.
Τα καλύτερα σου
όρε, μην με γελάσεις, του είπε κοιτώντας
τον άγρια.
Ο Οβριός το κοίταξε
θιγμένος, αφέντη μ, όλα μου τα αρώματα
είναι διαλεχτά, μα τα ακριβότερα θα σου
δώκω για την κυρά σου.
Πήγε
σε μια μεγάλη γυάλα, άνοιξε την μικροσκοπική
κάνουλα και άφησε το άρωμα να χυθεί μέσα
στο μπουκαλάκι.
Επανάλαβε το ίδιο στη
διπλανή γυάλα, ύστερα έβγαλε δυο ξύλινα
κουτιά και έβαλε μέσα τα μικρά πολύτιμα
αρώματα. Τα τύλιξε προσεχτικά και τα
έδωσε στο χέρι του Τσαούση. Με το δεξί
ο Τσαούσης έβγαλε μια χρυσή και την
άφηκε στον πάγκο.
Ο Ααρών την άρπαξε και
του έκανε μετάνοιες, μέχρι που βγήκε
στο κατώφλι του μαγαζιού ο Τσαούσης,
αυτός υποκλινόταν.
Οι
έμποροι υφασμάτων, ήταν στη ίδια
στράτα δεξιά, τα περισσότερα μαγαζιά
είχαν παραθύρι για να βλέπουν οι
κυράδες τα υφάσματα που είχαν στα ράφια.
Ο
Ζαδίκ Ελαζάρ, είχε το καλύτερο μαγαζί
του δρόμου με βιτρίνα!!
Δυο μέτρα παραθύρι
από πάνω ως κάτω και τα υφάσματα τα είχε
αραδιασμένα μέσα σε κάδρα!
Κάθε κάδρο
και ένα ύφασμα, μικρά, μικρά καδράκια
που είχαν σχεδιασμένα μικροσκοπικά
φορέματα, άλλα κάδρα είχαν στη μέση
τριαντάφυλλα καμωμένα από μουσελίνα. Σεντούκια ανοιχτά και ξέχειλα με άσπρες δαντέλες, καμπότο και λινά για πουκάμισα. Σιρίτια σε όλα
τα χρώματα, κορδέλες κρέμονταν από το
νταβάνι σαν σερπαντίνες και θρόιζαν,
όταν άνοιγε η πόρτα του μαγαζιού για να
διαβεί πελάτης. Τα ράφια του είχαν τα
καλύτερα τόπια, φερμένα απ' το Παρίσι
και την Ιταλία. Κουμπιά κάθε λογής για
τα φουστάνια, γάντια και ομπρελίνα για
τις κυράδες.
Ο
Ζαδίκ είχε έρθει απ' τα Γιάννενα πριν
δέκα χρόνια, γυρνούσε στα χωριά με το
κάρο φορτωμένο με την πραμάτεια του.
Μια μέρα, στη συνοικία των Εβραίων στα
Τρίκαλα, βγήκε η Σιχμά να ψωνίσει
δαντέλες, κόρη του Λεβή Αρώνη η Σιχμά,
όμορφη και σεμνή κοπέλα.
Ο
Ζαδίκ τρελάθηκε από τα γαλάζια μάτια
της, της έπιασε κουβέντα και περνούσε
η ώρα.
Ούλες οι κυράδες έφυγαν, αυτή εκεί,
στέκονταν στη μέση του δρόμου, ώσπου
βγήκε νευριασμένη η Μερκάδα η μάνα της,
μοδίστρα από της καλύτερες στη Θεσσαλία!
Παλάβωσες
μαρί Σιχμά; τι κάνεις τόση ώρα έξω με
τον πραματευτή;
Κυρά,
τη θέλω, θα την πάρω, της είπε ο Ζαδίκ!
Έτσι
την πήρε, με μια ματιά και τώρα έμενε
στα Τρίκαλα δέκα ολάκερα χρόνια.
Με την
προίκα της Σιχμά, άνοιξε το καλύτερο
μαγαζί και τα χεράκια της Σιχμά και της
Μερκάδα, μέρα νύχτα έραβαν ότι τους
έφερνε ο Ζαδίκ από τη Φραγκιά.
Μέχρι
εκεί έφτανε ο Εβραίος, για να βρει
τα καλύτερα φιγουρίνια και τις ομορφότερες
δαντέλες, γούνες απ' τη Ρωσία, για να
στολίσουν τους γιακάδες στα κοντογούνια
των κυράδων. Και όσο οι κυρές ράβονταν,
τόσο μεγάλωνε το πουγκί του Ζαδίκ.
Στο
μαγαζί του Ζαδίκ μπήκε ο Τσαούσης σαν
ρώτησε και έμαθε ότι ήταν το καλύτερο, μπήκε
χωρίς να καλημερίσει, είπε όσα ήθελε με
κοφτές κουβέντες.
Θέλω βελούδα, θαλασσιά
και κόκκινα, τέσσερις οργιές άσπρο για
πουκάμισα και να κεντήσετε τις
τραχηλιές*.
Να μου κεντήσετε μεταξωτές
ποδιές και να μου κάνετε δυο κοντογούνια,
κεντημένα με χρυσοκλωστή και πόρπες
Γιαννιώτικες.
Δείχνοντας
την Σιχμά είπε, σαν της κυράς είναι τα
μέτρα.
Τα θέλω σε ένα μήνα έτοιμα.
Δόσμε
ότι έχεις τώρα ραμμένο και σαν έρθει ο
καιρός, θα έρθω να πάρω και τα άλλα.
Τα
καλύτερα του έβγαλαν οι γυναίκες, η
Σιχμά έκανε χρέη μοντέλου για να δει ο
Τσαούσης όλη την ομορφάδα των ρούχων
πάνω σε κορμί γυναίκας!
Έβγαλε ένα πουγκί
με χρυσές και το ακούμπησε στο πάγκο,
μέτρα και πες μου αν φτάνουν είπε ο
Τσαούσης στον Ζαδίκ. Δεν μετράω αφέντη,
σε εμπιστεύομαι, πάρε ότι θες και την
άλλη βολά* έρχεσαι και με δίνεις τη
διαφορά.
Ήξερε ο Ζαδίκ ότι άντρας με
σεβντά ξοδεύει αβέρτα και πως θα ματάρθει
ο άντρας τούτος να πάρει και άλλα.
Όση
ώρα του έδειχνε η Μερκάδα και η Σιχμά
τα ρούχα, αυτός έκλεινε τα μάτια για
δευτερόλεπτα και τα φαντάζονταν στο
κορμί της καλής του!
Τέτοια δε ξέφευγαν
από το μάτι του Εβραίου έμπορα και το
πουγκί το είχε σηκώσει με τα δυο δάχτυλα,
ζύγιασε τις χρυσές με το μυαλό, χαμένος
δε βγήκε.
-Σε
ένα μηνά θα είναι όλα έτοιμα αφέντη μ.
Η Σιχμά
και η πεθερούλα μου, θα κάνουν τα
χέρια μηχανές για να σε ευχαριστήσουν !
Του
τύλιξαν με χαρτί τα ρούχα, έσυραν ένα
χάρτινο μπαούλο φερμένο απ' την Φραγκιά
και το γέμισαν με τα μετάξια και τα
βελούδα που είχε αγοράσει.
Σαν μπομπονιέρα
το στόλισαν, με κορδέλες και τριανταφυλλή
μουσελίνα.
Ο Τσαούσης του έδειξε έξω το
κάρο, βάλτε τα στο κάρο και να έχεις το
νου σου μέχρι να τελειώσω τις δουλειές
μου, μην έρθει κανείς να κλέψει
τίποτες.
Τράβηξε
τον δρόμο για τη στοά με τα χρυσοχοΐα.
Γιαννιώτη
έψαχνε, που ήξερε την τέχνη του χρυσού,
να φτιάχνει γιορντάνια για τις κυράδες.
Αυτό του έλειπε τώρα, γιορντάνια για
την ομορφάδα της.
Να τα δει με τα πράσινα
ματάκια της και να αστράψει περισσότερο
από ομορφιά.
Πήγε
τούτη τη φορά σε Έλληνα, χριστιανό.
Οι
Γιαννιώτες, είναι ξακουστοί για το
σκάλισμα στο ασήμι και το χρυσό, ήθελε
να πάρει ένα ζωνάρι με ασημένιες πόρπες,
σκαλισμένες για τη μέση της, ένα δαχτυλίδι
με κόκκινη ρουμπινένια πέτρα και δυο
σειρές φλουριά από χρυσό.
Έβγαλε τα
καλύτερα ζωνάρια ο τεχνίτης και τα
παίνευε. Τούτο είναι πιστή αντιγραφή,
ίδιο με το ζωνάρι της κυρά Βασιλικής
του Αλί Πασά αφέντη μ.
Κάνει τη μέση
δαχτυλίδι, είναι φτιαγμένο με πέτρα της Αιγύπτου. Λάπις- Λάζουλι, αυθεντικός
Λαζουρίτης πάνω σε ασήμι!!
Έχω και
ταιριαστή καρφίτσα για το μαντίλι και
δαχτυλίδι ίδιο, με σφραγιδόλιθο.
Σαν
την Κλεοπάτρα θα λάμπει η κυρά σου αν
τα πάρεις.
Δεν
την ε ξέρω δαύτη , του είπε ο Τσαούσης,
μα σαν το λες εσύ, καλή θα είναι.
Πάρε
τα, θα δείτε τα ματάκια της να
λάμπουν από χαρά, οι κυράδες ξεμωραίνονται
με τα στολίδια.
Θες
και ρουμπινάτο δαχτυλίδι;
Ελα να σου δείξω, να το φοράει στο δεξί με τη βέρα,
αθάνατο πράμα χρυσός με ρουμπίνι σαν
το αίμα κόκκινο!
Όλα τα αγόρασε ο Τσαούσης,
ο έρωτας δε κάνει παζάρια, ήθελε να πάρει
τα καλύτερα για εκείνη.
Του
ζήτησε να τα βάλει στα καλύτερα πουγκιά,
έβγαλε από τον κόρφο του το πουγκί με
τις χρυσές και άδειασε στον πάγκο τις
λίρες. Ο Γιαννιώτης τον κοίταξε με
απορία, πολλά είναι αφέντη μ! Μην νοιάζεσαι
μπρε για τους παράδες, μόν φτιάξε από
αύριο δυο βραχιόλια, με τις καλύτερες
πέτρες σου, να βάλεις αυτόν τον διάολο
τον Λαζουρίτη, θέλω να είναι χοντρές οι βέργες, σκαλιστές, όχι τίποτες ψεύτικο.
Θα έρθω την άλλη βδομάδα να τα πάρω και
ότι κάνει παραπάνω πες μου να στο δώκω.
-Μην
γνοιάζεσαι αφέντη μ και θα σου κάμω με
χρυσό, δυο βέργες, που άλλη δε θα φοράει
σε όλο το ντουνιά!
Πήρε
τα γιορντάνια και έφυγε στητός όλο
καμάρι. Ανέβηκε στον αραμπά του και
κίνησε κατά το γιόμα για το αρχοντικό. Ο
ήλιος έκαιγε για τα καλά και στο λιβάδι
έξω απ' το χωριό είχαν βγει οι παπαρούνες.
Τα πλατάνια της Σαλαμπριάς τραγούδαγαν
με το άγγιγμα του ανέμου.
Ο ουρανός
γαλάζιος, καθαρός, ενώνονταν με το φόντο
των Μετεώρων, που στέκονται περήφανα
κοιτώντας τα σύννεφα.
Τα χωράφια όλα
σπαρμένα καταπράσινα, τα στάρια είχαν
δέσει, τα καλαμπόκια είχαν ανεβεί μιά οργιά και έκρυβαν τις καλύβες και τα
πλίθινα σπιτάκια των κολίγων, μόνο το
καμπαναριό του Άι Γιώργη φαινόταν και
το αρχοντικό.
Κάτασπρο, με τα πράσινα
παραθυρόφυλλα και το μπαλκόνι του
λουσμένο στον ήλιο, τυλιγμένο με τον
πράσινο κισσό για στολίδι.
Όταν τα
μάτια θωρούν τόσο κάλλος ξεχνάς μέχρι
και φονικό, ψιθύρισε ο Τσαούσης, θα τον
ξεχάσω και εγώ και εκείνη!
Όταν
έφτασε στο χωρίο, ήταν αργά απομεσήμερο,
οι κολίγοι εκείνοι την ώρα ξεκουράζονται
για λίγο στα κονάκια τους προτού να
βγουν να βοσκήσουν τα ζώα και να πιαστούν
με το βραδινό άρμεγμα.
Το χωριό ήταν
ήσυχο μες το Μαγιάτικο λιοπύρι, κανείς
δε μπορούσε να δει τον αραμπά του Τσαούση
που ήταν τίγκα, φορτωμένο με πακέτα.
Φτωχά
ανθρωπάκια ήσαν όλοι και έννοια δε
έκαναν που είχε πάει ο Τσαούσης και τι
έκαμε στα ταξίδια του.
Γυναίκα
και συγγενείς δε είχε στο χωρίο, μαγκούφης
ήρθε, μαγκούφης είχε μείνει ως τώρα
που έπιανε τα σαράντα. Αν και ήταν
ομορφάντρας, ψηλός και λιγνός με σταρένιο
δέρμα και μαύρα μαλλιά.
Κατέβηκε
από το κάρο ξεφόρτωσε μονάχος τα πακέτα
και τα πήγε στον οντά του.
Οι
γυναίκες του σπιτιού είχαν γείρει λίγο
να ξαποστάσουν, δεν είχαν ακούσει
τον γυρισμό του.
Πήγε
και χτύπησε την πόρτα της οικονόμου,
Κωστάντο, ετοίμασε το λουτρό.
Το
λουτρό ήταν ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι,
χαμηλό με μια τρύπα σαν αυτές που έχουν
και τα βαρέλια του κρασιού για να γεμίζεις
το μαστραπά, από αυτή την τρύπα άδειαζε
το νερό όταν τελείωνε με το μπάνιο του.
Αυτό έλεγε λουτρό ο Τσαούσης, το είχαν
μες το πλυσταριό, δίπλα στο καζάνι και
στη σκάφη που η Κωστάντο έτριβε τα
ασπρόρουχα.
Πίσω από το μαγέρικο, είχε
χτίσει ο ίδιος, ένα μεγάλο πλυσταριό
όταν κληρονόμησε το τσιφλίκι, νεωτερισμοί
της πρωτεύουσας. Τα ρούχα του, τα ήθελε
πλυμένα στο σπίτι με καθαρό βρασμένο
νερό.
Στο ποτάμι άφηνε την Κωστάντο,
να πάει μόνο το καλοκαίρι για να πλύνει
τις βελέντζες και τα χράμια, που ήθελαν
πολύ νερό και κοπάνισμα στην πέτρα.
Η
Κωστάντο, έβαλε νερό στο καζάνι και σαν
έβρασε, φώναξε τα κορίτσια της να την
βοηθήσουν να ρίξει το νερό στο βαρέλι.
Έσυρε
τα βήματά της μέχρι το χαγιάτι και μήνυσε
του αφέντη της να πλυθεί.
Τιμάσκι*
του λουτρό αφέντ, είπε η Κωστάντο και
έφυγε, να βάλει το σαπούνι και τα προσόψια
εκεί στο σκαμνί που ακούμπαγε ο Τσαούσης
την πίπα του, σαν χώνονταν μες το ξύλινο
βαρέλι, μούλιαζε και ραχάτευε σαν πασάς
με τις ώρες.
-Κωστάντο,
μέχρι να τελειώσω με το μπάνιο μου,
ετοιμάστε το δωμάτιο μου.
Κάντε το να
λάμπει και στείλε την θυγατέρα σου, να
πει της παπαδιάς, ότι θα πάω στο κονάκι
της.
Την
Μαρουσιάννα λέω, διευκρίνισε λες και
είχαν και άλλη παπαδιά σε ακτίνα πενήντα
χιλιομέτρων!
Η
Κωστάντο έφυγε μουρμουρίζοντας κατάρες,
γιατί ήξερε από καιρό το πάθος του
Τσαούση για τη Μαρουσιάννα.
Τολμούσε ο
αχαΐρευτος να σηκώσει τα μάτια στην
παντρεμένη γυναικούλα. Κάθε φορά που
έρχονταν η κοπέλα στο αρχοντικό, για τα
καπρίτσια του άρχοντα, έρχονταν μαραμένη
και έκανε τα αδύνατα δυνατά να μην μένει
μόνη μαζί του. Δικαίωμα η παπαδιά δε
έδινε, μα αυτός ήταν του διαόλου σπέρμα.
Η
μεσόκοπη οικονόμος του Τσαούση, αγαπούσε
τη Μαρουσιάννα.
Έβλεπε τον καλό χαρακτήρα
της παπαδιάς, την λυπόταν που είχε έρθει
στον κάμπο μακριά από το χωρίο της και
την φαμελιά της.
Νύφη, σε ένα σπίτι χωρίς
πεθερικά και συγγενείς. Ο παπάς καλός,
χρυσός, μα ο βλογημένος, όλη μέρα μονάχη
την άφηνε στο κονάκι, να καθαρίζει, να
μαγειρεύει, να κάμει πρόσφορα και κόλλυβα
και σαν τελείωνε με αυτά, έπρεπε να
τρέχει στον κάμπο να βοηθάει τα παιδιά
των χωριανών στο σκάψιμο για να έχει
και εκείνη βοήθεια μετά από τους χωριανούς
στο δικό τους κομμάτι γης.
Βέβαια δυο
χεριά είχε και ο παπάς. 'Ισα που προλαβαίνει
να ζευγαρίσει το χωράφι με τα βόδια και
να το σπείρει. Μα το χωράφι, θέλει χέρια
όλη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι για
να δώσει καρπό. Όλα τα βάρη στη Μαρουσιάννα
έπεσαν, τα άλογα, τα βόδια τα τέσσερα
κατσίκια τους, ο μπαξές στο πίσω μέρος
από το κονάκι τους.
Οι δουλειές του
σπιτιού και το χρέος της στον Τσαούση
να τον υπηρετεί σάμπως και του το
χρωστούσε!
Άμαθη
ήταν η κοπέλα στη τόση δουλειά, ο κάμπος
δε της ταίριαζε, αυτή ήταν παιδί του
βουνού, πρόβατα φύλαγε στο πατρικό της
και το χειμώνα ύφαινε στον αργαλειό την
προίκα της και σκουτιά για να έχει η
φαμελιά ζεστά ρούχα, στο βουνό το κρύο
περονιάζει στον Κόζιακα μέχρι το κόκκαλο
το χειμώνα.
Θυμήθηκε
η Κωστάντο τον καιρό που ήρθε νύφη η
κοπέλα στο χωριό και την ιστορία του
ζευγαριού, που της είχε πει ο παππούς
του ζευγαριού.
Δυνατή
και καλοστεκούμενη, την είχε δει ο παπάς,
πριν δυο χρόνια τη Μαρουσιάννα, όταν
πήγε να λειτουργήσει στο χωριό της, με
τον παππού του, σε ένα πανηγύρι στα βουνά
της Πίνδου.
Ορφανό ήταν από τα μικράτα
του, ο παπά Αναστάσης, μάνα δεν τον
αγκάλιασε ποτέ, γυναικείο χάδι δε πήρε
ως τότε.
Είδε τη Μαρουσιάννα να χορεύει
και τρελάθηκε. Τα θηλυκά του κάμπου ήσαν
αλλιώτικα, με το βλέμμα χαμηλά, έσερναν
αργά το χορό, είχαν σκούρο δέρμα και
αδύνατες σαν καλαμιές, από την κακουχία
και τη σκληρή εργασία στον κάμπο.
Τούτη
η τσιούπρα είχε τα μάγουλα κόκκινα απ'
τον βουνίσιο αέρα, ήταν καλοφτιαγμένη
και άσπρη σαν το γάλα. Οι βουνίσιοι τρώνε
καλά, έχουν γάλα και τυριά, έχουν κρέατα
και χόρτα του βουνού. Η κοπέλα φαινόταν
γερή και είχε πρόσωπο φεγγάρι, μάτια
σαν λίμνες πράσινα και κοτσίδες σαν τον
ήλιο, χρυσές, τυλιγμένες στο κεφάλι
της.
Ο
Αναστάσης, ήταν ψηλός, λυγερόκορμος,
ηλιοκαμένος και είχε ένα γλυκό χαμόγελο,
σχεδόν αθώο, όταν συναντήθηκαν τα μάτια
τους, έμειναν κοκαλωμένοι, ο ένας να
κοιτάει τον άλλον.
Ακόμη
ράσο δε είχε ο Αναστάσης, μα όπου πήγαινε
ο παππούς του, να λειτουργήσει, τον είχε
ψάλτη και παπαδοπαίδι, ο γέρος τον
μεγάλωσε, σαν πέθαναν τα γονικά του από
χολέρα.
Σε
κείνο το πανηγύρι, είδε την Μαρουσιάννα και πήγε ευθύς πήγε να τη γυρέψει απ' τα γονικά
της.
Σε μια βδομάδα γύρισαν στεφανωμένοι
στον κάμπο. Αυτή καβάλα στο άλογο και ο
Αναστάσης πεζός, στα εικοσιπέντε του,
παντρεμένος με μια ελαφίνα του βουνού.
Πάνω στο κάρο με την προίκα της
Μαρουσιάννας, μπήκαν σαν νικητές
στο χωριό τους, με τρόπαια την προίκα
της νύφης!! Φώτισε ο τόπος όλος με το
χαμόγελο της νύφης, έφερε ευτυχία στο
σπίτι του γέρου παπά. Είδαν στοργή και
πάστρα από χέρι γυναίκας, οι δυο άντρες.
Μοσχοβόλησε το σπίτι απ' τα γλυκά και
τις πίτες της και η αυλή τους γέμισε
μυρωδικά και λουλούδια.
Μέχρι
τότε, η Κωστάντο (η οικονόμος του
Τσαούση) έφερνε φαΐ από το αρχοντικό
στον γέρο παππά και σαν είχε λίγο χρόνο,
πήγαινε να τους φροντίζει όταν έλειπε
ο Τσαούσης απ' το χωριό.
Η
οικονόμος, συνέχισε να κάνει τις δουλειές
της, φέρνοντας στο μυαλό το παρελθόν,
τον καιρό που ήρθε και εκείνη στο χωριό.
Τους
είχε μαζέψει ο Τσαούσης στο αρχοντικό,
τα παιδιά της και εκείνη επειδή η
Κωστάντου είχε χηρέψει.
Ο
άντρας της ήταν λεβεντόπαιδο,
μηχανικός στο εργοστάσιο των αδελφών
Αγαθοκλή, νεόκτιστο τότε στην πόλη των
Τρικάλων, εκεί δούλευε και εκεί μέσα
άφησε την τελευταία του πνοή.
Ένα
χρόνο μετά, ήρθε στα Τρίκαλα ο Τσαούσης,
κληρονόμησε το Τσιφλίκι της Τσιάρας
και έψαχνε μια γυναίκα που να ξέρει από
νοικοκυριό, δεν ήθελε καμιά από την
Τσίαρα.
Του είπαν για τη χήρα του μηχανικού
και πήγε να τη βρει.
Η Κωστάντου τότε
καθάριζε και ξενόπλενε στα αρχοντόσπιτα
των Τρικάλων για να αναστήσει τα
κοριτσάκια της.
Σαν της είπε ότι θα
στέλνει τα κορίτσια σχολείο και θα τα
προικίσει, πως θα έχουν φαΐ και ρούχα
και θα μεγαλώσουν στο κονάκι σαν ψυχοκόρες
του, αντίρρηση δε έφερε η γυναίκα.
Μάζεψε
τα σέα* της και πήγε στο κονάκι του
αχαΐρευτου, στα τέλη του 1885. Άλλη γυναίκα
δε πήγαινε στο αρχοντικό για να δουλέψει,
όσες γυναίκες από το χωριό ερχόταν στο
αρχοντικό έκαναν τις δουλειές της ρούγας
και του λαχανόκηπου. Έφαγε ψωμί και
μεγάλωσε τα κορίτσια χωρίς να δυστυχήσει.
Ότι περίσσευε στο αρχοντικό, το πήγαινε
στον γερο -παπά, να φαΐ και ο εγγονός του
να πιαστεί.
Ο Τσαούσης έλειπε πολύ συχνά,
είχε και άλλο κονάκι στη Λάρισα και σαν
έλειπε, κουμάντο δεν της έκανε κανείς
μες το σπίτι.
Η Κωστάντου παράπονο δεν
είχε απ' τον αφέντη, η αλήθεια να λέγετε,
αλλά κοψομεσιάστηκε τόσα χρόνια να τον
υπηρετεί.
Ο Τσαούσης ήρθε στο χωρίο, όταν
ήταν γύρω στα εικοσιπέντε και τώρα
σαραντάριζε. Κυρά στο σπίτι δε είχε
φέρει ο ανεπρόκοπος, με τις πουτάνες
στα Τρίκαλα γλεντοκόπαγε. Κάθε βδομάδα,
πήγαινε στην πόλη και όταν κατέβαινε
στην πρωτεύουσα για δουλειές, ξεχνούσε
να έρθει και εκεί με τίποτα παστρικές
απαυτώνονταν, ήταν σίγουρη η Κωστάντο.
Είχε
βάλει όρο στην Κωστάντου, τα κορίτσια
θα τα παντρέψει αυτός όταν βρει γαμπρό,
σιγά μην έβρισκε.
Δούλες τις ήθελε, σαν
γεράσει εκείνη να τον πλένουν, να
μαγειρεύουν και να τον σιδερώνουν. Και
αυτές όμως δεν τρελαίνονταν για γάμο,
τις βόλευε που ζούσαν στο αρχοντικό και
είχαν να νοιάζονται τις δουλειές του
σπιτιού μονάχα. Άλλα κορίτσια, δούλευαν
μέρα νύχτα στην δική τους ηλικία και
σαν παντρεύονταν δε καλυτέρευε η ζωή,
μεγάλωναν τα βάσανά του. Τα έβλεπαν οι
κόρες της Κωστάντους και περίμεναν την
απόφαση του Τσαούση στωικά.
Εκείνες
είχαν πάει σχολείο, τους επέτρεπε να
διαβάζουν τα βιβλία στη μεγάλη βιβλιοθήκη
του αρχοντικού, είχαν μάθει να κεντάνε
και να πλέκουν, ήξεραν αργαλειό και
είχαν γίνει άριστες νοικοκυρές με την
βοήθεια της μητέρας τους.
Όταν
ο Τσαούσης έφευγε ταξίδια, επιτρεπόταν
να κάνουν παρέα με άλλες κοπέλες στο
χωριό, μα σαν γύριζε ο άρχοντας δε
ξεμύτιζαν από τον αυλόγυρο του αρχοντικού
ποτέ. Όταν έγιναν δώδεκα και δεκατρία,
της έκοψε από το σχολείο, είδε τα βυζάκια
τους να φουσκώνουν δειλά δειλά και
κατάλαβε πως γίνηκαν γυναίκες. Τέρμα
το σχολείο για τις κόρες σου, της είπε
την ώρα που τα δυο κορίτσια έπαιζαν στην
αυλή τρέχοντας και κυνηγώντας της κότες
και τα κουνέλια.
Ήταν όμορφες οι νιούτσικες
της Κωστάντους, με σταρένιο δέρμα και
μαύρα μαλλιά η Ανθή, είχε αρχοντική
περπατησιά και κοτσίδες ως τα γόνατα.
Η Μυρτώ είχε τα χρώματα που πατέρα
της γαλανομάτα και ξανθιά, ήταν αντάρτισσα,
περήφανη.
Τη
μέρα που γύρισε με δώρα και μπαούλα ο
αφέντης, σαν τους έδωκε εντολή η μάνα
να κάνουν το δωμάτιο του Τσαούση να
λάμπει, έτρεξαν και οι δυο μαζί, έβαλαν
καθαρά καινούρια στρωσίδια, έφεραν νερό
να σφουγγαρίσουν το πάτωμα με τα
ζωγραφιστά πλακάκια (σπάνιο είδος
τότε, όλα τα σπίτια στον κάμπο είχαν
πατημένο χώμα για πάτωμα) μα ο Τσαούσης
έφερε τεχνίτες και έστρωσε το αρχοντικό
με μικρές ζωγραφιστές πλάκες.
Έβαλαν
καινούρια κεριά στα κηροπήγια και καθαρό
πετρέλαιο στη λάμπα, άλλαξαν το φιτίλι
της και έπλυναν το λαμπόγυαλο να αστράψει.
Η Ανθή έκοψε ανοιξιάτικα λουλούδια απ'
τον μπαξέ και τα έβαλε μέσα σε ένα
μπακιρένιο βάζο.
Πήραν
τη σκούπα να φροκαλίσουν* τη σκάλα που
κατέβαινε στο χαγιάτι* του σπιτιού στη
μεγάλη σάλα, αέρισαν τον χώρο και
συγύρισαν τα πάντα απ' την αρχή.
Δεν
ξέραν γιατί έπρεπε να κάνουν όλες τις
προετοιμασίες από την αρχή, ενώ όσο
έλειπε στην πόλη ο Τσαούσης είχαν
καθαρίσει όπως συνήθως το σπίτι.
Ούτε
φαντάστηκαν ότι ο αφέντης είχε σκοτώσει
άνθρωπο. Μπορεί να μην τον αγαπούσαν,
αλλά τον σέβονταν και ο λόγος του ήταν
προσταγή.
Πριν
ακόμη τελειώσουν, εκείνος βγήκε απ' το
πλυσταριό με μια πετσέτα δεμένη στη
μέση και πέρασε να ανεβεί τη σκάλα να
πάει να ντυθεί στην κάμαρά του.
Ανθή,
είπε στη μεγάλη κοπέλα, μήνυσε στη μάνα
σου να ετοιμάσει τραπέζι για δυο το βράδυ,
με ότι καλύτερο υπάρχει στο σπίτι, θα
έχουμε καλεσμένη την παπαδιά.
Έφυγε
χωρίς δεύτερη κουβέντα να πάει να ντυθεί,
τα κορίτσια κοιτάχτηκαν με απορία, την
παπαδιά; Την Μαρουσιάννα;
Απόψε μοναχή της, χωρίς τον παπά και το κούτσκο*;
Σε
λίγο κατέβηκε πάλι ο αφέντης τους
ντυμένος με φράγκικα ρούχα και χρυσά
μανικετόκουμπα στις μανσέτες, έτσι
ντυνόταν μόνο όταν έφευγε για την Αθήνα.
Τούτη
τη φορά όμως δε είχε ούτε σεντούκι
έτοιμο, ούτε την άμαξα ζεμένη στα άλογα.
Είχε γυρίσει με πακέτα και μπαούλα και
τρίβονταν στο βαρέλι δυο ώρες, όλα τα
περίεργα μαζί σκέφτηκε η Ανθή. Αφού δε
θα έφευγε ταξίδι τι λουτροκοπανίζονταν
τόσες ώρες στο πλυσταριό;
Καθώς
έφευγε πεζός ο Τσαούσης, άλλο πρωτόγνωρο
τούτο, βγήκε από το μαγειρειό η Κωστάντο.
Πότε θα 'ρθείς αφέντ; Δε είπες να ετοιμάσω
φαΐ ;
Της
αποκρίθηκε ενώ βημάτιζε προς την ρούγα
- Μέχρι το βράδυ θα είμαι πίσω Κωστάντο,
μην στρώσεις τραπέζι πριν πέσει ο ήλιος.
Τράβηξε
ευθύς στο σπίτι της Μαρουσιάννας,
κάνοντας στο δρόμο σκέψεις τι θα της
πει.
Ο
παπάς δεν υπήρχε, η Μαρουσιάννα ήταν
μάνα με μωρό είχε ανάγκη από στήριγμα
τώρα, με αυτές τις σκέψεις ήθελε να
εξιλεωθεί και πήρε ύφος πένθιμο πριν
φτάσει στη ρούγα της.
Περπατούσε
στους χωματένιους δρόμους του χωριού
και σκεφτόταν την μέρα που την είδε.
Την
ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή που την
έφερε στο χωριό ο παπάς, άσπρη αφράτη,
πρασινομάτα, με χοντρές ξανθές κοτσίδες
περασμένες σαν στεφάνι στο κεφάλι,
καβάλα πάνω στη φοράδα του παπά σαν
αμαζόνα του κάμπου!
Οι Καραγκούνες είναι
όλες ηλιοκαμένες, με το μαντίλι περασμένο
στο πρόσωπο μέχρι ψηλά στη μύτη, μόνο
μάτια βλέπεις. Μα τούτη η βλάχα ήταν
άλλο πράμα, στητό περπάτημα σαν ελεύθερο
ελάφι, η σκούτινη φούστα της ήταν μέχρι
τη γάμπα και οι κάλτσες της πλεκτές και
κεντημένες ζάλιζαν τα μάτια του.
Λαβώθηκε
από το λευκό της πρόσωπό και τα ροζ
χειλάκια της, που έμοιαζαν σαν μπουμπούκι
της άνοιξης. Αυτή την κυρά είχε πάρει ο
Αναστάσης, ο ξεβράκωτος εγγονός του
παπά;
Με αυτό το μαράζι έμεινε ως εκείνη
τη μέρα που τον ξέκανε.
Έφτασε
στη ρούγα της και την είδε μπροστά στο
παραστάθι* του σπιτιού. Έγνεθε με τη
ρόκα στο ένα χέρι και το σφοντύλι να
γυρίζει στο άλλο.
Τα κάτασπρα πόδια της,
γυμνά να αχνοφαίνονταν από το μακρύ
λευκό πουκάμισο, κούναγαν αργά ρυθμικά
την σαρμανίτσα και τραγούδαγε στο μωρό
της...
Λεβέντη
γιο εγέννησα και άγγελο γραμμένο,
γελάει και χαίρονται οι νιές μαραίνονται
οι γυναίκες, νερό
του δίνουν άγγελοι, μελί οι αφεντάδες...
Η
ρούγα της ασπρισμένη και καθαρή, μες το
τριαντάφυλλο και τη γαρδένια,
Μες τα
λουλούδια ζούσε το λουλούδι του. Σαν
άγγελος τραγούδαγε στο μωρό της και το
κοίμιζε.
Χαμπάρι
δε τον πήρε ώσπου έφτασε μπρος της.
Καλός
σε βρίσκω κυρά, της αποκρίθηκε την ώρα
που εκείνη σήκωσε το βλέμμα της .
Τρόμαξε
η Μαρουσιάννα, άρπαξε το μωρό στα χέρια
πετώντας το ρόκα της κατάχαμα, πισωπάτησε
και μπήκε στο σπιτάκι.
Αφέντη
περίμενε να ρίξω κάτι πάνω μου, ο παπάς
δε είναι εδώ αν τον ζητάς, του αποκρίθηκε
από μέσα.
Κυρά
βγες σε παρακαλώ, έχω να σου μηνύσω και
το χαμπέρι δε είναι καλό.
Πρόβαλε
στο παραστάθι της πόρτας πάλι η
Μαρουσιάννα, με το Καραγκούνικο σιγκούνι
που της είχε χαρίσει ο παπάς και το
βρέφος στα χέρια.
Κάτσε
κυρά μου, έχουμε να πούμε........
Δέκα μέρες
τώρα ήμουν ταξίδι, άρχισε αδέξια την
κουβέντα, θαρρώ το ξέρεις;
Και ο παπάς
ήταν στη Λάρισα, έτσι δε ειναι;
- Ναι
είπε η κοπέλα με μια κίνηση του
κεφαλιού, πήγε να παρασταθεί στους άντρες
που δίκαζαν.
Ναι
τα έμαθα και εγώ, ερχόμουν από ταξίδι
κυρά και περνώντας από τη Λάρισα έμαθα
πως γίνηκαν μεγάλες φασαρίες και χύθηκε
αίμα, στο δρόμο κοντά στο Ζάρκο* σκότωσαν
τον παπά Αναστάση, κάτι καθάρματα από
τη Λάρισα, που είχαν συμφέρον να μην
μιλάει ο παπάς στον κάμπο και δίνει
θαρρετά στον κόσμο.
Η
Μαρουσιάννα κοίταζε τον Τσαούση με
μάτια παγωμένα.
Νόμιζε ότι της μίλαγε
για κάποιον άλλο, μα εκείνος συνέχισε..........
Κυρά, το πτώμα το πετάξαν στο ποτάμι, χθες όλη
μέρα το ψάχναμε με τον Κίτσο, τον
υποτακτικό μου, στο Ζάρκο .
Δεν μας έλεγαν
που το πέταξαν, θέλαμε να τον φέρουμε
πίσω κυρά, να τον κηδέψουμε με τιμές, να
τον κλάψεις όπως του άξιζε.
Μα πτώμα δε
βρήκαμε, όσο κι αν ψάξαμε εγώ και ο
Κίτσιος.
Η
Μαρουσιάννα δε άκουγε τίποτα πια, έσφιξε
το μωρό της και κυλούσαν δάκρυα καυτά
ποτάμι χωρίς να ακούγεται λυγμός. Το σαγόνι της άρχισε να έχει σπασμούς και το σώμα της έτρεμε προς πίσω.
-Ο
παπάς της, ο αφέντης της έφυγε; Την άφησε
πίσω μοναχή;
Αυτός που της είχε ορκιστεί
αγάπη παντοτινή; Πως θα το αντέξει αυτό;
Εκείνη ζούσε για εκείνον και το μωρό τους.
Ποιος τόλμησε να τα βάλει με παπά; Ποια μοίρα τους ζήλεψε;
Ο Τσαούσης πλησίασε λίγο ακόμα προς το μέρος της.
Κυρά, δε οφελά να κλαις, σαν βρούμε το κουφάρι
θα το φέρουμε εδώ να θαφτεί καθώς πρέπει,
μα τώρα δε σε αφήνω εδώ, γυναίκα μόνη με
μωρό, χωρίς συγγενή να σου παρασταθεί,
άσε που δε ξέρω αν οι αχαΐρευτοι που
σκότωσαν τον παπά έρθουν ως εδώ.
Θα σε
πάρω στο αρχοντικό, θα σε προσέχουν οι
γυναίκες του σπιτιού μου όσο θα λείψω
για να δω τι μπορώ να κάνω και πως θα τον βρω τον κακούργο που χάλασε τον παπά
του χωριού μου.
Εγώ
μπορεί να μην είμαι καλός άνθρωπος, μα
ήθελα ένα παπά στο χωριό να τον έχουμε
και εσένα δε σου άξιζε τέτοια τύχη κυρά.
Ο Τσαούσης έδειχνε για πρώτη φορά μια
ανθρώπινη πλευρά, ποτέ δε είχε δείξει
ότι γνοιάζεται για τους χωρικούς του
τσιφλικιού του.
Η
Μαρουσιάννα δε ήξερε τι να πει ,ούτε τι
να κάνει, τα ποδάρια της είχαν
μουδιάσει, είχαν παγώσει παρόλη τη ζέστα
του Μάη.
Μια νέα γυναίκα ήταν, χωρίς
συγγενείς στον κάμπο, οι γονείς της ήταν
βλάχοι νομάδες δε ήξερε καν που να τους
βρει. Ο Τσαούσης συνέχισε να μιλάει και
να αποφασίζει χωρίς να την ρωτάει αν
ειναι σύμφωνη.
Κυρά,
πάω στο αρχοντικό να φέρω τον αραμπά,
θα έρθω με την Κωστάντου να σε πάρω, δε
χρειάζεται να πάρεις τίποτα από δω μέσα,
ότι θες θα το βρεις στο αρχοντικό, το
σπίτι μου δικό σου από τώρα και στο
εξής. Εγώ φαμελιά δε έχω το ξέρεις δα.
Η κοπέλα δε μίλαγε, δε είχε δύναμη να πει τίποτα.
Δεν περίμενε απάντηση , έφυγε με μεγάλες
δρασκελιές για το αρχοντικό.
Τράβηξε μόνος του κατά τον στάβλο και ετοίμασε
τον αραμπά, φώναξε την Κωστάντου.
Πρέπει να έρθεις μαζί μου, της είπε, έχουμε ένα χρέος
Κωστάντου.
Τι χρέος έχω εγώ γιέμ, τον κοίταξε με απορία η γυναίκα.
Ελα είπα, της είπε απότομα
Στο
δρόμο της είπε τα πικρά νέα και άφησε
την Κωστάντου να θρηνήσει τον πεθαμένο.
Το
σκοτάδι είχε πέσει από ώρα όταν η
Μαρουσιάννα, το μωρό, ο Τσαούσης και η
Κωστάντου περνούσαν την αυλόπορτα του
αρχοντικού.