Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

Το μνημόσυνο της ρωμιοσύνης

Πως να αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει αυτή η χώρα;

Όταν ο αρχηγός του κράτους δεν έχει ιδανικά, δε έχει φιλότιμο, δε ξέρει τι ειναι ευθιξία;

Οι λέξεις που σηματοδοτούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη του 2021  ειναι

ανικανότητα, αναλγησία, προδοσία.

Κάηκε όλη η πηγή οξυγόνου της χώρας.

Δεκάδες πολίτες, έμειναν χωρίς σπίτια και δε ευθύνεται η κλιματική αλλαγή!!

Ίσως ναι, είμαστε κακοί πολίτες και εμείς! 

Ίσως να έχουμε κακή πολιτειακή συμπεριφορά,  ναι το δέχομαι!

Όμως να θυμίσω στον Πρωθυπουργό και την ΠτΔ πως η θεμελιώδη υποχρέωση τους, ειναι να υπηρετούν την πατρίδα με αυταπάρνηση  και όχι ξένα συμφέροντα.

Δεν είδαμε τέτοια αυταπάρνηση !!

Όπως δε είδαμε και ιδιαίτερη  προθυμία από ζάμπλουτους Έλληνες, να συνδράμουν στη κατάσβεση του πυρρός 

Οι κακοί πολιτικοί και οι κακοί πολίτες πρέπει να πεθαίνουν στην εξορία...............................

Η Ελληνική κοινωνία,  πρέπει να ανασυγκροτηθεί πάση θυσία και επίσης να κηρύξει ορισμένους ανθρώπους non grata 

Μόνο έτσι  θα σωθεί αυτή η χώρα




Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Η κυρά του κάμπου

                                           Εισαγωγή 
                                                      
                 
Ελλάδα, κόρη του κοσμοκράτορα ήλιου, που ακάματα την φωτίζει και την ζεσταίνει αιώνες τώρα!
Δώδεκα Θεοί την φιλάνε και φροντίζουν την μοίρα της.
Μα οι Θεοί της, φτιαγμένοι με χούγια και συνήθεις ανθρώπου είναι καμωμένοι. 
Πότε θυμώνουν μαζί της και πότε την χαδεύουν να της δείξουν αγάπη.
Θεοί που κάμουν θαύματα,  σηκώνουν φουρτούνες, ευνοούν πολέμους και ενίοτε νικάνε!!
Μας έφεραν με άρμα σε  ετούτη τη γη κάποτε όλους εμάς. 
Λίγη ημίθεοι, ήρθαν μαζί μας  για να μας κουμαντάρουν και έμειναν εδώ χάμου.
Εμείς οι  πληβείοι, με μοίρα δυσβάσταχτη στους ώμους και  καταραμένοι, σκορπιστήκαμε στα βουνά και τα λαγκάδια της, σαν ορφανά που πρέπει να βρουν τρόπο να ζήσουν.
Ναι, μας άφησαν ορφανούς, να βρούμε ο καθένας το δρόμο του .
Άλλος έγινε ψαράς, άλλος έγινε μαραγκός, άλλος σιδεράς και πεταλωτής αλόγων και  άλλος αγρότης. 

Μια σταλιά στο χάρτη της γης ειναι η Ελλάδα. 
Λίγοι ξέρουν την μεγάλη ιστορία της.
Και όσοι από αυτούς τους λίγους την έμαθαν, ίσως να μην ξέρουν τις πολλές πονεμένες ιστορίες του τόπου. 
Τι γιατί;
Γιατί,  όσοι γράφουν την ιστορία του τόπου τους, βάζουν μέσα τις ένδοξες στιγμές της και όχι τον πόνο και το δράμα του κάθε φτωχού και ανήλιαγου σπιτιού. 
Δεν θα σου μιλήσουν ποτέ, για έναν αγρότη, για τον ιδρώτα που ρίχνει στη γη να ποτίσει με κόπο το χωράφι του.
Μια χώρα μικρή, που αν την δεις από ψηλά, μοιάζει με κάτι που κολυμπάει στη θάλασσα.
Τριγύρω, σκορπισμένα " τα παιδιά της"  μικρά νησιά, γεμάτα καίκια και άσπρα ταπεινά σπίτια. 
Ειναι τα μικρά - χαϊδεμένα της παιδιά, που δροσίζονται απ' το Αιγαίο και λιάζονται στον μυρωμένο αγέρα της. 
Και η στεριά της, μια φλούδα γης όλη και όλη.
Εδώ λοιπόν, σε τούτη τη γωνιά της γης, ζει ένας φτωχός, ταλαίπωρος λαός.
Γι' αυτό το λαό και για τον αγώνα του να ζήσει,  θα μάθεις σε αυτό το βιβλίο





Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ


                                                       Κεφάλαιο πρώτο
                 
Ελλάδα 1910 


Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχει αφήσει τα σημάδια της παντού, στη σκέψη, στον τρόπο ζωής, στα κτίρια, στην πολιτική, στην κουλτούρα.
Η αποχώρηση των Οθωμανών και η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην ελεύθερη Ελλάδα, δεν έφερε καμιά ουσιαστική αλλαγή στους κολίγους του κάμπου.
Τούτος ο κάμπος, χωμένος στη μέση της χώρας, τυλιγμένος από την οροσειρά της Πίνδου και  τα βράχια των Μετεώρων, δροσίζεται απ' τα νερά του Πηνειού. 
Σαν ανέβεις ψηλά στα Μετέωρα την άνοιξη και ατενίσεις τον κάμπο, θα δεις την γη στολισμένη,  σαν χαλί που έχει υφανθεί σε αργαλειό! 
Χρώματα και αρώματα. Τα χέρια των αγροτών την κεντάνε με το τσαπί για να ανθίσει και να καρπίσει. Σπαρμένη γη με κάθε λογής καλούδια. 
Βαμβάκι, Τριφύλλι,  σιτηρά, λαχανικά και στα ριζά των βράχων, τα αμπέλια που στολίζουν το Καστράκι. 
Και όλα τούτα, τα χαράζει ένα ποτάμι, κυλώντας γοργά, σαν να θέλει να προλάβει να δροσίσει τα πάντα γύρω του.  
Σε τούτο το ποτάμι, οι κολίγοι ψάρευαν, έφερναν τα ζωντανά τους να πιούν νερό, πλένονταν οι ίδιοι και πότιζαν τα χωράφια τους σε ολόκληρο τον κάμπο.
Όλη τους η ζωή,  περιστρέφονταν γύρω από το ποτάμι και τη γη τους. 
Και όμως τούτη η γη, δε τους ανήκε!! 
Οι Έλληνες κολίγοι ήταν απλοί σκλάβοι. 
Απέραντες εκτάσεις από τη Λάρισα ως τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα ήταν χωρισμένα τσιφλίκια.
Έφυγαν οι Τούρκοι και άφησαν πίσω κατάρα, έφυγε ο οχτρός και ήρθε ο αφέντης, ο Τσιφλικάς, να διαφεντέψει πάλι, τα φτωχά αγράμματα ανθρωπάκια του κάμπου.
Τούτη η ταλαίπωρη φυλή των Καραγκούνηδων, τετρακόσια χρόνια σκλαβωμένοι από τους Οθωμανούς είχαν μάθει να καρτερούν για μια καλύτερη μέρα.
Σα λευτερώθηκε ο τόπος και έγινε η προσάρτηση, περίμεναν πως θα αποκτήσουν ένα κομμάτι γης, δικό τους. Πως θα έρθει η ώρα, να γεμίσει το αμπάρι τους με λίγο στάρι, για να έχουν το καθημερινό καρβέλι στο τραπέζι τους.
Την αγαπούσαν ετούτη τη γη, εκεί γεννήθηκαν, εκεί ήταν οι τάφοι των προγόνων τους, εκεί θέλαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Ζόρικος τόπος, ήθελε το κορμί σκυμμένο όλη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι, πάνω στο χώμα, να το οργώσεις να το φυτέψεις, να το σκαλίσεις. 
Αν δε το αγαπούσες, αν δε άγγιζες κάθε σπιθαμή του, καρπό δε έβλεπες να φυτρώνει. 
Έπρεπε να τον περπατήσεις βήμα, βήμα, να ακουστεί το τραγούδι του ξωμάχου απ' άκρη σε άκρη, να ποτιστεί με ίδρωτα κάθε κόκκος απ' το μαύρο χώμα, για να γελάσει ανθρώπινο χείλι, μόλις αντικρίσει τον καρπό.

Η Τσίαρα, ήταν ένα απ' τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, χτισμένο στις όχθες της Σαλαμπριάς.(ποτάμι )
Εκεί  ήταν το τσιφλίκι του Τσαούση, ότι ζωντανό υπήρχε εκεί, ανήκε σε εκείνον.
Η γη, οι άνθρωποι, τα κοπάδια των ζώων.
Σκληρός τύπος, τυχοδιώκτης και αδίστακτος, μεγαλωμένος μέσα στο χαρέμι του Μπέη των Τρικάλων, σαν ήρθε η ώρα να φύγει ο γερό Μπέης, του άφησε το τσιφλίκι στην Τσιάρα. 
Ο Μπέης, του είχε αδυναμία, αν και η μάνα του Τσαούση, ποτέ δεν ασπάστηκε το Κοράνι, την λάτρευε και αυτή και το γιο που του γέννησε. 
Τον  μεγάλωσε με αγάπη, παρόλο που η σκλάβα του, δε του επέτρεψε να κάνει στο γιο της  περιτομή.

Όμορφος άντρας, και με λεφτά, δε ήταν δύσκολο να του αντισταθεί θηλυκό, αν και εκείνη την εποχή οι γυναίκες ήταν πολύ σεμνές και δύσκολα ανταποκρινόταν στα ερωτικά καλέσματα του Τσαούση.
Πολλές βρέθηκαν με το ζόρι στο κρεβάτι του.
Και σαν έπαιρνε πια αυτό που ήθελε, άφηνε να γίνει γνωστό πως η κοπέλα δε είναι ηθική.
Είχε βρει ένα νέο τρόπο, να βγάζει λεφτά ο Τσαούσης.
Απελπισμένες οι νέες γυναίκες, φοβούμενες την κατακραυγή του κόσμου πήγαιναν σπίτι του να ζητήσουν, να παρακαλέσουν γονατιστές να της " αποκαταστήσει ".
Τότε, έβλεπαν το άλλο του πρόσωπο, εκείνο του διαβόλου!!
Σαν θέλετε να ανοίγετε τα πόδια,  έλεγε, δε φταίω εγώ!!
Το μόνο που μπορώ να κάνω για σας, είναι να σας πάω σε ένα καλό μπορντέλο, να βγάλετε το ψωμί σας με τον τρόπο που ξέρετε.
Πολύ λίγες νέες γυναίκες βρήκαν το κουράγιο να αρνηθούν και να μείνουν στιγματισμένες, μέσα στα μικρά χωριά των Κολίγων. 
Η "τιμή" της κοπέλας τότε, ήταν ότι πολυτιμότερο είχε η φαμίλια για προίκα της. 
Αν δε είχε ούτε αυτό, φαμελιά δική της δε έκανε ποτέ. 
Έμενε να υπηρετεί την οικογένεια και να κάνει όλες τις βαριές εργασίες στα χωράφια και στο σπίτι μέχρι να πεθάνει. 
Έτσι λοιπόν, όσες δε είχαν το κουράγιο να μείνουν στο χωριό, έπαιρναν ένα μπόγο με τα φτωχικά ρουχαλάκια τους και έφευγαν νύχτα, με το κάρο του Τσαούση για την Λάρισα, ή τα Τρίκαλα, να βρουν ένα κρεβάτι και ένα πιάτο φαΐ στα μπορντέλα του Τσαούση.

Το αρχοντικό του Τσαούση, ήταν χτισμένο κοντά στα αλώνια του χωριού, καμιά πεντακοσάρια μέτρα από το ποτάμι της Σαλαμπριάς.
Πέτρινες αυλές ολόγυρα, δίπατο και με ένα μεγάλο μπαλκόνι να κρέμεται πάνω από την είσοδο του σπιτιού.
Στην ρούγα καταμεσής, μια πέτρινη κοπάνα με το αρτεσιανό, να τρέχει ασταμάτητα μέρα και νύχτα.
Εκεί πότιζαν τα άλογα, σαν γύρισαν από τα χωράφια σκονισμένα και ιδρωμένα. 
Από εκεί έπαιρναν νερό για τους στάβλους,να ποτίσουν τα υπόλοιπα ζωντανά,  για το λαχανόκηπο και τα τεράστια παρτέρια με τους βασιλικούς και τα γεράνια ολόγυρα να μοσχοβολούν και να σε μεθάει το άρωμα της νύχτες του καλοκαιριού, ανάκατο με το άρωμα του γιασεμιού που σκαρφάλωνε στο μπαλκόνι του Τσιφλικά.

Το αρχοντικό το φρόντιζε η Κωστάντου.
Μια γλυκιά γυναίκα, ψηλή, με δυο μάτια, ελαφίσια καταπράσινα, χήρα με δυο κόρες που βρέθηκε στο αρχοντικό μετά το θάνατο του ανδρός της.
Το παράστημα και η αξιοπρέπειά της, δε επέτρεψαν ποτέ στον Τσαούση να της φερθεί άσχημα, της παραχώρησε δυο δωμάτια, δίπλα απ' το μαγέρικο και εκεί έστησε το δικό της σπιτικό.
Με δυο μωρά στην αγκαλιά έφτασε τότε στο χωριό, πάνω στο κάρο του Τσαούση.
Σαν είδε από μακριά το σπίτι να προβάλει, μες τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, με τα κεραμίδια να λαμπυρίζουν από μακριά, τα μεγάλα παραθύρια να αστράφτουν σαν καθρέφτες και τον γέρο πλάτανο να γέρνει τα γέρικα κλωνάρια του ολόγυρα στην πέτρινη αυλή, αγάπησε το αρχοντικό.  
Μέχρι τότε, το αρχοντικό το περιποιόταν οι γυναίκες του χωριού με την σειρά, κάθε μέρα και άλλη.
Μα ο παπάς, πήγε και ζήτησε απ' τον Τσαούση, να μην περνάν τη ρούγα  του αρχοντικού, ελεύθερες και παντρεμένες. 
Σα θες γυναίκα, για το σπίτι, να παντρευτείς Τσαούση, τον διέταξε ο παπάς. 
Και πολλά δεν σηκώνω, μην ατιμάζεις τις χωρικές θα σε αφορίσω.  
Έτσι ο Τσαούσης , αναγκάστηκε να βρει οικονόμο για τη φροντίδα του σπιτιού.
Το αρχοντικό ήταν τεράστιο, το ίδιο και οι αυλές του και οι στάβλοι του.
Η Κωστάντου, ζήτησε βοήθεια και έτσι ο Τσαούσης βρήκε και πάλι δικαιολογία, να φέρνει στο σπίτι τις χωριατοπούλες να βοηθάνε στο καθάρισμα και στο λαχανόκηπο.
Μια από τις χωριατοπούλες ήταν και η Μαρουσιάννα Βεργά.
Η γυναίκα του Αναστάση Βεργά.

Η Μαρουσιάννα, ζούσε σε ένα φτωχόσπιτο, καμωμένο από πλίνθους .
Ασβεστωμένο, με μικρά παραθύρια, που κρατούσαν τον ήλιο του καλοκαιριού μακριά για να μένει δροσερό το καλοκαίρι,  και τον παγωμένο αέρα του χιονιά το χειμώνα.
Σαν ήρθε νυφούλα στο χωριό του κάμπου, έφερε μαζί της τα προικιά της.
Στο κάρο, ήταν φορτωμένα όλα όσα είχε κεντήσει και υφάνει, εκείνη και η μάνα της, πάνω στα βουνά του Κόζιακα.
Ήταν θυγατέρα βοσκού, με πρόβατα και γίδια, εκείνη τον κάμπο δε τον είχε ματαδεί στη ζωή της, μόνο άκουγε για αυτόν.
Δεν ήξερε από Τσιφλίκια και αφέντες, οι βοσκοί ζούσαν στα ορεινά και ήταν οι ίδιοι αφέντες στα φτωχικά καλύβια τους.
Μπήκε στο χωριό πάνω στο κάρο, ντυμένη με την παραδοσιακή στολή των βλάχων του Κόζιακα και στο κεφάλι την κατάλευκη μαντήλα της, που δήλωνε πως είναι νιόπαντρη.
Άσπρη και αφράτη, σάρωνε με τα μεγάλα πράσινα  μάτια της όσα έβλεπε τριγύρω.  Φτώχεια και  δυστυχία, το κάρο πέρναγε μέσα από τα φαρδιά σοκάκια των Καραγκούνηδων. Η φτώχεια και η δυστυχία, ξεχείλιζε μέσα απ' τις καλύβες και τα πλίθινα σπιτάκια τους. 
Παιδιά και ζωντανά όλα μαζί στις ξέφραγες αυλές των σπιτιών, έπαιζαν με το χώμα.
Ακόμη και η εκκλησιά του χωριού, ο Άι Γιώργης, ήταν ένα χαμηλό ταπεινό εκκλησάκι, με μια μικρή καμπάνα στο σιδερένιο καμπαναριό του.

Ήταν όμως χαρούμενη, περήφανη,  ευτυχισμένη, δίπλα στο μελαχρινό παλικάρι, που παντρεύτηκε. Ήταν ο εγγονός του παπα Αναστάση Βεργά.
Όταν τον είδε στην εκκλησιά, του δικού της χωριού, να ψέλνει με εκείνη την αγγελική φωνή, που την ανέβαζε στα ουράνια, τον ερωτεύθηκε.
Ο Αναστάσης, σαν σχόλασε η λειτουργιά και βγήκαν στην πλατέα για το γλέντι, την είδε να χορεύει στητή, με τις ξανθιές κοτσίδες να λάμπουν στον ήλιο, την λαχτάρισε, σκίρτησε η καρδιά του.
Μπήκε στο χορό και της έπιασε το απαλό χεράκι της και τούτο το άγγιγμα, έμελλε να τους ενώσει.
Παντρεύτηκαν και κίνησαν για τον κάμπο, τον τόπο του γαμπρού.
Και να σου τώρα, παντρεμένη η νιούτσικα στο κάμπο, να στήσει το σπιτικό της.

Το κάρο τους σταμάτησε μπρος σε ένα ξύλινο φράχτη, πίσω του, έκρυβε ένα ταπεινό σπίτι με μικρά παραθύρια βαμμένα γαλάζια.
Φτάσαμε κυρά μου, ανακοίνωσε ο παππούς του Αναστάση, καλωσόρισες στο φτωχικό μας.

- Εδώ θα γίνεις κυρά και μάνα της είπε ο γέροντας.
Εύχομαι  τα χρόνια που θα έρθουν να είναι γλυκά και ευτυχισμένα.
Την πήρε στα χέρια του ο άντρα της  να την κατεβάσει από το κάρο. 
Μαρουσιάννα μου, τούτος είναι ο τόπος μου, καλωσόρισες!
Μπήκαν στο χαμηλό κονάκι του παπά και τότε αντίκρισε το καινούριο της σπιτικό.
Έπιπλα δεν υπήρχαν σε τούτα τα σπίτια, ότι ήταν χρειαζούμενο, ήταν φτιαγμένο από κορμούς δέντρων. 
Τα κρεβάτια ήταν από μπλεγμένες λυγαριές  και  στρώματα από άχυρο, ραμμένο μέσα σε υφαντά στρωσίδια. 
Στους τοίχους είχαν ολόγυρα όλο το χειμώνα υφαντές μπάντες για να μην έρχεται κρύο απ' τις χαραμάδες. 
Το πάτωμα ήταν από πατημένο χώμα, και το καλοκαίρι οι γυναίκες το *
παλάμιζαν συχνά με πηλό.
Το μαγειρειό τους, ήταν πάντα έξω από το κυρίως σπίτι, ταπεινό και αυτό με ένα χτισμένο μπουχαρί* όπου έψηναν το φαγητό τους στην πυροστιά* ή στη γάστρα,* στον τοίχο δεξιά, ζερβά από τον μπουχαρί μπηγμένα περόνια*, για να κρεμάνε τα μπακίρια τους, το κόσκινο*τη σκαφίδα*για το ζύμωμα, το πλαστήρι,  για το άνοιγμα των φύλλων και τις κουτάλες τους. 
Συνήθως εκεί είχαν και το αμπάρι με το αλεύρι και τα πιθάρια με την χοιρινή λίπα.* , 
Μια τάβλα για να τρώνε, ένα μπαούλο για τα τσίγκινα πιάτα και τα κύπελα, μια πινακωτή για το ψωμάκι τους. Έτσι ήταν όλα τα σπίτια, ταπεινά με τα απολύτως απαραίτητα για να ζουν.
 Σε ένα από τα τούτα σπίτια, ήρθε να ζήσει και η Μαρουσιάννα.

Ένα χρόνο μετά, ο παππούς του Αναστάση πέθανε και έτσι παπάς στο χωριό, έγινε ο Αναστάσης.
Η Μαρουσιάννα, γκαστρωμένη στο πρώτο τους παιδί, ολημερίς και ενώ ήταν με την κοιλιά στο στόμα, έσκαβε, σκάλιζε, ξεβοτάνιζε τον λαχανόκηπο, να έχουν ότι είναι απαραίτητο για το τσουκάλι τους. Πατάτες, λάχανα, κρεμμύδια, σκόρδα, ντομάτες, πιπεριές, όλα περνούσαν απ' τα χέρια της.

Ο παπά Αναστάσης, δεν είχε εύκαιρα χέρια, μήτε της καθημερνές, μήτε τις σχόλες, πέντε χωριά περίμεναν από αυτόν, να παντρέψει να βαπτίσει, να θάψει να λειτουργήσει να κοινωνήσει. 
Σαν γυρνούσε στο κονάκι του, έπιανε και ζύμωνε ο ίδιος τους άρτους για να ξαποστάσει την γκαστρωμένη παπαδιά του. 
Στη σκιά ενός πλάτανου, έφερε μονάχη της το παιδί της στον κόσμο η Μαρουσιάννα.
Είχε πάει στην όχθη να πλύνει τα ρούχα της και εκεί την έπιασαν οι οδύνες. 
Ήρθε η ώρα μου, μουρμούρισε και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. 
Κοίταξε γύρω της, ερημιά............ 
Οι χωριανοί, με την Ανατολή του ηλίου, βρίσκονταν όλοι στον κάμπο. Πριν σουρουπώσει κανείς δε θα γύριζε στο χωριό.

Έκανε το σταυρό της, κάνε Παναγία μου να λευτερωθώ εύκολα. 
Πήρε λίγα ξύλα και τα έσπρωξε κάτω από το καζάνι που έβραζε νερό για να πλύνει τα άσπρα της. Άρπαξε ένα χράμι, που ήταν ακόμη στεγνό και το έσυρε μέχρι τον πλάτανο. Το έστρωσε και έγειρε την πλάτη της στον κορμό του. Ησύχασε ο πόνος και πήρε δυνάμεις. 
Σήκω βλογημένη, ψιθύρισε, αν δε βρεις κουράγιο, κανείς δε θα σε βοηθήσει εδώ που βρέθηκες. 
Πήρε απ' τη στοίβα με τα ρούχα, δυο λευκά πουκάμισα, τα βούτηξε στο ποτάμι και μετά τα χτύπησε μια, δυο φορές στην πέτρα. 
Ο πόνος γύρισε στα σωθικά της. 
Βιάσου Μαρουσιάννα, ξανάπε στον εαυτό της.
Άρπαξε τα πουκάμισα από την πέτρα και τα βούτηξε στο βραστό νερό μέσα στο καζάνι. 
Ανάσανε  βαθιά  και πήγε να βρέξει τα πόδια της στο νερό του ποταμού, με τiς χούφτες της,
δρόσισε το φλογισμένο  πρόσωπο και το στήθος της. 
Γύρισε στη φωτιά και έπιασε τον κόπανο*τράβηξε τα άσπρα πουκάμισα έξω από το καζάνι και τα πήγε στο χράμι που είχε στρώσει στον πλάτανο.
Γύρισαν οι πόνοι και εκείνη αγκάλιασε το δέντρο να στηριχτεί να πάρει δύναμη.
Λύγισαν τα ποδάρια της και έγειρε στις ρίζες του πλάτανου πάνω στο χράμι.
Ωχ μάνα μ,  που είσαι να με παρασταθείς; Μονολόγησε. 
Δώσε μ  Άι Γιώργη μ δύναμη, να λευτερωθώ! 
Σαν ησύχασε ο πόνος, σύρθηκε ξανά κοντά στη φωτιά, έβγαλε το σουγιά απ' την τσέπη της και τον έβαλε μες τις φλόγες. Τον κρατούσε με υπομονή να πυρώσει και σαν κοκκίνισε το τράβηξε ευλαβικά και τον βύθισε στο βραστό νερό. 
Πήγε αργά ξανά μέχρι τον πλάτανο και περίμενε τον μεγάλο πόνο που θα έφερνε τη ζωή μέσα στα χέρια της.
Έβαλε γύρω της τα πανιά που είχε βράσει και ξάπλωσε με την πλάτη στο δέντρο, ξέροντας ότι ήρθε η ώρα να φέρει το παιδί στον κόσμο. Τα πουλιά κελαηδούσαν το τραγούδι της άνοιξης 
το άλογο της χλιμίντριζε και χτυπούσε της οπλές του.
Το κελάρυσμα του νερού και ο ήχος απ' το τσαπί που έσκαβε το χώμα στον κάμπο, σκέπασαν τις κραυγές του πόνου. Το νεογέννητο άρχισε να κλαίει σιγανά. 
Η Μαρουσιάννα, έκοψε με μια κίνηση τον ομφάλιο λώρο του μικρού αγοριού με το σουγιά της, το σκούπισε με τα πανιά που είχε βράσει και μετά το τύλιξε στην ποδιά της. 
Ακούμπησε ξεθεωμένη στον πλάτανο, έκανε μια ευχή για το παιδί που ήρθε κοιτώντας τον ουρανό και έβαλε το μωρό να θηλάσει. 
Όταν ξύπνησε, από το κλάμα του αγοριού, ο ήλιος έγερνε στη  δύση. 
Άντε γιόκα μου, να μάσουμε τα σέα μας, να πάμε στο κονάκι μας, του είπε. 
Φόρτωσε στο άλογο τις κανίστρες* της με τα πλυμένα να στάζουν και τα άπλυτα μέσα στο καζάνι της, μάζωξε προσανάμματα από την όχθη του ποταμού για την φωτιά της, πήρε το νεογέννητο στο ένα χέρι σφιχτά στον κόρφο της και τα γκέμια στο άλλο και κίνησε περπατώντας για το χωριό Ζαλωμένη* 
Με τα προσανάμματα ζαλωμένη, τα ρούχα να στάζουν νερά πάνω στο άλογο και εκείνη να σέρνεται κρατώντας το μωρό σφιχτά στον κόρφο της, έφτασε στο κονάκι της ξεθεωμένη, αδύναμη. 
Ο παπάς είχε έρθει από ώρα. 
Σκυμμένος μπροστά στο αναμμένο μπουχαρί, ανακάτωνε το φαΐ που έβραζε, είχε βάλει στον τέντζερη τραχανά να δειπνίσουν. 
Από το παραστάθι της εισόδου, είδε την παπαδιά με το νεογέννητο στα χέρια, χλόμιασε.
Πετάχτηκε έξω με γοργές κινήσεις, αγκάλιασε στοργικά την παπαδιά.
Κυρά μου!
Χαμογέλασε η Μαρουσιάννα, τον κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από χαρά και πυρετό μαζί, να μας ζήσει αφέντ΄ *πιδί ειναι!!
Το πήρε ο παπάς, το σταύρωσε και το φίλησε στο κεφαλάκι. 
Έλα μέσα κυρά μου, να γύρεις στο προσκέφαλο, να ξεκουραστείς της, είπε στοργικά, άσε εμένα να βάλω τον γιο μου στη σαρμάντζα*
Είχε σκαλίσει από καιρό μια σαρμανίτσα* για το παιδί που περίμεναν, από κορμό καρυδιάς.
Η Μαρουσιάννα, είχε πλύνει και είχε ετοιμάσει ένα τομαράκι από  μικρό αρνί, να στρώσει τη σαρμάτζα. 
Ο παπάς, έβαλε το βρέφος να κοιμηθεί στο ζεστό κρεβατάκι του και πήγε να φροντίσει την κυρά του.
Παπαδιά μου, έχω βραστό νερό, πρέπει να σε πλύνω, να μην αρρωστήσεις.
Οι δυνάμεις της ήταν τόσο λίγες, που δεν αντιστάθηκε στον παπά, παρόλο που τον  τον ντρεπόταν, τον άφησε να την φροντίσει.

Την έπλυνε στοργικά, της φόρεσε το καθαρό παραδοσιακό λευκό πουκάμισο*και τη βοήθησε να πλαγιάσει, στο αχυρένιο στρώμα τους.

Ήταν αρχές Απρίλη, του 1910 τη μέρα που γεννήθηκε ο Αναστάσης Βεργάς.

Λίγους μήνες μετά, πήρε το όνομα του πατέρα του, όταν πια ο Αναστάσης είχε ξεψυχήσει στον κάμπου του Ζάρκου .

λίπα, ξίγκι, λαρδί , χοιρινό λίπος 
Παλαμίζω -  
Επιχρίω - (κάνω με την παλάμη, επάλειψη και στεγανοποίηση του πατώματος με πηλό)

Πιδί - αγόρι 

Πυροστιά - Μεταλλικό τρίποδο, για να τοποθετείτε σκεύος στην φωτιά

Περόνια - Μεταλλικά καρφιά μεγάλου μεγέθους. Η λέξη συναντάτε στους προ βυζαντινούς χρόνους

Γάστρα - Τρόπος ψησίματος στην Θεσσαλία.
Μαντεμένια καπάκι σκεπασμένο με στάχτη. Πάνω στην πυροστιά έμπαιναν κάρβουνα, για να κάψει το καπάκι. Έτσι το ταψί που τοποθετούσαν πάνω στην πυροστιά, ψηνόταν αργά, πάνω- κάτω.

Σαρμάτζα - Κούνια

Παραστάθι- Πλατύσκαλο  εισόδου

Μπουχαρί- Λέξη που συναντάτε στην Θεσσαλία και την Ήπειρο για το Τζάκι. Προέρχεται από το Τουρκικό *buhari που σημαίνει καμινάδα.

Σέα -Πράγματα 

Κανίστρες -Μεγάλα καλάθια

Ρούγα -  Αυλή 

Ζάκρο - Χωριό της Λάρισας

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 5

Η αγροτική πολιτική του Βενιζέλου, δυνάμωσε πολύ τους αγρότες της Θεσσαλίας. Αυτό έδωσε ελπίδες και  ιδιαίτερη  στην Μαρουσιάννα, γιατί δεν θα ήταν  πια μόνη, απέναντι στους υπόλοιπους τσιφλικάδες που κρατούσαν με νύχια και με δόντια τη γη.

Επτά εκατομμύρια στρέμματα ήταν το μέγεθος  της Θεσσαλικής καλλιεργήσιμης γης, εκ των οποίων, τα πέντε εκατομμύρια στρέμματα ανήκαν αποκλειστικά σε τσιφλικάδες και οι Καραγκούνηδες κολίγοι ήσαν απλοί δουλοπάροικοι.
Ο Βενιζέλος από το 1910 έως το 1920 κάνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Με το άρθρο 17 του συντάγματος στις 21 Ιουλίου 1917, θέσπισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση και τη διανομή της γης σε μικροκαλλιεργητές. Στα χρόνια 1910-1932 ίδρυσε το Υπουργείο Γεωργίας, συνέστησε αγροτικά επιμελητήρια και συνεταιρισμούς, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους και τέλος ιδρύει  την Αγροτική Τράπεζα.

Παρά το διχασμό και τις μεγάλες κόντρες με τον  Βασιλιά Κωνσταντίνο, παρά τις πληγές των Βαλκανικών πολέμων αλλά και των εσωτερικών προβλημάτων, η χώρα περπατούσε με δεκανίκια μπροστά.
Το 1920 έγινε η προσάρτηση της Θράκης, το 1922 όμως, ήρθε η μεγάλη καταστροφή στην Ιωνία!
Χάσαμε εκατοντάδες άντρες  και την τιμή μας, γεμίσαμε πρόσφυγες από τα Μικρασιατικά παράλια, που ήρθαν ρακένδυτοι και τρομαγμένοι. Αφανισμένοι και πληγωμένοι, γέμισαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με ορφανά και χήρες, από την Μυτιλήνη ως την Χίο και απ Μακεδονία ως την Αθήνα. Όπου υπήρχε άγονη γη και ερημιά, εγκαταστάθηκαν οι φουκαράδες που ξεριζώθηκαν από τα πατρογονικά τους και ήρθαν στην πατρίδα τους. Σε μια πατρίδα που κανείς δε τους ήθελε, κανείς δεν άνοιγε την πόρτα του να δώσει ένα ποτήρι νερό.

Γέμισε η Ανατολική Μακεδονία, γέμισε ο Πειραιάς και νότια οι ακτές του Λαυρίου, άρχισαν να ξεφυτρώνουν οι παράγκες τους, με ότι υλικό έβρισκαν στα σκουπίδια. Γυναίκες που μεγάλωσαν με πλούτη και υπηρέτριες, γίνηκαν οι ίδιες δουλικά στα καλύτερα σπίτια της χώρας, ενώ όποιος τολμούσε να συνάψει σχέση ή γάμο με Σμυρνιά, τον χαρακτήριζαν βλάκα και έλεγαν πως τυλίχθηκε στα δίχτυα μιας ξιπασμένης!
Αντιθέτως αν Σμυρνιά έπαιρνε Ελλαδίτη, ήταν καπάτσα και υποτίθεται ότι τον είχε σήκω κάτσε και χωμένο στο βρακί της. Τόσο στενόμυαλοι υπήρξαν οι Ελλαδίτες και καχύποπτοι με τους πατριώτες μας από την Ιωνία.
Το 1928 ο Βενιζέλος πήρε ξανά τα ηνία της χώρας, ήθελε οπωσδήποτε να κλείσουν οι παλιές διαφορές και η χώρα να αλλάξει πορεία,ένας τρόπος υπήρχε. Να έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες. Έκανε λοιπόν  την πρώτη φιλική διπλωματική κίνηση με την Ιταλία, υπογράφοντας σύμφωνο φιλίας.
Η Μαρουσιάννα τέτοιες  ευκαιρίες της έπιανε στον αέρα, είχε γίνει άριστη επιχειρηματίας, πρώτη όλων,  ανοιχτόμυαλη, έξυπνη, δαιμόνια. Έχοντας πάντα καλές σχέσεις με την Ανθή, τη ρώτησε αν έχει διατηρήσει επαφή  με τον πρόξενο την Ιταλίας. Απ το κρεβάτι της Ανθής στο μπορντέλο της Κολλέτ, είχε περάσει κάποτε όλοι η "αφρόκρεμα" των Αθηνών, μαζί και ο πρόξενος!

Αυτές τις φιλίες η Ανθή ποτέ δε τις άφησε να πάνε χαμένες. Επίσης στην κλινική του Αιμίλιου νοσηλεύονταν δεκάδες αριστοκράτες και τα Βασιλικά μέλη τον συμβουλεύονταν πάντα σε ιατρικά θέματα. Η Ανθή της έστειλε επιστολή με πολύ ευχάριστα νέα. Η Μαρουσιάννα αυτή την ευκαιρία δε θα την έχανε με τίποτα, ετοιμάσε μια βαλίτσα και την επόμενη μέρα πήρε  το τρένο για την Αθήνα, χωρίς να πει τίποτα, για όσα είχε στο νου της στην Κωστάντου, που ήταν για εκείνη δεύτερη μάνα, μα ούτε στον πατέρα της που ζούσε ακόμη.
Πίσω έμεινε ο Αναστάσης, φύλακας και κύρης του σπιτιού, δεκαοχτώ χρονών παλικάρι, με μπράτσα και κορμοστασιά που σε ζάλιζαν. Σεμνός και λιγόλογος, φίλος όλων, γλεντζές και ντόμπρος,είχε μάθει να ζει για το κτήμα και την μάνα του. Είχε γίνει από πολύ μικρός ο προστάτης της και ο σύντροφος του παππού του. Γράμματα πολλά δε έμαθε, μα όσα χρόνια πήγαινε σχολείο, ρούφαγε όσα του έλεγε ο δάσκαλος του. Το κτήμα τον είχε κερδίσει, ήταν φτιαγμένος για τον κάμπο. Όταν έκοβαν το τριφύλλι, εκείνος ξάπλωνε πάνω του και γέμιζε τους πνεύμονες με το άρωμα του κομμένου χόρτου, όταν θέριζαν και αλώνιζαν, εκείνος γέμιζε τις χούφτες με στάρι ή καλαμπόκι και τις άδειαζε αργά αργά πάνω στο χράμι που έστρωνε στον ίσκιο της μουριάς στο κεφαλάρι του κτήματος, που ήταν και η μοναδική σκιά, σε όλη αυτή την έκταση με τα σπαρμένα χωράφια. Ήταν ερωτευμένος με τη γη και όσα τους χάριζε. Ήθελε να είναι εκείνος, ο πρώτος που θα γευτεί τη σοδειά του μποστανιού στο κτήμα της Μερμιγκιάρας*. Χάραζε το πρώτο καρπούζι με το σουγιά του και το δάγκωνε με χαρά, άφηνε τα ζουμιά να κυλήσουν στο σαγόνι και στο στήθος του, αγαπούσε  τη γη και όσα τους χάριζε σαν έρχονταν η ώρα της!
Με τα ζώα πολλά δεν είχε, μονάχα τα άλογα λάτρευε σαν τον συχωρεμένο τον πατέρα του.
Ήξερε λοιπόν η Μαρουσιάννα σε τι χέρια άφηνε το κτήμα.
Έφτασε στην Αθήνα του 1928 και ένιωσε λίγο ξένη στον τόπο της. Πρώτη φορά έβλεπε μεγάλους δρόμους, φώτα στους πεζόδρομους, πρώτη φορά έβλεπε το κτήριο της βουλής των Ελλήνων και εφημεριδοπώλες να ξεφωνίζουν ωσάν παλαβοί τα γραφόμενα στις φυλλάδες.
Ο Αιμίλιος Αυγέρης ήταν στο σταθμό με τη Ανθή και την παρέλαβαν με το αυτοκίνητό τους.
Έφτασαν στην οδό Λυκαβηττού και σταμάτησαν εμπρός σε ένα δίπατο αρχοντικό. Η Ανθή της είπε ότι εκεί κοντά, κατοικεί και ο Βενιζέλος με τη δεύτερη γυναίκα του την Έλενα Σκυλίτση!
Τις επόμενες μέρες ζούσε με τρελούς ρυθμούς, η Ανθή επέμενε πως έπρεπε να μάθει χορό και να ραφτεί σε Γαλλίδα μοδίστρα με ότι ύφασμα και σχέδιο ήταν της μόδας. Τις έκανε καθημερινά μασάζ στα χέρια με ροδέλαιο να μαλακώσουν και τα έτριβε για ώρα με λεμόνι. Η Μαρουσιάννα στο κτήμα εργαζόταν σκληρά και είχε χέρια τραχιά χαραγμένα από την τσάπα. Έπρεπε να είναι έτοιμη την ημέρα που η Ανθή θα έκανε δεξίωση, προς τιμήν του Ιταλού προξένου. Εκεί οι άντρες φιλούσαν τα χέρια των κυρίων και τα δικά της ήταν χέρια αγρότισσας. Στη δεξίωση θα ήταν καλεσμένη φίλοι του Αιμίλιου, πολιτικοί και ξένοι πρόξενοι,  η Ανθή ήθελε να γνωρίσει την Μαρουσιάννα σε όλους, μπας και βρει σύζυγο της Αθηναϊκής κοινωνίας και ξεφύγει απ την αγροτιά και την κούραση.
 Μα η Μαρουσιάννα δε είχε τέτοιο σκοπό, είχε κατέβει στην πρωτεύουσα για να βρει τρόπο να πουλήσει τα προϊόντα της.   Να ανέβουν οι πωλήσεις και να έχει ο γιος της ένα καλύτερο μέλλον.

Την βραδιά της δεξίωσης, το σπίτι του Αιμίλιου και της Ανθής, γέμισε με την αφρόκρεμα των Αθηνών,  κορίτσια  ντυμένα στα μαύρα με άσπρες ποδιές, πηγαινοέρχονταν με δίσκους γεμάτους ποτήρια και πρόσφεραν αφρώδες κρασί. Οι κυρίες ήταν ραμμένες στο Παρίσι και φορούσαν περίτεχνα καπέλα με φτερά ή με  λουλούδια. Οι άντρες υποκλινόταν μπροστά τους και φιλούσαν το χέρι κάθε κυρίας. Η Μαρουσιάννα από την κορυφή της σκάλας κοίταζε διστακτικά την κίνηση στη μεγάλη σάλα, της φαινόταν όλα αυτά κάπως γελοία. Στο χωριό της, φιλούσαν με σεβασμό μόνο το χέρι των γερόντων, οι βαμμένες γυναίκες της φαίνονταν σαν κοκόρια με πολύχρωμα φτερά, ποτέ ένας άντρας του χωριού της δε θα φιλούσε το χέρι αυτών των γυναικών.
Πήρε βαθιά εισπνοή και άνοιξε το βήμα της, αν και ένοιωθε σαν μύγα μες το γάλα, εμφανίστηκε στη σάλα κατεβαίνοντας αγέρωχη και στητή με το ένα χέρι στη μέση.

 Αγνοώντας τις συμβουλές της Ανθής, είχε αφήσει το φόρεμα που της είχε διαλέξει για την δεξίωση, είχε φορέσει την νυφιάτικη καραγκούνικη στολή της, τα μαύρα λουστρίνια της και κατέβηκε τη σκάλα. Τα ολόχρυσα γιορντάνια της άστραφταν στο στήθος, στα μαλλιά και τη μέση της, τα κρόσσια στα μανίκια και τον ποδόγυρο θρόιζαν στη περήφανη περπατησιά της!
" Αυτή την περπατησιά δε μπορεί να τη συναγωνιστεί κανένα μοντέλο, μόνο οι γυναίκες του βουνού και του κάμπου της Ελλάδας την έχουν, επειδή από παιδιά μαθαίνουν να περπατούν ολόισια και με το φορτίο στο κεφάλι, είτε αυτό είναι νερό, είτε είναι ξύλα ή κανίστρες με ρούχα και τρόφιμα."

Η Ανθή μόλις την είδε, γούρλωσε τα μάτια και κόντεψε να πνιγεί με ένα φουά γκρα, ο Αιμίλιος χαμογέλασε και πήγε να την υποδεχθεί.
Ααααα έβγαλε ένα δυνατό επιφώνημα, η καλή μας φίλη από τα Τρίκαλα, μας έκανε τελικά την τιμή να έρθει με την παραδοσιακή φορεσιά της. Οι κυρίες σούφρωσαν περιφρονητικά τις μύτες, οι κύριοι αντιθέτως έδειξαν τον θαυμασμό τους.
Σωστά το είπες Αιμίλιε, φώναξε η Μαρουσιάννα, σας κάνω αυτή την τιμή, εδώ που ζείτε δε νομίζω ότι έχετε συχνά αυτή την ευκαιρία. Και οι παραδοσιακές φορεσιές μας, είναι μοναδικά χειροτεχνήματα των γυναικών της υπαίθρου, τα οποία δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα ενδύματα των ευρωπαϊκών οίκων μόδας!
Εγώ λοιπόν τις ευκαιρίες δε τις αφήνω να πάνε χαμένες.
Πλησίασε τον Αιμίλιο και τον φίλησε στο μάγουλο. Θα με συστήσεις στον τιμώμενο καλεσμένο Αιμίλιε;
Ο Αιμίλιος την πήγε κατευθείαν στον πρόξενο, μόλις συστήθηκαν η Μαρουσιάννα πήρε ένα ποτήρι από το δίσκο που περνούσε, το σήκωσε ψηλά κοιτώντας τον πρόξενο. Πίνω στην υγειά σας εξοχότατε, με την ευχή οι χώρες μας να βγουν κερδισμένες από αυτή  την φιλία. Στο τρίτο ποτήρι κρασί, ο πρόξενος είχε λάβει πρόσκληση για επίσκεψη στα Τρίκαλα και ξενάγηση στα Μετέωρα, που για να πας στο μεγάλο Μετέωρο εκείνο τον καιρό, έπρεπε να μπεις μέσα σε ένα δίχτυ και να αιωρείσαι  στο κενό για ώρα!
Όλα τα δέχτηκε ο πρόξενος που είχε μείνει άναυδος, με τον ενθουσιασμό, τον πατριωτισμό και το δυναμισμό της γυναίκας. Η Μαρουσιάννα δε είχε καιρό για χάσιμο, δεν έμεινε μέρα στην Αθήνα, έφυγε το επόμενο πρωί για το χωριό, να μπορέσει να προγραμματίσει με τις γυναίκες τις εργασίες για την υποδοχή του προξένου και να τις πείσει να την βοηθήσουν να στήσουν μια επιχείριση προς όφελος όλων.
Σαν έφτασε στο χωριό, ξεκουράστηκε και έφαγε με όρεξη τα νόστιμα φαγητά, φτιαγμένα με τα χέρια της Κωστάντους.
Αγαπημένη μου Κωστάντου, τώρα θα σου πω το λόγο που πήγα στης Ανθής μας, τις είπε πιάνοντας της το χέρι. Στείλε τη Μυρτώ να φωνάξει τις γυναίκες μέχρι το βράδυ να είναι όλες εδώ,  εμείς θα κουβεντιάσουμε. Είπε στην Κωστάντου το όραμά της για μια μικρή βιοτεχνία ζυμαρικών, που θα μπορούσε να έχει πρώτη ύλη, τα δικά τους προϊόντα, γάλα, αυγά, αλεύρι, βούτυρο και για το όνειρο των εξαγωγών στην Ιταλία. Η Κωστάντου ήταν αγράμματη, άλλα κατάλαβε πως αυτό θα φέρει δουλειά, χρήματα και προκοπή για πολλές φαμελιές. Εγώ κυρα μου είμαι μαζί σου, της είπε με ενθουσιασμό. Ότι θες και περνά απ το χέρι μου θα το κάνω. Η Μαρουσιάννα τους είχε φέρει από ένα δώρο, μια όμορφη άσπρη ποδιά σαν αυτές που φορούσαν οι κοπέλες στο σπίτι της Ανθής.Όταν ήρθαν οι γυναίκες, τους μίλησε για τα σχέδιά της και έβγαλε απ τη βαλίτσα της τα δώρα που τους έφερε...
κυράδες μου, σας έφερα αυτό το δώρο γιατί έχω το σκοπό μου.
Θα ράψουμε πολλές από δαύτες, να τις έχετε για πατρόν, όλες οι γυναίκες του χωριού θα φορέσουμε μια τέτοια ποδιά σε είκοσι μέρες, για να υποδεχτούμε έναν Ιταλό! Θα ράψουμε λίγο ποιο ελαφριά φορέματα για να μπορούμε να κινούμαστε ποιο άνετα και  από αύριο πρώτα ο Θεός,  θα έχουμε διπλή δουλειά. Στην Αθήνα έκλεισα μια καλή συμφωνία για όλες μας, μίλησα με έναν Ιταλό που σε είκοσι μέρες θα έρθει μέχρι εδώ, πρέπει  να δει όσα ξέρουμε να φτιάχνουμε. Να βάλουμε την τέχνη, το μεράκι  και την νοικοκυροσύνη μας και όλα θα πάνε καλά. Από αύριο οι μισές από εμάς θα ράβουμε πάνινες σακούλες που να χωράν μέσα μια οκά χυλοπίτες.Το γάλα μας είναι καλό και αρκετό.Στην πόλη δε ξοδεύετε όλο και εμείς πόσο θα πιούμε; πόσο τυρί να πήξουμε; δεν έχουμε μεγάλο τυροκομείο ούτε ψυγεία.
Οι Ιταλοί τρώνε όμως μακαρόνια και είναι πλιότεροι από εμάς, εκατομμύρια φαμελιές. Πιάστε να ανοίγετε φύλλα και να κόβετε χυλοπίτες, θα τις ξεραίνουμε όσο είναι καλοκαίρι, ο ήλιος καίει, οι λαμαρίνες μας έξω στις αυλές θα κάνουν καλή δουλειά.
Οι άντρες θα μένουν στα χωράφια και εμείς στο μαγέρικο. Σε είκοσι μέρες έρχεται ο πρόξενος να κλείσουμε τη δουλειά. Ο Βενιζέλος έκλεισε μαζί του φιλία, εμείς θα πουλήσουμε χυλοπίτες.
Έπιασαν οι γυναίκες δουλειά μέρα νύχτα, άλλες έξω κάτω στον ίσκιο από τα δέντρα του αρχοντικού και άλλες στο μεγάλο μαγερειό, άλλες έραβαν σακούλια από άσπρο πανί, άλλες έκαναν τις ζύμες άλλες τις έκοβαν και άλλες  έστρωναν σε λαμαρίνες να στεγνώσουν.
Ο πατέρας της Μαρουσιάννας, μια μέρα της είπε για μια σφραγίδα, εμείς κόρη μου τα ζα τα σφραγίζουμε για να τα γνωρίζουμε σαν βγαίνουμε στα βουνά και στα λαγκάδια, φρόνιμο είναι να κάνεις και εσύ το ίδιο στα σακούλιας.
Δεν με παίρνει βρε πάτερα ο χρόνος, μέχρι να κεντήσουμε χίλια σακούλια θα έρθει φθινόπωρο. Μη τα κεντήσεις Μαρουσιάννα μ, πάρε ένα σίδερο και λίγατο στη φωτιά με το όνομα του  Αναστάση. Ύστερης ρίξε στα πανιά κερί και πάτα το σίδερο απαναθιό. Να η σφραγίδας!!!
Ο γιος θα είναι στη σφραγίδα και εσύ στο τιμόνι! Οι άντρες θα δεχτούν καλύτερα ένα άλλο σερνικό σε αυτές τις δουλειές κόρη μ .........
Η Μαρουσιάννα ενθουσιάστηκε, έβαλε τον Αναστάση να κάψει στο μπουχαρί ένα σίδερο να το λυγίσει και να κάνει  τη σφραγίδα με ένα μονόγραμμα ΑΒ / Αναστάσης Βεργάς /Τσιάρα 1928.
Έγινε ένα αστούμπαλο σιδερένιο πράγμα που δε ήταν τίποτα ξεχωριστό.
Τότε ο γερός σκέφτηκε τις σφραγίδες που είχαν οι κυρές για τα πρόσφορα! Πήρε ένα κομμάτι από ξύλο κερασιάς, το πριόνισε,το πλάνισε και έφτιαξε πρώτα μια ξύλινη επίπεδη πλάκα, ύστερα με κοπίδι και σφυρί έκανε τα γράμματα Α Β και από κάτω εγραψε, Αναστάσης Βεργάς 1928! Του πήρε μέρες να το σκαλίσει και να το τελειώσει, μα σαν τελείωσε πήγε να το έδειξε στην κόρη του με το χαμόγελο του νικητή!
Μαρουσιάννα σου έχω κάτι.............
Σηκώνει η γυναίκα το κεφάλι και βλέπει τη σφραγίδα!
Τι θα έκανα χωρίς εσένα πατέρα!!!!!
Ο Αναστάσης μας είναι καλός και λεβέντης, μα τα χέρια του δεν πιάνουν ψιλοδουλειά, μόνο αλέτρι και τσαπί..... άντε και καμιά παρδαλή στα Τρίκαλα, ξέσπασαν σε γέλια πατέρας και κόρη.
Σε είκοσι μέρες είχαν τελειώσει χίλιες σακούλες, άσπρες καλοραμμένες από λευκό πανί και πάνω η σφραγίδα με κόκκινο βουλοκέρι, γεμάτες με φρέσκες χυλοπίτες! Ο πρόξενος ήρθε με τον Αιμίλιο και την Ανθή  με ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Έκανε τόσο θόρυβο, που ακούστηκε από το γιοφύρι στο Τσιαγαλί*.
Οι γυναίκες είχαν φορέσει τα καλά τους και είχαν στρώσει τραπέζια με άσπρα τραπεζομάντιλα, επάνω είχαν στοιβάξει όλα τα καλούδια της φύσης και της κουζίνας τους. Μπροστά στα τραπέζια είχαν αραδιάσει καλάθια γεμάτα με τα σακούλια τους και για να τα ομορφύνουν τα είχαν τυλίξει με κληματόβεργες.
Έβαλαν τα ποτήρια μέσα στην κοπάνα του αρτεσιανού να παγώσουν και γέμισαν  τις κανάτες, με κρύο νεράκι και τσίπουρα. Φίλεψαν τον πρόξενο, με ψητά αρνιά στη σούβλα, πίτες και χυλοπίτες στη γάστρα με κόκορα και φυσικά, τα πεντανόστιμα τυριά τους.Το γλέντι άναψε μόλις πήρε να νυχτώνει, τα κορίτσια του χωριού, έφεραν μαστραπάδες με κρασί, οι λεβέντες μπήκαν στο χορό, τα όργανα λαλούσαν χαρούμενα και ακούγονταν μέχρι τα Μετέωρα. Έφτανε η λαλιά του κλαρίνου, πάνω στα βράχια και γύρναγε πίσω με τον αέρα και ύστερα εξατμιζόταν στα σύννεφα, στα αστέρια που λαμπύριζαν και φώτιζαν τη νυχτιά.
Τα κορίτσια και οι λεβέντες του χωρίου, στροβιλίζονταν στο χορό και οι γέροι καμάρωναν τα νιάτα.
Η συμφωνία έκλεισε, όχι μόνο χάρη στην υπέροχη βραδιά, αλλά και χάρη στις υπέροχες γεύσεις των ζυμαρικών που δοκίμασε ο Πρόξενος στο τραπέζι.
Στην επίσκεψη των Μετεώρων, ο πρόξενος είδε την Μαρουσιάννα να μπαίνει στο δίχτυ χωρίς δισταγμό για να προσκυνήσει στο μοναστήρι. Αυτή η γυναίκα έχει τη  θέληση αρσενικού, είπε ο Ιταλός, μαζί της αξίζει κανείς να συνεργαστεί, έχει κότσια!
Η Μαρουσιάννα αποφάσισε να κάνει το δεύτερο βήμα, για να εδραίωση την επιχείριση, έτσι τον Σεπτέμβρη του 1928 αγοράζει με 50.000 χιλιάδες δραχμές, υλικά και ετοιμάζει ένα πέτρινο κτίριο δίπλα στο ποτάμι. Εκεί στήνει τη μικρή της βιοτεχνία ζυμαρικών. Πάνω σε μαρμάρινους πάγκους οι γυναίκες εργάζονταν, ανοίγοντας από το πρωί ως το μεσημέρι  φύλλα για ζυμαρικά, μέσα σε μια μέρα τα ανοιγμένα και κομμένα ζυμαρικά στέγνωναν απ το καυτό ήλιο που έκαιγε τις λαμαρίνες στο προαύλιο του κτηρίου. Όμως για το χειμώνα έπρεπε να βρουν άλλη λύση. Οι σακούλες ράβονταν πλέον με μια ραπτική μηχανή και η σφραγίδα ήταν τυπωμένη με μελάνι. Από το πέτρινο κτίριο του ποταμού,οι χυλοπίτες ταξίδευαν μέχρι τη Βενετιά και από κει σε όλη την Ιταλία για να χορτάσουν τους Ιταλούς που είχαν πέσει με τα μούτρα στην ανόρθωση του Ιταλικού γοήτρου. Δίπλα από το κτίριο των ζυμαρικών, μεταφέρθηκε και το τυροκομείο, το παλιό πλίθινο κτίριο δε ήταν πολύ δροσερό, είχε πάτωμα από πατημένο χώμα και αυτό δε βοηθούσε τις γυναίκες να καθαρίζουν το χώρο όπως έπρεπε με νερό και να κρατούν δροσερά τα βαρέλια τους.
 Η Μαρουσιάννα ήταν  η κυρα και η αρχόντισσα του χωριού, είχε τον σεβασμό και την αγάπη των συμπατριωτών της. Την ευχαριστούσε να βλέπει ευτυχισμένα παιδιά,η χαρά της ήταν να βλέπει τον φτωχό να προκόβει, τα παιδιά να μην πεινάνε και οι νέοι να κάνουν όνειρα.
Μέχρι το 1932 είχε παραγγελίες από την Ιταλία, τροφοδοτούσε τον Ιταλικό στρατό με χυλοπίτες, ενώ η Ελληνική οικονομία πήγαινε κατά διαόλου.Τον Απρίλη του 1932 η Ελλάδα πτωχεύει, η μακαρονοποιία και τα τυροκομεία Βεργάς όμως έχουν δουλειά για να ζουν σαράντα φαμελιές.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια υπήρξαν και τα καλύτερα για την Μαρουσιάννα και την οικογένειά της .
Η Μαρουσιάννα ήταν γυναίκα μετρημένη, αλλά και προοδευτική, ενημερωνόταν για την πορεία της οικονομίας στην Ευρώπη, γνώριζε για την οικονομική κατάρρευση της Αμερικής, το γνωστό κραχ του 1929  που είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις και στην οικονομία της Ευρώπης.
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα είχε περίπου 6.300.000 πληθυσμό εκ των οποίων τα 3.500.000 ήσαν γεωργοί.Αυτό από μόνο του ήταν τρομακτικό, οι μισοί Έλληνες παρήγαγαν προϊόντα που έπρεπε να καταναλωθούν από τους άλλους μισούς. Οι περισσότεροι δεν είχαν πρόσβαση στις λαϊκές αγορές των μεγάλων πόλεων, τα προϊόντα που έφταναν στα αστικά κέντρα ήταν πανάκριβα και εξαγωγές από ελάχιστες ως ανύπαρκτες. Ο καπνός και η σταφίδα,ήταν από τα προϊόντα που εξήγαγε η Ελλάδα, όμως η δική τους περιοχή δεν είχε τέτοια παραγωγή,  εκείνη ήθελε ένα προϊόν να μπορεί να το εξάγει και να έχει όφελος .
Στην Ελλάδα οι πρόσφυγες που ενσωματώθηκαν στην χώρα, ερχόμενοι από την Καύκασο και την Μικρά Ασία, ασχολήθηκαν εντατικά με τη γη, η Βόρεια Ανατολική Ελλάδα και ο Μακεδονικός κάμπος καλλιεργήθηκε όσο ποτέ. Σε αυτό βοήθησε πολύ ο αναδασμός της γης, μιας που όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες στράφηκαν στην καλλιέργεια για να σταθούν στα πόδια τους. Έτσι οι κτηνοτρόφοι ήταν λιγότεροι και τα προϊόντα τους καταναλώνονταν πολύ γρήγορα στην χώρα.Το τυροκομείο της Μαρουσιάννας σημείωνε συνεχώς κέρδη.
Το 1928 καλλιεργήθηκαν 15.000 στρέμματα γης! Η καλλιέργεια της γης, γινόταν παραδοσιακά ως τότε, με βόδια και μουλάρια και άλογα, μέχρι που ο  Βενιζέλος, το 1929 και κατά τις αρχές του 1930 αποφάσισε να δώσει κεφάλαια για να αγοραστούν μηχανικά άροτρα, εννέα εκατομμύρια δραχμές ήταν το ποσό που διατέθηκε για αυτή την επένδυση! Παρόλο αυτά, τα βόδια και τα άλογα παρέμειναν για πολλά χρόνια τα κύρια εργαλεία του  Έλληνα αγρότη. Ο κάμπος των Τρικάλων οργώνονταν μέχρι και τα τέλη του 1958 με βόδια ή άλογα.
Ο Βενιζέλος έδωσε μάχες στην Ευρώπη για την οικονομική αξιοπιστία της χώρας. Ειχε ανάγκη από δανειοδοτήσεις για να ορθοποδήσει η χώρα,να στηρίξει την βιομηχανία,όμως το κραχ του 1929 στην Αμερική, ο πόλεμος και οι οικονομική αδυναμία της Ευρώπης δε ήταν  καλοί σύμμαχοι σε αυτή την προσπάθεια, με αποτέλεσμα το 1932 η Ελλάδα να οδηγηθεί  στην χρεωκοπία.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, η φιλία της Ανθής και της Μαρουσιάννας γινόταν ποιο δυνατή.
Η Μαρουσιάννα έχει μάθει να εμπιστεύεται πολύ την Ανθή, οι δυο γυναίκες αλληλογραφούσαν συχνά και όποτε ο Αιμίλιος έχει χρόνο ταξίδευαν στα Τρίκαλα  να επισκεφθούν το κτήμα.Οι Μαρουσιάννα και η Κωστάντου, τους περίμεναν πάντα τους με χαρά. Από αυτούς περίμεναν να μάθουν τα νέα  και τις εξελίξεις από την Αθήνα και την Ευρώπη. Ότι της έφερνε η Ανθή από τον Αθηναϊκό τύπο το διάβαζε με μανία, θέλοντας να μάθει τα πάντα, ανησυχούσε πολύ με την οικονομική αδυναμία της χώρας. Πριν γίνει η πτώχευση της Ελλάδας η Μαρουσιάννα φεύγει με τον Αιμίλιο και την Ανθή για ένα ταξίδι στην Ιταλία, με την ελπίδα να κλείσει νέα συμφωνία για την εταιρεία της.Κάνει τα μισά της χρήματα Ιταλικά φράγκα και αγοράζει δυο μηχανές αποξήρανσης και ένα μεγάλο ζυμωτήρα για το εργοστάσιο, που δεν είχε ως τότε τον απαραίτητο μηχανικό εξοπλισμό.

Στη Ιταλία, έφτασε με βαπόρι την άνοιξη του 1931 στο λιμάνι του Σαν Μπασίλιο της Βενετίας,πρώτη φορά πατούσε το ποδάρι της σε ξένο τόπο και το λιμάνι την γοήτευσε. Είχε ακούσει απ τον Αιμίλιο για τα γεφύρια της, ότι είναι χτισμένη, μέσα στο νερό ολάκερη η πόλη, όμως αυτό που αντίκρισε φτάνοντας δε το περίμενε. Το σκηνικό με τα υπέροχα κτίρια και τα καμπαναριά ήταν άξιο του τίτλου που της έδωσαν, ως Βασίλισσα της Αδριατικής. Οι μεγάλες πλατείες, η ελευθεριά που ένιωθε όταν περπατούσε μόνη στα πλακόστρωτα πεζοδρόμια την έκαναν ευτυχισμένη, γέμισε τα μπαούλα της με γυάλινα βάζα απ το νησί Μουράνο. Θαύμασε από κοντά τους τεχνίτες που έβγαζαν το γυαλί μέσα από τη φλόγα και κρατώντας την άκρη την σιδερόβεργας το γυρνούσαν και το φυσούσαν κάνοντας περίτεχνα σχέδια. Μαγεύτηκε απ τα μεταξωτά και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Αγόρασε ρούχα για εκείνη και το γιο της, για την Μυρτώ και την Κωστάντου. Καθώς περπατούσε χαζεύοντας την πόλη απομακρύνθηκε αρκετά, φτάνοντας στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης στο σεστιέρε*Καναρέτζιο, ένα κομμάτι που ζούσαν οι Εβραίοι την Βενετίας. Σε μια βιτρίνα είδε  μια υπέροχη μάλλινη ζακέτα και θυμήθηκε τον πατέρα της. Αυτή είναι ότι πρέπει για τον πατέρα, ψιθύρισε και έκανε να μπει στο μαγαζί.Ο άντρας που έβγαινε από το μαγαζί την άκουσε και την κοίταξε χαμογελώντας. Μια Ελληνίδα σινιόρα στο σεστριέρε Καναρέτζιο είπε με θαυμασμό. Μα αυτό είναι θαύμα!!! Η σΙνιόρες δεν τολμούν να έρθουν ως εδώ, συνέχισε εκείνος, ενώ η Μαρουσιάννα τον κοίταζε χωρίς να μιλάει γιατί δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Εδώ γίνονται παζάρια μεταξύ αντρών αγαπητή μου, της είπε γελώντας. Εγώ θέλω τη ζακέτα και δε θα κάνω παζάρι, εξάλλου δε μιλάω Ιταλικά του απάντησε εκείνη. Μερκούρης  Καστρινός, είπε ο άντρας δίνοντας της το χέρι. Του άπλωσε το χέρι και εκείνη με χαμόγελο, Μαρουσιάννα Βεργά χαίρομε που βρήκα ένα πατριώτη. Γνωρίζεται Ιταλικά κύριε Καστρινέ; τον ρώτησε. Ωωωω μα βέβαια, θα χαρώ αν σας φανώ χρήσιμος κυρία μου, της αποκρίθηκε με  χαμόγελο. Ήταν όμορφος όταν χαμογελούσε,στις άκρες των ματιών του σχηματίζονταν μικρές ρυτίδες και τα ζυγωματικά του πεταγόταν ευχάριστα. Ήταν ψηλός, μελαχρινός και οι κρόταφοι είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και αυτή τον χάζευε χωρίς να έχει πει λέξη. Λοιπών, την ρώτησε ....μπορώ να κάνω κάτι για εσάς κυρία Βεργά;  Θα ήθελα να αγοράσω τη ζακέτα για τον πατέρα μου του είπε. Ωραία πάμε λοιπόν να την πάρουμε με την προϋπόθεση να με αφήσετε να σας συνοδεύσω στο σπίτι σας. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι χαμογελώντας και πέρασε στην είσοδο που μαγαζιού. Βγήκαν σε λίγα λεπτά έχοντας αγοράσει την ζακέτα και άρχισαν να περπατούν.
Σε πια γειτονιά μένετε κυρία Βεργά; Δεν ζω εδώ του απάντησε, έχω έρθει με φίλους, για υποθέσεις της δουλειάς μου. Ο Καστρινός κοντοστάθηκε απότομα; Της δουλειάς σας; Ναι έχω εργαστήρι και κάνω ζυμαρικά στην Ελλάδα, είμαι από τα Τρίκαλα του απάντησε. Δηλαδή έχετε δική σας επιχείρηση; Ναι, αποκρίθηκε η Μαρουσιάννα  χωρίς να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του άντρα. Ε αυτό και αν είναι καταπληκτικό, μια γυναίκα από την Ελληνική επαρχεία, στο Καναρέτζιο της Βενετίας έχει έρθει για δουλειές. Συγχαρητήρια κυρία μου!! Η Μαρουσιάννα κατέβασε το κεφάλι ντροπαλά, ξαφνικά ένοιωθε 15 χρονών, ένοιωθε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν και τα χέρια της αμήχανα έσφιγγαν την τσάντα με τη ζακέτα. Τι λέτε, να πάμε για ένα καφέ μέχρι την πιάτσα Σαν Μάρκο; της πρότεινε.
Μα ναι ευχαρίστως, εξάλλου μένουνε κοντά στην πιάτσα, ίσως κιόλας να ανησύχησαν γιατί έχω αργήσει, δε ξέρω ούτε εγώ πόση ώρα λείπω απ το ξενοδοχείο. Όταν έφτασαν στην πλατεία ανάσανε με ευχαρίστηση, σας ευχαριστώ πολύ κύριε Καστρινέ, δε νομίζω να έβρισκα το δρόμο, ούτε είχα καταλάβει ότι είχα απομακρυνθεί τόσο πολύ, κουράστηκα, νόμιζα δε θα φτάσουμε ποτέ.
Την επόμενη φορά, θα σας συνοδεύσω με μια γόνδολα αγαπητή μου. Αλήθεια, έχετε ανέβει σε γόνδολα;
Μα όχι δε έχω προλάβει, τρεις μέρες είμαστε στη Βενετία και δεν είχα χρόνο για ρομαντικές βόλτες. Όπως σας είπα, έπρεπε να φροντίσω για τις αγορές του εργαστηρίου και είχα συναντήσεις με κάποιους ανθρώπους, ψάχνω τρόπο να κάνω εξαγωγή των προϊόντων μας. Έχετε συνεταίρο κυρία Βεργά; Ναι βέβαια, το γιο μου!!! Ο Καστρινός ξαφνιάστηκε, έχετε ένα τόσο μεγάλο παιδί που να μπορεί να είναι συνεταίρος μιας επιχείρισης;  Είναι είκοσι  ετών και δεν έχω κάποιον άλλο δικό μου που να μπορεί να βοηθάει, αν και η αλήθεια είναι ότι εμείς στο χωριό, είμαστε μια γροθιά, όλοι ενωμένοι στον αγώνα για επιβίωση. Χωρίς τους χωριανούς μου δε θα είχα κάνει τίποτα, τα πολλά χέρια είναι ευλογημένα κύριε Καστρινέ!!!  Και ο σύζυγος; ρώτησε εκείνος, κάνοντας την ευχή να μην υπάρχει. Δεν έχω σύζυγο, έχω χηρέψει δυο φορές. Μεγάλωσα το γιο μου μονάχη από τότε που ήταν επτά ετών.
Η Μαρουσιάννα ξεδίψασε με τον νερό και δοκίμασε το μπισκότο με τα αμύγδαλα, αχ τα έχω λατρέψει αυτά τα μπισκοτάκια, τα έχουν και στο ξενοδοχείο που μένω. Αγαπώ καθετί γλυκό, είπε και γέλασε σαν παιδί που έκανε αταξία. Και εγώ, έχω αδυναμία στα γλυκίσματα, στην Αλεξάνδρεια έχουμε πολλές λιχουδιές.Που είναι η Αλεξάνδρεια; ρώτησε η Μαρουσιάννα.
Δεν έχετε ακούσει για τη βόρεια Αφρική; Ξέρετε ζούμε πολύ Έλληνες στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, άρχισε να της μιλάει για το πως έφτασαν κάποτε οι γονείς του στην πόλη που είχε γεννηθεί εκείνος.

Ο Μερκούρης Καστρινός καταγόταν από τη Σύμη , για την οποία η Μαρουσιάννα δεν γνώριζε τίποτα!
Άκουγε πρώτη φορά, για νησιά που ήταν υπό Ιταλική κατοχή, για το Νείλο και τους άραβες και την ελληνική παροικία στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια.  Έβλεπε τον περιποιημένο μελαχρινό άντρα,να την φροντίζει με  αργές και ήρεμες κινήσεις, σερβίροντας τον καφέ με το αφρόγαλα, που της είπε τον λένε καπουτσίνο. Τις εξήγησε πως ο καφές πήρε την ονομασία του από ένα  Καπουτσίνο μοναχό που τον έλεγαν Marco d'Aviano. Άλλος κόσμος, άλλος καφές, άλλοι τρόποι και εκείνη με ένα ξένο άντρα, να απολαμβάνει στον ήλιο τον καφέ της, σε  μια πλατεία γεμάτη κόσμο, χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία, αυτό της άρεσε πολύ, όπως και οι αφηγήσεις του Μερκούρη.Της μίλησε για το κάστρο της Σύμης  εκεί που  μεγάλωσε η μάνα του, ανάμεσα σε επτά παιδιά της οικογένειάς της και σαν παντρεύτηκε έφυγε με τον άντρα της τον Καστρινό για την Αίγυπτο το 1890. Ένα χρόνο μετά έφερε στον κόσμο τον Μερκούρη.Της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, για το εμπόριο και την πόλη που ζούσε. Στο χωριό αν τολμούσε να καθίσει με έναν άντρα,οποιονδήποτε χωριανό της, σε δημόσιο χώρο τόση ώρα, θα γινόταν μεγάλο κουτσομπολιό, θα μάθαινε όλος ο κάμπος, ότι η χήρα του Τσαούση είναι ελαφρών ηθών κτλ. Ο καφές, έγινε γεύμα σε ένα μικρό εστιατόριο που έφτασαν πιασμένοι αγκαζέ. Ανάμεσα σε δυο παλάτια υπήρχε μια εκκλησία, ο Μερκούρης της είπε ότι λεγόταν Σάντα Μαρία Ντε Μιράκολι. Εκεί έκατσαν να γευματίσουν, μπροστά στην πλατεία της εκκλησίας υπήρχαν μικρά εστιατόρια και καφέ.Θα σε πάω σε όλη την πόλη με άμαξα, αν το επιθυμείς και εσύ Μαρουσιάννα......... τι ασυνήθιστο όνομα αλήθεια.
Στον τόπο μου συνηθίζετε Μερκούρη και το δικό σου όνομα για μένα είναι ασυνήθιστο, πρώτη φορά το ακούω του,είπε ντροπαλά.
Ε και το δικό μου στον τόπο μου συνηθίζετε της είπε και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Αργά το απόγευμα την συνόδευσε στο ξενοδοχείο της, εκεί που ο Αιμίλιος και η Ανθή την περίμεναν με αγωνία, επειδή πίστευαν πως είχε χαθεί και δε έβρισκε το δρόμο να γυρίσει. Ο Μερκούρης συστήθηκε και τους κάλεσε για δείπνο, εφόσον πρώτα κάνουν όλοι μαζί μια βαρκάδα με μια γόνδολα την ώρα που δύει ο ήλιος στη Βενετία! ,Ο Μερκούρης ήρθε λίγο πριν δύση, να πάρει τους νέους του φίλους.Τον περίμεναν στο ισόγειο του ξενοδοχείου και η Μαρουσιάννα έστριβε με αγωνία συνέχεια τα γάντια της και παρατηρούσε το δρόμο.
 Μην δείχνεις σαν να μην έχεις βγει ποτέ με άντρα καλή μου, της είπε η Ανθή, μεγάλη άνθρωποι είμαστε.
Η Μαρουσιάννα όμως ένιωθε ακριβώς έτσι,σαν μικρό κορίτσι που της έδωσε ραντεβού το αγόρι που της άρεσε.
Γύριζαν την πόλη που ήταν φωτισμένη με δεκάδες φανάρια, πήγαν μέσα σε στενά δρομάκια για να δουν τη σκάλα Κονταρίνι που οδηγεί στο παλάτσο Κονταρίνι, από εκεί βλέπεις όλη τη Βενετία από ψηλά. Και στο τέλος έφτασαν στο Grand Canal και ανέβηκαν σε μια γόνδολα.
Ο γονδολιέρης τραγουδούσε και κωπηλατούσε αργά σχίζοντας τα ήσυχα νερά, ενώ κάθε φορά που συναντούσαν φανάρια στις γέφυρες το νερό γινόταν ασημί.
Τα σύννεφα έπαιζαν με το φεγγάρι, πότε το άφηναν να φανεί και πότε το σκέπαζαν, εκείνες τις στιγμές ο Μερκούρης έπαιρνε τρυφερά το χέρι της Μαρουσιάννας και το φιλούσε με τα ζεστά του χείλι. Η Μαρουσιάννα ήταν 38 ετών, στερημένη από τα αντρικά χάδια και από τα τρυφερά λόγια, από τα φλογερά βλέμματα που σε κάνουν να θες αυτόν που σε κοιτάει μες τα μάτια, η γόνδολα γλίστραγε και μαζί με αυτή γλίστραγαν και οι αντιστάσεις της στο χαμόγελο του μελαχρινού αρσενικού. Εικοσιπέντε μέρες πέρασαν μαζί κάνοντας παρέα, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και κάνοντας έρωτα όπως ποτέ. Απελευθερωμένη, γοητευμένη, ερωτευμένη και πάνω από όλα ώριμη, έζησε μοναδικά αυτόν τον ανέλπιστο έρωτα, στις πλατείες,στα πάρκα και στα νερά της Βενετίας, περπατώντας και γελώντας μαζί του σαν να τον ήξερε μια ζωή. Όμως , οι μέρες περνούσαν και ο Μερκούρης έπρεπε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια στο σπίτι και τη δουλειά του. Προσπάθησε να πείσει τη Μαρουσιάννα να φύγουν μαζί για την Αίγυπτο φοβούμενος ότι θα την χάσει για πάντα, αλλά εκείνη του κατέστησε σαφές πως δε θα έφευγε σαν κλέφτρα από το χωριό και το παιδί της, είχε υποσχεθεί στις γυναίκες του χωριού πως θα γύριζε με τις μηχανές και θα το έκανε ο κόσμος να χαλούσε. Ταξίδεψαν μαζί ως τον Πειραιά και στο λιμάνι χωρίστηκαν, εκείνος έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι για την Αίγυπτο. Φανερά στεναχωρημένος της έδωσε ένα φάκελο με την διεύθυνσή του και ζήτησε από τον Αιμίλιο να την βοηθήσει να της βρει εισιτήριο για την Αλεξάνδρεια αν επιθυμούσε να ταξιδέψει. Με την ελπίδα ότι δε θα τον ξεχάσει και πως μια μέρα θα ξανά βρισκόταν, την παρακάλεσε να του γράφει.
Η Μαρουσιάννα παρόλο τον απόλυτο έρωτα που βίωνε,  όσες μέρες έμεινε στην Βενετία, άκουγε από τον Αιμίλιο και τον Μερκούρη για τις πολιτικές εξελίξεις. Έζησε από κοντά κάποια γεγονότα του αυταρχικού καθεστώτος της Ιταλίας και αποφάσισε να διακόψει με τους Ιταλούς οποιαδήποτε συμφωνία. Γυρίζοντας στην Ελλάδα αποφασίζει ότι πρέπει να βρει τρόπο, να σπάσει τη συμφωνία με τον Ιταλικό στρατό και να βρει νέο τρόπο να διοχετεύσει τα προϊόντα της στην αγορά. Επιστρέφει στο χωριό αποφασισμένη,να φύγει για πάντα από την Ελλάδα για να σώσει ότι μπορέσει πριν η χώρα καταρρεύσει οικονομικά. Αλλά βαθιά μέσα της ξέρει ότι το κάνει για να ζήσει τον έρωτα της με τον Μερκούρη.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 4

Στα 1917 η Ελλάδα ζούσε το μεγάλο διχασμό,η πολιτική ζωή του τόπου υπήρξε ένα από τα πολύ πονεμένα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, το μόνο που δε απασχόλησε τις αρχές των Τρικάλων ήταν ο θάνατος του Τσαούση.
Τα μπορντέλα του, πέρα απ τα μανάβικα των Τρικάλων και της Λάρισας περάσαν στα χέρια των γυναικών αμέσως μόλις μάθανε ότι ο Τσαούσης και ο Φότσιος χάθηκαν ξαφνικά από προσώπου γης .
Οι γυναίκες δε πίστεψαν σε ξαφνικό θανατικό, ήξεραν όλες τις βρομοδουλειές του νταβατζή τσιφλικά, κατάλαβαν ότι κάποιος τον καθάρισε από μίσος.
Η Μαρουσιάννα έγινε η κυρά του κάμπου, μοίρασε τη γη σε μερίδια σε κάθε οικογένεια δίκαια ανάλογα με το πόσα άτομα ήταν η κάθε φαμελιά στην Τσίαρα, αλλά και στα γύρω χωριά που ήταν κομμάτια του Τσιφλικιού.
Για τα μερτικά της στη Λάρισα έκανε ότι μπορούσε για να μοιραστούν σωστά, ενημέρωσε τις αρχές  για το πένθος που έπεσε στο σπίτι της και τους είπε να κάνουν το καλύτερο για τον τόπο, είχε  πολλά να κάμει στο δικό της χωριό, χέρια και χρόνος δε υπήρχαν για τη Λάρισα και το τσιφλίκι τους εκεί.Το τσιφλίκι μοιράστηκε σε 150 οικογένειες, το κονάκι έγινε ορφανοτροφείο για τα ορφανά της περιοχής και ο παπάς ανέλαβε να το διοικεί μαζί με τις χήρες του χωριού.
Το πορνείο της Αθήνας έκλεισε με διευθέτηση που ανέλαβε η Ανθή και ο γιατρός Αιμίλιος Αυγέρης, το κτίριο μετατράπηκε σε κλινική, με τα λεφτά που είχε αποκτήσει η Ανθή, από την ντροπή του πορνείου, τα διέθεσε για να γίνει η κλινική του άντρα της μια από της καλύτερες. Δυο από της Γαλλίδες που ήξεραν τα στοιχειώδη έγιναν νοσοκόμες της κλινικής και οι άλλες κοπέλες με προτροπή πάντα της Ανθής πήγαν στον ερυθρό σταυρό να βοηθήσουν στα σύνορα και όπου υπήρχαν ανάγκες. Η μαντάμ Κολλέτ έφυγε για τη Γαλλία, γερασμένη και μόνη, ήθελε να πεθάνει στον τόπο της.Τα λευκά σεντόνια της αμαρτίας και του αγοραίου έρωτα έγιναν επίδεσμοι, από εκεί που άκουγαν βαριές ερωτικές ανάσες, τώρα άκουγαν βογκητά πληγωμένων αντρών.
Στο χωριό του κάμπου η ζωή κυλούσε με δυσκολίες και σκληρή δουλειά. Παρόλο που τους μοιράστηκε η γη και το θανατικό του Τσαούση ήταν ανάσα ελευθερίας, οι γυναίκες έμειναν χωρίς άντρες και δυνατά χέρια για να καλλιεργήσουν το χώμα.
Πήραν θάρρος όμως από τα λόγια της κυράς και άνοιξαν φιλίες με την Μαρουσιάννα.Τα παιδιά του χωριού περάσαν το κατώφλι του αρχοντικού και χόρτασαν ψωμάκι.
Στις σχόλες, έπιαναν γλέντι στη ρούγα της και οι γυναίκες χόρευαν και τραγουδούσαν αγαπημένες. Οι άντρες έφευγαν για το μέτωπο και αυτές ρίχτηκαν στη δουλειά ενωμένες,τα βράδια έκανα νυχτέρι,άλλες στο πλέξιμο και άλλες στον αργαλειό ετοίμαζαν σκουτιά, κάπες, κάλτσες και χοντρές φανέλες για τους άντρες τους που ήταν στα βουνά της Μακεδονίας.Την άνοιξη μοίρασαν τη δουλειά μεταξύ τους, γινήκαν σαν ένα σμήνος από μέλισσες με την "μεγάλη κυψέλη" το αρχοντικό, εκεί ήταν το στρατηγείο τους.
Εκεί κούρευαν τα πρόβατα όλου του χωριού για να κάνουν το μαλλί για τα σκουτιά και τα κολόβια* τους, τα χράμια και τις βελέντζες τους. Δούλευαν τη μέρα στο χωράφι και τη νύχτα στο σπίτι,άλλη λανάριζε το μαλλί, άλλη το έπλενε άλλη το έγνεθε και το έκανε αλτσίδια*,άλλες το έβαφαν και το έκαναν κουβάρια για πλέξιμο,ή στημόνι για αργαλειό.
Οι ηλικιωμένοι άντρες βγήκαν στον κάμπο με τα βόδια, όργωσαν και έσπειραν με κόπο και ψήθηκαν τα κορμιά τους στο λιοπύρι, μα σαν ήρθε η σοδειά ανάσαναν για πρώτη φορά. Γέμισαν τα αμπάρια με στάρι και καλαμπόκι, ποτέ δεν είχαν δει το αμπάρι του σταριού τους τόσο γεμάτο, γέμιζαν με δάκρυα τα μάτια των γηραιότερων, φόρτωναν τα άλογα και τραβούσαν όλοι για το μύλο του Γκαβίδα δίπλα στο ποτάμι λίγο ποιο κάτω απ το χωριό.
Ήρθε και δάσκαλος απ τα Τρίκαλα στο χωριό,η Μαρουσιάννα του παραχώρησε το σπιτάκι του συχωρεμένου παπά Αναστάση και του υποσχέθηκε γάλα,τυρί,αυγά τραχανά και κρέας τις  Κυριακές και τις σχόλες.Όσο ο καιρός ήταν  καλός έστρωναν τα παιδιά χράμια κάτω απ τα πλατάνια στη δροσιά και κάθονταν κατάχαμα οκλαδόν με το δάσκαλο πάνω σε μια μεγάλη πέτρα να τους μιλάει με υπομονή για την ιστορία της πατρίδας,για τον απελευθερωτικό αγώνα και τη Μακεδονία, για τον Μέγα Αλέξανδρο και τις πολιτείες που κατάκτησε,για τον Παύλο Μελά και τον Δραγούμη, τους έκανε να αγαπήσουν την μακρινή για αυτούς Μακεδονία.Ο πόλεμος ήταν ένα απ τα αγαπημένα θέματα των παιδιών,ζούσαν την κάθε στιγμή την ιστορίας τους μέσα από τις αφηγήσεις του κυρίου Εμμανουήλ. Πες μας δάσκαλε για κείνον τον βασιλιά στην Πόλη!! Πες μας για την Αγιά Σοφιά! Τούτος ο λαός μια ζωή στο σπαθί και το ντουφέκι, μυριάδες οι εχθροί,ζηλεύανε αυτή τη φλούδα γης που στεκόταν μέσα στο νερό αγέρωχη, ζήλευαν τον λαό που όργωνε τη θάλασσα με καράβι και κουπί.Η λευτεριά είναι πολύτιμη μα θέλει και αίμα, σαν δε θυσιάσουμε τα κορμιά φεύγει και χάνεται, έρθετε ο οχρτός και μας δυναστεύει, θέλει τα σπιτια μας το βιός μας, τους έλεγε εκείνος. Έσπερνε στις παιδικές ψυχές την αντρεία, τη δύναμη το πάθος για λευτεριά και δημοκρατία.
Το χειμώνα έκαναν τα μαθήματα στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού,μέσα στο ζεστό σπίτι της Μαρουσιάννας,πριν ο ήλιος ανέβει η Κωστάντου άναβε τον μπουχαρί και ετοίμαζε στα παιδιά μια κούπα γάλα, μια φέτα ψωμάκι με τυράκι ή ζεστό τραχανά.
Η Μαρουσιάννα είχε γίνει η προστάτιδα του χωριού τους και ο μικρός Αναστάσης χαίρονταν τη ζωή του με τους φίλους του, ρούφαγε σαν σφουγγαράκι τις δεκάδες πληροφορίες από το δάσκαλό και χόρταινε παιχνίδια με τους συντρόφους του.Φτωχά τα παιχνίδια τους, κουρελόπανα τυλιγμένα ήταν η μπάλα που μοιράζονταν και ο δρόμος, το γήπεδο κάθε γειτονιάς, σακατεύονταν τα ποδάρια, γδέρνονταν απ τις πέτρες και τα ρούχα, γίνονταν λασπωμένα κουρέλια, έτσι και αλλιώς κουρέλια ήταν, το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο, ραμμένα απ τις μανάδες τους.
Τα καλοκαίρια ορμούσαν σαν σμήνος στην Σαλαμπριά (το ποτάμι του χωριού) εκεί ήταν το ορμητήριο  κάθε αγοριού, εκεί μάθαινε κάθε αγοράκι κολύμπι, ψάρεμα, σφεντόνα. Στο χωριό γυρνούσαν με έπαθλα, πότε μια πέστροφα, πότε μια πάπια που την έριχναν με σφεντόνα και με καμάρι την έφερναν στη μάνα τους. Τα ποιο προκομμένα έφερναν κλαδιά για προσάναμμα και σβουνιές απ τα αλώνια. Στο τέλος κάθε ημέρας οι μανάδες περίμεναν οι γιοι τους να φέρουν και λίγα προσανάμματα απ το ποτάμι. Πρώτος έδινε το παράδειγμα ο Αναστάσης, πάντα με ένα τσουβάλι δεμένο στο ζωνάρι,γεμιζε προσαναματα και σαν άρχιζε να σουρουπώνει, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, ποτέ δε βγήκε στη ρούγα η Μαρουσιάννα να τον φωνάξει, γέμιζε το τσουβάλι προσανάμματα και γύριζε σπίτι, βρώμικος ιδρωμένος αλλά νικητής!! Όλο το καλοκαίρι η Κωστάντου ήξερε ότι το βράδυ θα τους φέρει ψάρια και καραβίδες, καμιά φορά και καμιά πάπια, αν και στη σφεντόνα δε ήταν και τόσο καλός εκείνο τον καιρό ακόμη.
Σπατάλες δε τους έπαιρνε να κάνουν μέχρι να έρθει η άλλη σοδειά,να ανασάνουν και  να δουν προκοπή, κρατούσαν τις κότες και τα άλλα ζωντανά  να τα σφάξουν το χειμώνα και έτσι το ψάρι ήταν ευλογημένο και ευπρόσδεκτο στο τραπέζι τους.
Όλα μετρημένα, ο πόλεμος καρτερούσε στην πόρτα και αυτές τρεις γυναίκες μόνες, είχαν τον Αναστάση  δέκα χρονών παλικαράκι αποκούμπι, περίμεναν να γεμίσει το τραπέζι τους με τροφή κάθε βραδύ και εκείνος είχε πάρει αυτό ο ρόλο στα σοβαρά, χωρίς ψάρι και καραβίδες δε γύριζε στο κονάκι.

Ο διχασμός έφερνε άσχημα χαμπέρια από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με το Βενιζέλο τρώγονταν σαν τα σκυλιά. Μαζί και οι δυο στον ίδιο τόπο δε χωρούσαν, ένας τράβηξε για την Κρήτη και έκαμε εκεί κυβέρνηση.
Ο πόλεμος μαίνονταν στα σύνορα, οι μεγάλες δύναμης μπήκαν και έκαναν τη Θεσσαλονίκη ερείπιο, και δε έφτανε τούτο το κακό, έπιασε φωτιά στην πολιτεία σε ένα χαμόσπιτο,οι γείτονες δε έδωσαν σημασία και η φωτιά έγινε πύρινο ποτάμι, κάηκαν σπίτια μέχρι στο Διοικητήριο,μα οι Γάλλοι δε βοηθούσαν με της δύναμής τους, μονάχα κάτι Άγγλοι έδωσαν ένα χέρι στην κατάσβεση τούτη. Η πόλη έγινε στάχτη !
Ο απλός κοσμάκης στα χωριά δε ήξερε ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του, αυτοί ξέραν ότι ο πόλεμος τους στερούσε τη ζωή, ότι τα τρόφιμα ακρίβυναν,ότι οι άντρες ήταν στα βουνά,τα λεφτά έχαναν κάθε μέρα την αξία τους! Έφτασαν στο σημείο να κόβουν το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα σε δυο κομμάτια για να μην εκδώσουν νέα χαρτονομίσματα με τη μικρότερη αξία!
Μια στάλα κράτος και οι άνθρωποι μετρημένοι στα δάκτυλα, τι θελαν και άνοιγαν πληγές;
Ο κόσμος είχε βαρεθεί τους σκοτωμούς, ήθελε να φάει γλυκό ψωμί.Πάνω που τους άφησαν οι Τούρκοι και πίστεψαν πως θα δουν άσπρη μέρα, έφτασαν να λένε πάλι βοήθα Παναγιά με τις εσωτερικές τους φαγωμάρες και τα μεγαλοπιάσματα του Βενιζέλου που ήθελε την μεγάλη Ελλάδα.
Ο κοσμάκης ζούσε σε καλύβες στα χωριά, είχε για πάτωμα πατημένο χώμα και στρώμα από άχυρο, τα καλοκαίρια τους έτρωγε η ελονοσία, η ψείρα και οι ψύλλοι, τους θέριζαν οι αρρώστιες από την έλλειψη υγιεινής και οι πολιτικοί τρώγονταν για το ποιος θα κάνει κουμάντο και ποιος θα είναι αυτός που θα στείλει τους Έλληνες να σκοτωθούν στα σύνορα για να πάρουν αυτοί τα παράσημα.
Έτσι έριξαν το ανάθεμα στο Βενιζέλο και έβγαλαν εκεί όλα τα απωθημένα τους πετώντας πέτρες σε κάθε πλατεία κάνοντας σωρούς γύρω απ το ομοίωμα του Βενιζέλου, ακολουθώντας με κατάρες τον αφορισμό του Μητροπολίτη, γιατί στην Ελλάδα οι παπάδες είχαν πάντα λόγο και στην πολιτική παρέσερναν τον κοσμάκη σε πράξεις όπως τούτες.

Η Μαρουσιάννα κρατούσε με νύχια και με δόντια τις χρυσές που είχε βρει από τον Τσαούση,ήταν το μόνο που για το οποίο του ήταν ευγνώμων.Σκόπευε να κάνει πολλά με αυτές, να φτιάξει και σχολείο κάτω στην πλατεία στο μεγάλο πλατάνι,μα ας περνούσε πρώτα τούτου το κακό, για την ώρα καλή ήταν και η σάλα της για τα παιδιά.
Ενθουσιασμένη με τις νίκες στη Μακεδονία η Μαρουσιάννα όταν τύχαινε να περάσει στρατός απ τον πλατύ δρόμο που πήγαινε στην Καλαμπάκα, καρτερούσε με τα μουλάρια φορτωμένα αλεύρι για να έχουν ψωμάκι οι φαντάροι, τραχανά να τρώνε κάτι να ψυχοπιάνοντε μες το κρύο και τσίπουρο να βάζουν στις πληγές.Έκοψε όλες την άσπρες λινές της κουρτίνες και τις έκανε επιδέσμους με τη βοήθεια της Μυρτούς και Kωστάντους.
Μια μέρα έφτασε χαμπέρι στο χωριό ότι ένα κοπάδι πρόβατα ίσα με χίλια ζωντανά, γίδια,πρόβατα μα και μουλάρια φορτωμένα έρχονται κατά την Τσίαρα!Πρώτα είδε το σκύλο τους η Μαρουσιάννα,τον καραμπασάκι άσπρο με μαύρο κεφάλι! Ήταν γερασμένος μα σαν έφτασε κοντά στο αρχοντικό άρχισε να γαβγίζει σαν τρελό.
Βγήκε ο Αναστάσης και φοβήθηκε, μάνα ωω μανααάα ήρθε ένα μαύρου σκλι* στη ρούγα μας!
Η Μαρουσιάννα είδε τον καραμπασάκι και βγήκε στο δρόμο ξυπόλητη από χαρά και αγωνία.
Καραμπασάκι μου ποιος σε έφερε εδώ αγόρι μου; Το σκυλί γάβγιζε και τριβόταν πάνω στα σιγκούνια της,σήκωνε τα πόδια με χαρά και κούναγε σαν τρελό την ουρά του που βρήκε την κυρά του.
Ξωπίσω έφτασε πεζός ο πατέρας της,γερασμένος και ασπρομάλλης με την κάπα κρεμασμένη στον ένα ωμό και την κλούτσα να τον βαστά όρθιο να μην καμπουριάζει!
Άνοιξε τα χέρια ο γέρος και αγκάλιασε το παιδί του μετά από έντεκα  χρόνια. Βγήκε και ο Αναστάσης τρεχάτος και ξεθαρρεμένος μόλις είδε τη μάνα του να αγκαλιάσει το γέροντα.
Έλα πασά μου να σε χαρώ, έλα να γνωρίσεις τον παππού σου!
Κοριτσάκι την πάντρεψε ο γέροντας και της έδωκε παπά και τώρα τη βρήκε χήρα τσιφλικά μέσα σε αρχοντόσπιτο.
Έλα πατέρα,πάμε να κάτσεις να ξαποστάσεις και να με πεις τα χαμπέρια*, ο γέροντας κούνησε το κεφάλι και ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
Η Κωστάντου έτρεξε να τον φιλέψει, έφερε αμέσως νερό, τσίπουρο και λουκούμι να τον γλυκάνει, έτσι ήταν το έθιμο εκείνη την εποχή.
Ύστερα άφησε την κυρά της με τον πατέρα της στη σάλα και χώθηκε στην κουζίνα με τη Μυρτώ για να ετοιμάσουν μεζέδες και πίτες για το βράδυ.
Μέρες ταξιδεύουμε με τα ζωντανά Μαρουσιάνναμ, ευτυχώς που έχω καλά σκλιά και τον μπιστικόμ του Μήτρου, αλλιώς τι θα έκαμα δε ξέρου, γέρασα κόρημ παν τα κουράιαμ*, η μάνας ήθελε να σι δει.
Θα έρθει η μάνα; ρώτησε η Μαρουσιάννα με τα μάτια διεσταλμένα από χαρά.
Αχά, έρχιτι σι κρένω, ειναι πείσω ακόμα με τα μπλάρια*, τη φέρν ο  Μίτσιους*

Έμαθα τα νέας στου παζάρ,* στη Λάρσα* απού ένα χουρουφύλακα,τουν λέω, ιγώ εχω δυχατέρα την παπαδιά απ την Τσιάρα και μι λέει αγιέμ* δε ξερς ισι τίπτας*;
Το και το μι λέει η άνθρουπους, χήρεψ δυο βολές η έρμη, τι ήταν να του μάθου με έζουσαν τα φίδια, λέω τς μάνας, κυρά τώρα ία κινάμε για τα Τρίκαλα και από κει στην Τσιάρα να βρούμε του κουρίτς, να όπως στα λέω γίνκαν κι ήρθα!
Αργά το βράδυ έφτασε και η μάνα της Μαρουσιάννας,η χαρά και οι στιγμές της αντάμωσης  των γυναικών δε περιγράφετε, Η γρια βλάχα έκατσε στο σκαμνί ενώ η κόρη της πρότεινε να καθίσει στην πολυθρόνα του Τζακιού όπως πρώτο έκατσε και εκείνη, τη βραδιά που χήρεψε το 1910, μα η γριούλα ήταν τόσο σεμνή και άμαθη σε μεγαλεία που προτίμησε το σκαμνί στο αρχοντικό της κόρης της.Σε τέτοιο σπίτι δε είχε ματαμπεί* σε ούλη της ζήση, ζούσε στα βουνά από μωρό παιδί τα καλοκαίρια και το χειμώνα σε κάμπους για να ξεχειμωνιάζουν τα πρόβατα σε χαμηλό υψόμετρο,αυτή ήταν η ζωή της, νομάδας είχε γεννηθεί και ετσι γέρασε.Το σπίτι της ήταν πάντα μια καλή σκηνή από υφαντό σκουτί και βέργες στη σκεπή από τα γύρω δέντρα και για πάτωμα καλό πατημένο χώμα παλαμισμένο, σαν στέγνωνε ο πηλός καλά το έστρωνε με τις βελέντζες της και τα χοντρά χράμια.Ντουλάπια δε είχε δει ποτέ και καναπέδες! Αυτή είχε τα σεντούκια της με τα απαραίτητα μαγειρικά σκεύη,τα καρδάρια της για το άρμεγμα και γκιούμια για να συλλέγουν το γάλα. Αυτά ήταν όλα και όλα το νοικοκυριό της, κατάχαμα κοιμήθηκε σε όλη τη ζωή, οκλαδόν έτρωγαν μέσα στη σκηνή, χιλιάδες φορές άναψε τη φωτιά έξω από την σκηνή για να βάλει καζάνι και να μαγειρέψει το φαΐ για τον κύρη της και τους βοσκούς του καραβανιού τους.Ζύμωσε χιλιάδες καρβέλια,έπλασε δεκάδες χιλιάδες φύλλα για της πίτες της,σκυμμένη πάνω στον ξύλινο σοφρά της, ολημερίς βοσκούσε με τον κύρη της τα πρόβατα και σαν σουρούπωνε και οι άντρες άρχιζαν το άρμεγμα εκείνη έπαιρνε το δρόμο για το ποτάμι ,έπλενε τα χέρια της έπαιρνε νερό και τραβούσε έξω απ την καλύβα τους,έβαζε το φαΐ στον ταβά της πάνω στην πυροστιά και άρχιζε άλλες δουλειές μέχρι να σβήσει το φως της μέρας. έπιανε το λανάρι να ξάνει μαλλιά, τα άξενε, τα λανάριζε να αφρατέψουν, τα έκανε τλούπες , τα έγνεθε στη ρόκα και γύρναγε το αδράχτι και το σφοντύλι με τέχνη πέρυσι και ύστερα τα έκανε αλτσίδια, για να τα ρίξει στο καζάνι για βάψιμο και σαν τα τελείωνε ήταν έργα τέχνης,πάνω σε τέτοια στρωσίδια κοιμόταν αυτή και ο κύρης της, με τέτοια έργα τέχνης σκέπαζε τις ράχες των αλόγων της και τα βόδια σαν έπιαναν τα κρύα και δεν είχαν βρει σπηλιά να τα νυχτερέψουν.

Είπαν όλα τα νέα για τη ζωή και τα ζωντανά τους, για τους μπιστικούς των κοπαδιών για τον πόλεμο στα βουνά .Οι γριούλα έβγαλε μέσα απ τον κόρφο της δυο πουγκιά με παράδες.
Αυτά κόρημ ειναι για το γιο που έκανες!
Χρόνια τα μαζεύ η πατέρας, κάθε βολά* που πλάμε κατσίκια και πράτα και τα κάνουμι χρυσές,τον είπα προψές δυο κουβέντες ,Θύμιο τλέου γέρασαμαν αφού εμαθάμαν για του κουρίτσ τι κακό του βρίκει να πάμε να τ σταθούμε, σαν βρούμε κόρημ άνθρουπου θα πλίσουμε κι τα γίδια!θέλω να θα κάτσου δω νας, σμια* γουνίτσα, μπιζέρσα* στα βνα και τς κάμποι να γκιζιράω* απόστασα! Μια μπουκουσιά* ψουμάκι θέλω και ένα ποτήρ νιρό, αρκεί νας βλέπου, άλλου απου σένα δε εχω κανέναν.
Τι λες βρε μάνα που θα πουλήσουμε σε τέτοιους καιρούς! Εδώ όλοι μαζί θα ζήσουμε, το σπιτικό ειναι μεγάλο και εγώ άλλους από εσάς δε εχω, όσο για τα γίδια θα δούμε, αν θέλει ο Μήτρος να κάτσει εδώ θα του δώκουμε μεράδι απ το γάλα, να πήζει τυριά και να πουλάει στο παζάρι να ζήσει άιντε να του βρούμε και κορίτς να παντρευτεί καιρός του ειναι!Όσο για τους τσιουμπαναρέους δε ξέρω αν μπορώ να πληρώνω τόσο κόσμο, εχω και τους ντόπιους, βλέπεις εχω και εγώ πρόβατα και γελάδες ίσα με 60 κομμάτια και χώρια στα βουνά.Έχει ο θεός άντε πάμε να φάμε και ύστερα να γείρουμε να ξαποστάσετε.Σαν έφαγαν και χόρτασαν κουβέντα,έσβησαν την λάμπα και τα κεριά και πήγαν στις κάμαρες.

Η γριούλα έκανε εκατό φορές το σταυρό της, ξάπλωσε στα λευκά απαλά σεντόνια και ρίγησε από το κρύο σε τέτοιο πράμα δε είχε ξαναγύρει ποτές,δόξασε το θεό και έκλεισε τα μάτια, μέχρι το πρωί ξεψύχησε.
Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε το πένθος γιατί η ζωή τραβάει εμπρός,ο γέροντας είχε τώρα τον εγγονό του και η Μαρουσιάννα ίσα με χίλια πεντακόσια ζωντανά στα λιβάδια και άλλα 60 στους στάβλους του αρχοντικού.
Έπηζαν τυρί πρωί και βράδυ, δέκα νομάτοι άρμεγαν από εκατό πρόβατα ο καθένας δυο φορές τη μέρα,χώρια ο Ζήσης τις γελάδες στους στάβλους του αρχοντικού.
Η Μαρουσιάννα αναγκάστηκε να αγοράσει απ την Καρδίτσα ξύλινα βαρέλια για το τυρί. Μα δε υπήρχε χώρος να τα αποθηκεύουν για να ζυμωθεί το τυρί μέσα στα βαρέλια και έτσι πήραν απόφαση για να κάνουν μια αίθουσα ζύμωσης για τα τυριά τους.
Όλες οι γυναίκες του χωριού πήγαν στο ποτάμι και έβαλαν στα καλούπια πηλό και έφτιαξαν ίσα με δεκαέξι χιλιάδες πλήθους.Έσκαψαν τη γη την πότισαν καλά με νερό ποταμίσιο και μετά ανακάτεψαν το υγρό χώμα με άχυρο,μέρες ολόκληρες πατούσαν το χώμα μέχρι το γόνατο μες τη λάσπη και με τα χέρια γέμιζαν τα καλούπια ένα ένα πλίθο. Είκοσι μέρες χρειάστηκαν οι γυναίκες για τα δεκαέξι χιλιάδες πλιθιά και άλλες τόσες για να στεγνώσουν και να γίνουν στέρεα έτοιμα για χτίσιμο.
Τα άφησαν να στεγνώσουν πρώτα στο ήλιο κοντά στο ποτάμι και μετά τα μετέφεραν στο χωρίο με αραμπάδες, για χτίσουν το πρώτο χώρο που θα ήταν ο χώρος φυλάξεις για τα τυριά που έφτιαχναν.
Οι άντρες έφτιαξαν μια μεγάλη αποθήκη δώδεκα μέτρα μάκρος και πέντε φάρδος με ένα χώρισμα στην μέση.Η μια πλευρά είχε ράφια και τσιγκέλια κρεμασμένα για τα σκληρά τυριά να φυλάσσονταν εκεί μέχρι να ωριμάσουν και να πουληθούν και η άλλη πλευρά φιλοξενούσε τα βαρέλια με τη φέτα.Παραθύρια είχε μόνο ψηλά για να μπαίνει αέρας και φως χωρίς να βρίσκει τα βαρέλια να μην τα θερμαίνει,η πόρτα του έγινε από ξύλο κερασιάς και σιδερένια πιρόνια.Έτσι χτίστηκε το πρώτο τυροκομείο στη Θεσσαλία.
Εκεί έβαζαν τα βαρέλια στη σειρά,πάνω σε μαδέρια από έλατο και δυο φορές τη μέρα τα κυλούσαν για να αλλάξει θέση το γάλα μέσα στο βαρέλι.Απ το γάλα έφτιαχναν το βούτυρο,το έβαζαν μέσα σε ένα πήλινο δοχείο που το έλεγαν φτύνα, εκεί ξίνιζε μέσα σε τρεις ήμερες, κατόπιν το έριχναν στο μπουτινέλο, ένα ψηλό ξύλινο δοχείο, το χτυπούσαν με ένα μεγάλο κοντάρι μέχρι να ανέβει το βούτυρο επάνω στην επιφάνεια και κατόπιν το μάζευαν προσεκτικά και το έριχναν σε νερό πλάθοντας το μπαλάκια,μόλις κρύωνε το αλάτιζαν και είχαν ένα τέλειο και φρέσκο βούτυρο!!!!
Το γίδινο γάλα το έκαναν κασέρια και λαδωτήρια, τις μυτζήθρες τις κρέμαγαν ψηλά στα μαδέρια της σκεπής τη νύχτα μα τη μέρα τα έβγαζαν στον ήλιο να γίνουν*.
Ο κάμπος του χωρίου ότι έβγαζε το κατανάλωνε με μιας το ίδιο το χωρίο, τα πρόβατα το χειμώνα θέλουν τάισμα στο παχνί όπως και τα γελάδια,οπότε η παραγωγή από τα καλαμπόκια και τα τριφύλλια τους πήγαιναν όλα στο αρχοντικό σε μεγάλες αχυρώνες χτισμένες από πλιθιά. Η Μαρουσιάννα έκανε τον μεγαλύτερο άλμα της εποχής χωρίς να το γνωρίζει η ίδια, έβαλε το πρώτο λιθάρι για την ίδρυση ενός συνεταιρισμού με γερές βάσεις με τους χωριανούς της συντρόφους και συνεταίρους.
Χόρτασαν ψωμάκι από το στάρι των εύφορων χωραφιών τους, έγιναν νοικοκυραίοι και απολάμβαναν τους κόπους των χεριών τους.Αγάπησαν τη γη τους πλιότερο από πότε!
Κάθε σπίτι απόκτησε ζωντανά, κότες, κατσίκες και φυσικά γουρούνια.
Αυτά τα ζώα έγιναν πολύ αγαπημένα ζώα του Καραγκούνη και τις μέρες των Χριστουγέννων έκαναν την γουρνοχαρά, τα γουρούνια σφάζονταν, και ετοιμάζονταν από τις κυράδες με μεγάλη προσοχή κάθε κομμάτι κρέατος.
Γίνονταν από λουκάνικα και λαρδί,μέχρι τσιγαρίδες με λάχανα και λίπα για το μαγείρεμα.
Το τυροκομείο με τα πλίθινα τοιχία έφερε την ανάπτυξη στο χωριό και την οικονομική ευμάρεια της Μαρουσιάννας,χωρίς να έχει ανάγκη τις χρυσές του Τσαούση, ένοιωσε δυνατή και έμαθε να διαχειρίζεται την περιουσία της, μπήκε δυναμικά στην αγορά και πουλούσε το τυρί της χωρίς μεσάζοντες στα μαγαζιά την πόλης των Τρικάλων,στη Λάρισα και στην Αθήνα,στην πρωτεύουσα το τυρί της το έτρωγαν τα καλύτερα σπίτια, μέχρι και υπουργοί της χώρας!!! Αυτό ήταν το πρώτο επαγγελματικό άλμα της κυράς του κάμπου.
Η Ανθή ήταν εκεινη που το πρωτόβαλε στο τραπέζι της και το πρόσφερε στους φίλους του άντρα της, έκτοτε όλοι οι φίλοι του ζευγαριού παράγγελναν τυρί στην Μαρουσιάννα.
Ο Αιμίλιος και η Ανθή βοήθησαν στο θέμα των πωλήσεων την Μαρουσιάννα όσο κανείς, πήγαιναν το τυρί σε όλα τα μπακάλικα της Αθήνας και έπαιρναν παραγγελίες για βαρέλια φέτας αλλά και μυτζήθρα.
Τα Χριστούγεννα η Μαρουσιάννα έστειλε με το τρένο δεκαπέντε βαρέλια τυρί, βούτυρο και μυτζήθρες. Ο Αιμίλιος και η Ανθή πήγαν για να γιορτάσουν τα Χριστουγεννα στο χωριό.
Η Ανθή ήταν πολύ ενθουσιασμένη με την έκβαση των πωλήσεων και παρότρυνε την φιλενάδα της εκτός από το τυρί να αρχίζουν να πουλάνε και τα τομάρια των προβάτων που σφάζανε. Η τρέλα των πλουσίων Αθηναίων ήταν τα αυτοκίνητα ,αν επεξεργαζόταν τα τομάρια θα γινόταν τα καθίσματα ποιο ζεστά για το χειμώνα. Η Μαρουσιάννα άρπαξε την ιδέα και μπήκε στην εφαρμογή της.
Κάθε τομάρι από τα ζώα που σφαζόταν πλενόταν καθαριζόταν και καρφωνόταν σε τελάρα για να μείνουν τεντωμένα, έτσι οι μικρές λευκές γουνίτσες γινόταν χαλάκια για καθίσματα αυτοκινήτων για να ζεσταίνουν τα κρύα αυτοκίνητα της πρωτεύουσας αλλά και πολλές άμαξες.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 2

Στην Τσιάρα, η ζωή κυλούσε σαν τα νερά της Σαλαμπριάς, αφρισμένο ποτάμι
Οι ξωμάχοι, άλλοι σκυφτοί τσάπιζαν, τα σπαρμένα χωράφια του τσιφλικιού,
άλλοι βοσκούσαν τα πρόβατα, μέχρι το βούτηγμα του ήλιου πίσω απ' στα ψηλά βουνά. 
Οι γυναίκες, γυρνώντας  στα φτωχόσπιτα, σακατεμένες απ' το λιοπύρι της μέρας και το τσάπισμα της γης, μάζευαν ξύλα απ' την ακροποταμιά, για να ψήσουν το καρβέλι τους. Στην πλάτη  ήταν  ζαλωμένες με τα βρέφοι, που καρτερούσαν στωικά να τα βάλει η μάνα τους στο βυζί να πιούν το γλυκό της γάλα.
Οι άντρες πλησίαζαν την όχθη με το παντελόνι σκουμπωμένο μέχρι τα γόνατα, πλένονταν να δροσιστούν και  με την απόχη, έπιαναν πέστροφες για να δειπνήσουν στο σπίτι.
Τα κουδούνια των προβάτων, σκέπαζαν το κλάμα των νηπίων, που παραπονιόταν για την πείνα και την δίψα.
Τα μεγαλύτερα παιδάκια,  με μια βέργα λυγαριάς στο χέρι, γύριζαν μαζί με τα κοπάδια στο χωριό. 
Ξυπόλυτα και ξεθεωμένα απ' την πείνα και το λιοπύρι της μέρας. Αποκαμωμένα έφταναν στις αυλές τους , εκεί που τα καρτερούσε μια γραία με ένα ξεροκόμματο μπομπότα και λίγα βρασμένα λάχανα, να τα ταΐσει μια ολιά. 
Τα παλικάρια  τα βράδια, καθυστερουσαν στο δρόμο του γυρισμού γιατα κονάκια τους. Έκαναν χαμηλόφωνες, απαγορευμένες συζητήσεις για τον αναδασμό της γης.
Ακόμη λιγότεροι εκείνοι που τολμούσαν να το σκάσουν, τραβώντας για τη Λάρισα, για να ακούσουν τα νέα, των αγωνιστών του ξεσηκωμού.
Οι άντρες του Τσαούση παραφύλαγαν στα γιοφύρια των συνόρων του Τσιφλικιού. Και σαν έπαιρναν χαμπάρι ανταρσία, δε έβγαινες ζωντανός απ' τα χέρια τους.
Τα μόνα λόγια παρηγοριάς, για όλους αυτούς τους δύστυχους, ήταν εκείνα του παπά κάθε Κυριακή. 
Που για να τους μαζεύει στην εκκλησιά, έχει βάλει βέτο στον Τσαούση. 
Σα θες να σου δουλεύουν τούτα τα έρμα πλάσματα, άστα μια μέρα να ξαποστάσουν. Αλλιώς, να ξέρεις, πως μια μέρα θα ξεσηκωθούν και θα σε φάνε. Εσύ είσαι ένας Τσαούση, εμείς είμαστε πλιότεροι. 
Έτσι μίλαγε ο παπάς και χωρίς δεύτερη κουβέντα,  έφευγε στητός, για την εκκλησιά. Ακολουθούσε τις συμβουλές του παππού του, δίνοντας ελπίδα στα πονεμένα πλάσματα του κάμπου.
Ο γερο Αναστάσης,  του έλεγε συχνά, πως να κουλαντρίζει τον Τσαούση. Αμόρφωτος είναι και νταής, μα σαν του πεις κοφτά αυτό που θες και τον βάλεις να σκεφτεί, πως αυτό που λες είναι καλό  για δικό του συμφέρον, παίρνει το μήνυμα ο Τσαούσης . 
Και τούτο, το είχε πάντα κατά νου ο νιούτσικος παπάς.


Στην άλλη πλευρά του κάμπου της Λάρισας, οι κολίγοι ήταν ποιο τολμηροί. 
Εκεί, είχε φτάσει η φωνή του Μαρίνου Αντύπα! Τ
Τούτος, ήταν ένας μεσόκοπος, λιανός τυπάκος, με γυαλάκια. Γύρναγε από χωριό σε χωριό, με ένα ντορβά στον ώμο και μια μαγκούρα που τον στήριζε στο μοναχικό του περπάτημα. 
Ο Μαρίνος Αντύπας, ήταν ξενομερίτης. 
Απ΄ την Κεφαλλονιά, μεγαλωμένος διαφορετικά απ' τους κολίγους του κάμπου. 
Τα νησιά του Ιονίου, δε έζησαν κάτω απ' το σπαθί και το φόβο του Τούρκου.
Εκείνος είχε μάθει να ζει λεύτερος. 
Και το όνειρό του ήταν, κάθε Έλληνας, να ζει λεύτερος στο τόπο του, να έχει δική του γη και να χαίρετε τον καρπό της.

Τούτος λοιπών ο ξενομερίτης, ξεσήκωνε με τα λόγια του κάθε κολίγο που συναντούσε.
Αλλά,  δε τον άφησαν και πολύ να συνεχίσει το έργο του.
Στις 9 του Μάρτη του 1907 ένας απ' του επιστάτες του Μεταξά,
( Τσιφλικάς, της περιοχής του Πυργετού ) 
σκοτώνει τον Μαρίνο Αντύπα, την ώρα που εκείνος μιλούσε στους κολίγους του χωριού.
Μα τα λόγια του Αντύπα, είχαν ρίξει σπόρο στις καρδιές των κολίγων. 
Έτσι, με θάρρος, αποφασίζουν να ξεσηκωθούν ενάντια σε όλους όσους τους καταπιέζουν και πλουτίζουν εις βάρος τους.
Την άνοιξη του 1910 ξεσηκώνονται κατά χιλιάδες.

Χωριά ολόκληρα όπως τα Βάνια*, τα Σκάλαινα* το Χατζηλαζάρ,τ ο Γκαρζί*το Χατζήμισι* ο Πυργετός Λάρισας, ο Παλαμάς Καρδίτσας και πολλά άλλα, ξεσηκώνονται και οργανώνουν συλλαλητήρια στην πόλη της Λάρισας. 
Από όλη τη Θεσσαλία καταφθάνουν αγρότες με τις αξίνες, τα τσαπιά και τις τσουγκράνες τους στον ωμό. 
Άλλα όπλα δε είχαν και η μαύρη αλήθεια είναι, ότι ήθελαν με το καλό να πάρουν το μοιράδι τους, δε θέλαν φασαρίες.
Την ημέρα εκείνη, οι αγρότες σχεδίασαν να πάνε στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Συγκεντρώθηκαν στο σταθμό του Κιλελέρ, για  να πάρουν το τρένο και απαίτησαν επιβιβαστούν χωρίς εισιτήρια.
Ο σταθμάρχης αρνήθηκε και έτσι  ξεκίνησαν τα επεισόδια.
Οι έφιπποι άντρες της κυβέρνησης, όρμησαν στα φτωχά ανθρωπάκια του κάμπου αλύπητα. Έπεσε ξύλο με το τουλούμι. 
Τραυματισμοί, βογκητά, βρισιές, οι άντρες εξαγριώθηκαν και άρχισαν να λιντσάρουν τον σταθμάρχη. 
Το τρένο απομακρύνθηκε σιγά, σιγά, αφήνοντας πίσω, νεκρούς και τραυματίες. 
Τα βαγόνια με τα παραθύρια σπασμένα και τις λαμαρίνες γεμάτες λακκούβες από τις πέτρες που πετούσαν οι εξαγριωμένοι άντρες, κίνησε λαβωμένο και αυτό για τον επόμενο σταθμό.

Λίγα χιλιόμετρα ποιο κάτω, υπήρχαν άλλοι αγρότες που όρμησαν στα βαγόνια μόλις σταμάτησε το τρένο στο σταθμό. Απείλησαν ότι θα καταστρέψουν τις γραμμές του δικτύου αν δε τους επιτρέψουν την επιβίβαση. 
Έγιναν πάλι επεισόδια, βρισιές, φωνές, πέτρες, οι άντρες χτυπούσαν με τα αγροτικά τους "όπλα" το σιδερένιο θεριό που κουβαλούσε τους χωροφυλάκους .


Ο  επικεφαλής της στρατιωτικής ομάδας, που επέβαινε στο τρένο με σκοπό, να είναι στο συλλαλητήριο της Λάρισας, για να επιβάλει την τάξη, έδωσε σύνθημα να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. 
Ο κόσμος έγινε έξαλλος και οι πέτρες έπεφταν βροχή ! 
Ο δεύτερος και ο τρίτος πυροβολισμός λάβωσε τα κορμιά δυο γερόντων που ήταν μπροστά και ενθάρρυναν τους άντρες. 
Οι χωριανοί τους, βλέποντας τα νεκρά κορμιά των γερόντων, όρμησαν με τις τσουγκράνες και τα δικράνια, καρφώνοντας τους χωροφύλακες αλύπητα.
Δώδεκα βαριά τραυματίες και δεκαπέντε παλικάρια, έπαυσαν να ανασαίνουν εκεί στο σταθμό του Τσουλάρ*.( Σήμερα το χωριό το ονομάζουν Μελία).
Το τρένο έφτασε στη Λάρισα με διαλυμένα βαγόνια και οι χωραφυλάκοι κατευθύνθηκαν στο κέντρο της πόλης.
Οι αγρότες έφτασαν ενωμένοι στην πλατεία, ανέβασαν ένα παλικάρι ( φοιτητή ) το Γιώργο Σχοινά, πάνω σε ένα βαρέλι, να διαβάσει το ψήφισμα που θα έστελναν στη βουλή. 
Το παλικάρι, με τρεμάμενη φωνή, εξέφρασε την οδύνη του για τα επεισόδια και τους θανάτους των συμπατριωτών τους. Διάβασε το ψήφισμα και άρχισαν να το υπογράφουν ένας ένας, ενώ οι χωροφυλάκοι τους έσπρωχναν για να διαλυθούν και έσερναν όσους μπορούσαν στα μπουντρούμια της φυλακής.
Το ψήφισμα πήγε στη βουλή, μα δεν αρκούσε για να σταματήσει ο θυμός που έβραζε στα στήθη  των κολίγων. 
Οι  συμπλοκές συνεχίστηκαν στην Αθήνα, βγήκαν μαχαίρια, βρέθηκαν τσαπιά, που αντί να σκάβουν χώμα, άνοιγαν κεφάλια και θέριζαν θάνατο. 
Οι αγρότες, γνώριζαν πως οι βουλευτές που θα πίεζαν για απαλλοτρίωση,  ήταν ελάχιστοι. Ήξεραν πως έπρεπε να αγωνιστούν για να επιτύχουν κάτι.
Έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις αγροτών, θρήνησαν παλικάρια οι μάνες και οι γυναίκες, δε είδαν τους άντρες τους μέχρι τον Ιούνιο.
Ο Δραγούμης ( τότε πρωθυπουργός ) με βουλεύματα, έδωσε συχωροχάρτι στους αγρότες, για να εκτονώσει λίγο την κατάσταση.
Η κατάσταση δε πήρε καλυτέρευση, το Δραγούμη διαδέχθηκε ένα χρόνο μετά, ο Βενιζέλος. Απαλλοτριώσεις δε γίνηκαν και ο θυμός δεν έσβησε.



Ο παπά Αναστάσης, νέος δυνατός και αναρχικός, για τα δεδομένα της εποχής, ήθελε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τους χωριανούς του. 
Αυτός ήταν ο τόπος του, σιχαίνονταν τον Τσαούση, τους έπαιρνε τον κόπο της δούλεψης τους. 
Λυπόταν την Μαρουσιάννα, που ήταν αναγκασμένη να σκάβει το κομμάτι της γης που τους παραχωρούσαν και ταυτόχρονα ήταν αναγκασμένη, να τρέχει να κάνει τη δούλα συχνά πυκνά στο αρχοντικό του τσιφλικά.
Αυτό τον πείραζε περισσότερο απ' όλα τα άλλα, γιατί εκείνος είχε μια σχετική ελευθερία, επειδή είχε το ράσο που τον προστάτευε, μα η έρμη η παπαδιά, βασανίζονταν όπως όλες οι γυναίκες του χωριού, ήταν έρμαιο στις ορέξεις του Τσαούση. 
Με την πρόφαση πως η παπαδιά ξέρει καλό νοικοκυριό, τη φώναζαν στο αρχοντικό να βοηθάει τα κορίτσια στην κουζίνα, να επιβλέπει την καθαριότητα στο σπίτι, να γυαλίζει τα ασημικά, που κουβάλαγε ο Τσαούσης από την Φραγκιά και να σερβίρει τους παλικαράδες που κουβάλαγε στο κονάκι να γλεντοκοπάνε τις νύχτες.

Κεφάλι δε σήκωνε  η παπαδιά, δε ήθελε να γίνει θέμα και να βάλει τον παπά σε περιπέτειες, μα καταλάβαινε την εμμονή που είχε μαζί της ο Τσαούσης, την λιμπίζονταν παράθεμά τον,  αυτόν και τη γενιά του. 
Σαν φούσκωσε και φάνηκε η εγκυμοσύνη της, την άφησαν ήσυχη στο κονάκι της. Της έστελναν πεσκέσια απ' το αρχοντικό, πότε λαρδί, πότε τουρσιά και ψητά κρέατα στη γάστρα. Μα εκείνη, καμώνονταν πως η γκαστριά της δε την αφήνει να γευτεί τίποτα και τα μοίραζε στα παιδιά του χωριού, απέναντι στην όχθη την ώρα που πήγαινε να φέρει νερό στο σπίτι. Τα έβαζε στην κανίστρα* της και σαν έβλεπε τα παιδάκια, τα φώναζε και τα φίλευε  άσπρο αφράτο ψωμί και τους μεζέδες που τις έστελναν.


Όσο καιρό οι αγρότες ήταν στις φυλακές και περίμεναν τη δίκη, ο παπάς όργωνε τα χωριά, με πρόφαση  να ευλογήσει τα χωράφια, ή με την πρόφαση πως έχει να τελέσει μυστήριο.
Δασκάλευε τους κολίγους, να οργανωθούν για ξεσηκωμό. Πρέπει να είμαστε όλοι εκεί, να παρασταθούμε τους έλεγε. 
Αν  μας δουν θα πάρουν θάρρος οι δικοί μας και οι δικαστές να καταλάβουν ότι εμείς είμαστε οι αδικημένοι. Οι φτωχολογιά δουλεύει, μα πεινάει. 
Τα παιδιά μας μένουν αγράμματα, οι γυναίκες μας βιάζονται, ως πότε μωρέ θα περνάμε τη ζωή μας σαν δούλοι; 
Η χώρα μας είναι πια λεύτερη, οι Τούρκοι έφυγαν.
Τους μάζωνε απόμερα κάτω από τα πλατάνια και τους ορμήνευε σαν δασκαλοπαίδια, μοίραζε σε όσους ξέραν πέντε γράμματα το ψήφισμα που θα έστελναν στην κυβέρνηση και τους ενθάρρυνε φέρνοντας νέα από τη Λάρισα και τον ξεσηκωμό. 

Ο Τσαούσης τον είχε στο μάτι και τον παρακολουθούσε από καιρό, ο ένας μισούσε τον άλλο θανάσιμα. 
Λίγες μέρες μετά την γέννηση του γιου του, ο παπάς τράβηξε για τη Λάρισα, φορτωμένα τα δισάκια του, ζερβά- δεξιά στο άλογο με τρόφιμα για τους αγωνιστές. Στον κόρφο κατάστηθα το ψήφισμα γραμμένο από τα χέρια της Μαρουσιάννας. 
Είχε καλό προαίσθημα ο δόλιος, κάλπαζε  λεβέντικα και σιγοτραγούδαγε


Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται,
κοιμόνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,

 
Τραβούσε ίσα για τη Λάρισα, εκεί θα δίκαζαν τους αγρότες που ξεσηκώθηκαν και ήθελε να είναι εκεί να ξέρει από πρώτο χέρι τι τους περιμένει και να μπορέσει να τους παρασταθεί.


Η δίκη έγινε και εξήντα νοματαίοι κρίθηκαν ένοχοι για το θάνατο των χωροφυλάκων και για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα τρένα.

Απογοητευμένος ο παπάς,  κατά το απόγευμα , πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Η μέρα, την εποχή αυτή είναι μεγάλη. Υπολόγιζε, σε τέσσερις ώρες το πολύ, να είναι στα Τρίκαλα πριν τον βρει η νύχτα. Το άλογο έδειχνε κουρασμένο και δεν το ζόριζε, σαν έφτασε στο Ζάρκο, (χωριό στα σύνορα των Τρικάλων και Λάρισας) άκουσε καλπασμούς ξοπίσω του.
Πέντε άντρες καβάλα σε άλογα, έκαναν φοβερό θόρυβο καλπάζοντας μανιασμένα προς το μέρος του.
Δεν έδωσε σημασία, πίστεψε πως θα ήταν χωρικοί της περιοχής, που έβαζαν κόντρες μεταξύ τους. 
(Μια συνήθεια των νέων αντρών του κάμπου, που με αυτό τον τρόπο, εκδήλωναν την επιδεξιότητα στην ιππασία και τη λεβεντιά τους.)

Χαμογελαστός ο παπάς, τους ενθάρρυνε φωνάζοντας, άντε ορέ λεβέντες, τρεχάτε κι οι κυράδες περιμένουν με την τάβλα* στρουμέν και το μαστραπά* γιουμάτο  κρασί!
Η πρώτη ντουφεκιά, βρήκε το χώμα δυο μέτρα μπροστά απ' το άλογο του παπά, το άλογο τρόμαξε και σηκώθηκε στα πίσω πόδια
Ο  παπάς, έσφιξε τα γκέμια με όλη του τη δύναμη και ένωσε τα πόδια του  πάνω στα λαγκόνια του ζώου. 
Μιλώντας του ήρεμα, θέλησε να το καθησυχάσει, σους μπρε, μη φοβάσαι, οι άντροις παίζνε, μι σκιάζεσε κορίτσιμ, του γλυκομίλησε.

Η φοράδα ηρέμησε, με αργό καλπασμό πήγε δυο τρεις απλωσιές. 
Ένα λεπτό κράτησαν όλα τούτα. 
Η δεύτερη ντουφεκιά, βρήκε τον παπά στην αριστερή ωμοπλάτη.
Ένιωσε το κάψιμο της σφαίρας, ένα πόνο να του σφάζει  το κορμί.
Μη με προδώσεις ψιθύρισε στον εαυτό του, γύρισε το άλογο προς τα πίσω να δει ποιος τον ντουφέκισε! 
Ο Τσαούσης έδειχνε τα δόντια του με ένα  διαβολεμένο χαμόγελο.
Ο παπάς όπλο δε είχε να ρίξει στον οχτρό του, μα όρμησε με το άλογο καταπάνω στον αφέντη του χωριού του.
Σατανά, ούρλιαξε, τι σου έκανα όρε και θες να με ξεκάνεις;
Αυτό που  θέλω, θα το έχω μόλις σε ξεκάνω. 
Μου είσαι εμπόδιο όσο είσαι ζωντανός, του είπε ο Τσαούσης με θράσος.  
Θέλω την Μαρουσιάννα  για κυρά  μου!!!
Λύσσαξε ο παπάς, από πόνο και θυμό μαζί, κόλλησε το άλογο του δίπλα στο άλογο του Τσαούση, τον άρπαξε απ' τα μαλλιά με όση δύναμη είχε, τον έριξε κάτω. 
Ο Τσαούσης δε το περίμενε και σωριάστηκε στο χώμα κουτρουβαλώντας σαν σακί.

Τα άλογα χλιμίντριζαν και χτυπούσαν τους οπλές τους στο χώμα, η σκόνη χώθηκε στα μάτια του Τσαούση και τον θάμπωσε, ο παπάς μπρούμητα καταγή,ς δίπλα του,  ανάσαινε βαριά απ΄ τον πόνο.
Τι είπες ορέ Τουρκόσπορε ; Σήκωσες τα μάτια σου στη παπαδιά;
Δεν έχεις ιερό και όσιο εσύ; 
Η σκόνη είχε θαμπώσει τα μάτια του Τσαούση και ο ιδρώτας  του έκαιγε τα μάτια. Όρμησε στον νεαρό άντρα, να τον χτυπήσει με τα πόδια . 
Ο νεαρός παπάς, έβραζε από την προσβολή που δέχθηκε. Και πισώπλατα τον χτύπησε  και την γυναίκα του ήθελε!! Ποιος νομίζει πως ειναι; σκεφτόταν σφίγγοντας τα δόντια από πόνο.
 Το ράσο του, είχε μουσκέψει από το αίμα, ο πόνος τον τρέλαινε, το στόμα του έτρεμε, ο ιδρώτας του έσταζε πάνω στη μούρη του Τσαούση. Θα σε πνίξω Τσαούση, εδώ θα πεθάνουμε και οι δυο. Την δική μου την κυρά, δε θα τη χαρείς ποτέ, το ακούς; Ποτέ!!
Το στόμα του παπά έβγαζε αφρούς, αλλά τα δάχτυλα του είχαν ακόμη δύναμη και έσφιγγαν  το λαιμό του Τσαούση, τον πάταγε με το γόνατο στην κοιλιά με μανία.
Θα σε λιώσω ρε Τουρκόσπορο σκουλήκι, τόλμησες να κοιτάξεις την παπαδιά; 

Ο Τσαούσης δε μπορούσε να μιλήσει, ήταν αδύνατον να ανασάνει έτσι όπως τον είχε πιάσει, έκαιγε το λαρύγγι του και είχε κατουρηθεί από το βάρος του παπά πάνω στην κοιλιά του. Ο Κίτσιος Φότσιος (τσιράκι του Τσαούση ) βλέποντας πως ο παπάς δε έχει σκοπό να αφήσει τον Τσαούση, πυροβόλησε ξανά, ο παππάς ένιωσε πως άδειαζε το κεφάλι του, ο πόνος από τη σφαίρα που του τρύπησε το δεξί μπράτσο τον έκανε να πέσει μπρούμυτα πάνω στον Τσαούση, τα λογικά και οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.

Ο Τσαούσης ήταν ένα χαμένο κορμί, οι παλικαράδες του καθάριζαν για πάρτι του πάντα, ρίξτε ρε μπαστάρδια φώναξε στα τσιράκια του μόλις ένοιωσε ότι ο παπάς λιποθύμησε απάνω του.
Σήκωσε ο Κίτσιος Φότσιος το δίκαννο και πέτυχε τον παπά στο κεφάλι!
Το κεφάλι του παπά Αναστάση έγινε χίλια κομμάτια.  
Ο Τσαούσης, βάφτηκε με το αίμα που σκόρπισε η ντουφεκιά, ο παπάς είχε μείνει ακέφαλος και  ασάλευτος απάνω του. 
Έμεινε ανάσκελα και ανάσαινε βαθιά μέχρι που ήρθε ο Κίτσιος και τον σήκωσε απ' το χώμα.
Άφησαν το κουφάρι του παπά εκεί, μέσα στη σκόνη του χωματόδρομου, ακέφαλο και γυμνό. Κανείς δε ήταν στο κάμπο τέτοια ώρα για να τους δει, του πήραν ότι παράδες* είχε, τη βέρα του, αδειάσανε τα δισάκια με τα δώρα της Μαρουσιάννας, όλα όσα πρόδιδαν πως ήταν παπάς και πήραν το δρόμο για τα Τρίκαλα.
Όταν έφτασαν έξω από την πόλη ήταν νύχτα.
Καμιά τρακοσάρια μέτρα ποιο πάνω απ' το  Κουρσούμ*Τζαμί, ο Ληθαίος*, το υδάτινο φίδι των Τρικάλων, κυλούσε σχίζοντας τα Τρίκαλα στα δυο, με τα γάργαρα καθαρά νερά του.
Το Μάη τα νερά ήταν αρκετά χαμηλά και δροσερά και οι όχθες γεμάτες με ψηλά πλατάνια, κουτσοπιές και αγριοκαστανιές.
Ο Τσαούσης βούτηξε ως  το λαιμό, να ξεπλύνει το αίμα, έτριβε το δέρμα του με μανία και αηδία. 
Το νερό κυλούσε γοργά και έπαιρνε μαζί του το αίμα του παπά. 
Μάρτυρας στο ξέπλυμα του φονικού, το φεγγάρι που καθρεφτίζονταν στα νερά του Ληθαίου.

Βγήκε ολόγυμνος στην όχθη, έπεσε ανάσκελα πάνω στο χορτάρι και φώναξε τον Κίτσιο. Τράβα στο χωριό και φέρε μου μια αλλαξιά καθαρά ρούχα και τον αραμπά πριν ξημερώσει.
Έφυγε ο Κίτσιος και εκείνος ξάπλωσε να κοιμηθεί, χωρίς να έχει τύψεις.
Ήθελε να ξημερώσει και να ξεκινήσει τη ζωή του απ' την αρχή, μια ζωή δίπλα στην ξανθιά γυναίκα που παπά.
Ο φόνος δε τον απασχολούσε, τα όνειρα του ήταν γεμάτα από εκείνη!



 Στα νότια της πόλης των Τρικάλων  το Κουρσούμ Τζαμί
 



Πριν το χάραμα, αλλαγμένος και καθαρός κίνησε για την αγορά.
Το χάραμα της Πέμπτης το κέντρο των Τρικάλων γέμισε με πραματευτάδες. 
Οι Οβριοί, * άνοιγαν τα μαγαζιά πριν σηκωθεί ο ήλιος μια οργιά. 
Τα κάρα, πηγαινοέρχονταν στην πόλη φορτωμένα με κάθε λογής πραμάτειες, από μαλλί προβάτων και τυριά μέσα σε βαρέλια, μέχρι γκλίτσες από ξύλο οξιάς για τους βοσκούς. 
Τα μαγαζιά που γυάλιζαν τα μπακίρια,  άναβαν τη φωτιά να πυρώσουν το κασσίτερο και το σφυρί χτυπούσε ρυθμικά τα μπακιρένια ταψιά, που κεντούσαν για την προίκα τους οι κόρες. 
Οι καλοί μάστορες, έφτιαχναν σχέδια περίτεχνα, με κλάρες και λουλούδια πάνω στο μπακίρι, έργα τέχνης ήταν κάθε κατσαρόλι και κάθε ταψί. 
Τα μαγέρικα που έφτιαχναν πατσά, δε χρειαζόταν να ρωτήσεις που είναι, το σκόρδο και το χτύπημα του μαχαιριού και της τσιμπίδας σε έφερνε στην πόρτα τους. Άνθρωποι και ζώα όλοι στον ίδιο δρόμο, κάρα με άλογα και μουλάρια, χαμάληδες με τα φορτία στην πλάτη, γερμένοι εμπρός, διπλωμένοι στα δυο από το βάρος, σχεδόν έτρεχαν να πάνε στον προορισμό του το φορτίο.
Παιδιά δέκα ως δώδεκα χρονών, κουβαλούσαν τις πλάκες με τον πάγο για την κρεαταγορά και τα μαγέρικα, μέσα σε ξύλινα καρότσια, που έσταζαν νερά και αυτά ξυπόλητα με μπαλωμένα πανταλόνια και δεμένο στη μέση για ζωνάρι ένα κουρέλι ή ένα σχοινί.
Στα Τρίκαλα εκείνη την εποχή, οι Εβραίοι είχαν τα καλύτερα μαγαζιά. 
Είχε γεμίσει ο τόπος από δαύτους, στα Γιάννενα, στην ΄Αρτα και στα Τρίκαλα, αμέσως μετά την επανάσταση στο Μοριά. 
Τότε, ο Κολοκοτρώνης, τους ξέκανε με το σπαθί του, επειδή έπαιρναν το μέρος των Τούρκων και δεν υποστήριζαν την επανάσταση. 
Έτσι πήραν το δρόμο προς το βορρά και έφτιαξαν εκεί καταντιά.
Τα Τρίκαλα είχαν μεγάλη εβραϊκή κοινότητα από πολύ παλιά, είχαν βρει καταφύγιο στην πόλη της Θεσσαλίας. 
Είχαν τρεις συναγωγές, την Ελληνική, την Σεφαραδίμ με Εβραίους που προερχόταν από την Ιβηρική χερσόνησο και την Βαλόνα της Πορτογαλίας, και των Ασκεναζίμ που προέρχονταν από τη βόρεια Ευρώπη. 
Ήταν ξακουστοί τεχνίτες, έμποροι και τραπεζίτες.
Ένας από δαύτους ήταν και ο Ααρών Μωσέ. 
Ο Ααρών, είχε τα καλύτερα αρώματα στην πόλη και στη Θεσσαλία ολάκερη.
Μπήκε στο μαγαζί με τα αρώματα ο Τσαούσης, πήρε δυο μικρά μπουκάλια από σκαλιστό γυαλί στη χούφτα του και τα ζύγιασε. Είπε στον Οβριό να τα γιομίσει με δυο διαφορετικά αρώματα.
Τα καλύτερα σου όρε, μην με γελάσεις, του είπε κοιτώντας τον  άγρια. 
Ο Οβριός το κοίταξε θιγμένος, αφέντη μ, όλα μου τα αρώματα είναι διαλεχτά, μα τα ακριβότερα θα σου δώκω για την κυρά σου.

 Πήγε σε μια μεγάλη γυάλα, άνοιξε την μικροσκοπική κάνουλα και άφησε το άρωμα να χυθεί μέσα στο μπουκαλάκι. 
Επανάλαβε το ίδιο στη διπλανή γυάλα, ύστερα έβγαλε δυο ξύλινα κουτιά και έβαλε μέσα τα μικρά πολύτιμα αρώματα. Τα τύλιξε προσεχτικά και τα έδωσε στο χέρι του Τσαούση. Με το δεξί ο Τσαούσης έβγαλε μια χρυσή και την άφηκε στον πάγκο. 
Ο Ααρών την άρπαξε και του έκανε μετάνοιες, μέχρι που βγήκε στο κατώφλι του μαγαζιού ο Τσαούσης, αυτός υποκλινόταν.
Οι έμποροι υφασμάτων,  ήταν στη ίδια στράτα δεξιά, τα περισσότερα μαγαζιά είχαν παραθύρι  για να βλέπουν οι κυράδες τα υφάσματα που είχαν στα ράφια.
Ο Ζαδίκ Ελαζάρ,  είχε το καλύτερο μαγαζί του δρόμου με βιτρίνα!! 
Δυο μέτρα παραθύρι από πάνω ως κάτω και τα υφάσματα τα είχε αραδιασμένα μέσα σε κάδρα! 
Κάθε κάδρο και ένα ύφασμα, μικρά, μικρά καδράκια που είχαν σχεδιασμένα μικροσκοπικά φορέματα, άλλα κάδρα είχαν στη μέση τριαντάφυλλα καμωμένα από μουσελίνα. Σεντούκια ανοιχτά και ξέχειλα με άσπρες δαντέλες, καμπότο και  λινά για πουκάμισα. Σιρίτια σε όλα τα χρώματα, κορδέλες κρέμονταν από το νταβάνι σαν σερπαντίνες και θρόιζαν, όταν άνοιγε η πόρτα του μαγαζιού για να διαβεί πελάτης. Τα ράφια του είχαν τα καλύτερα τόπια, φερμένα απ' το Παρίσι και την Ιταλία. Κουμπιά κάθε λογής για τα φουστάνια, γάντια και ομπρελίνα για τις κυράδες.  
Ο Ζαδίκ είχε έρθει  απ' τα Γιάννενα πριν δέκα χρόνια, γυρνούσε στα χωριά με το κάρο φορτωμένο με την πραμάτεια του. 
Μια μέρα, στη συνοικία των Εβραίων στα Τρίκαλα, βγήκε η Σιχμά να ψωνίσει δαντέλες, κόρη του Λεβή Αρώνη η Σιχμά, όμορφη και σεμνή κοπέλα.
Ο Ζαδίκ τρελάθηκε από τα γαλάζια μάτια της, της έπιασε κουβέντα και περνούσε η ώρα. 
Ούλες οι κυράδες έφυγαν, αυτή εκεί,  στέκονταν στη μέση του δρόμου, ώσπου βγήκε νευριασμένη η Μερκάδα η μάνα της, μοδίστρα από της καλύτερες στη Θεσσαλία!
Παλάβωσες μαρί Σιχμά; τι κάνεις τόση ώρα έξω με τον πραματευτή;
Κυρά, τη θέλω, θα την πάρω, της είπε ο Ζαδίκ!
Έτσι την πήρε, με μια ματιά και τώρα έμενε στα Τρίκαλα δέκα ολάκερα χρόνια. 
Με την προίκα της Σιχμά, άνοιξε το καλύτερο μαγαζί και τα χεράκια της Σιχμά και της Μερκάδα, μέρα νύχτα έραβαν ότι τους έφερνε ο Ζαδίκ από τη Φραγκιά. 
Μέχρι εκεί έφτανε ο Εβραίος,  για να βρει τα καλύτερα φιγουρίνια και τις ομορφότερες δαντέλες, γούνες απ' τη Ρωσία, για να στολίσουν τους γιακάδες στα κοντογούνια των κυράδων. Και όσο οι κυρές ράβονταν, τόσο μεγάλωνε το πουγκί του Ζαδίκ.
Στο μαγαζί του Ζαδίκ μπήκε ο Τσαούσης σαν ρώτησε και έμαθε ότι ήταν το καλύτερο, μπήκε χωρίς να καλημερίσει, είπε όσα ήθελε με κοφτές κουβέντες.
Θέλω βελούδα, θαλασσιά και κόκκινα, τέσσερις οργιές άσπρο για πουκάμισα και να κεντήσετε τις τραχηλιές*. 
Να μου κεντήσετε μεταξωτές ποδιές και να μου κάνετε δυο κοντογούνια,  κεντημένα με χρυσοκλωστή και πόρπες Γιαννιώτικες.
Δείχνοντας την Σιχμά είπε, σαν της κυράς είναι τα μέτρα. 
Τα θέλω σε ένα μήνα έτοιμα. 
Δόσμε ότι έχεις τώρα ραμμένο και σαν έρθει ο καιρός, θα έρθω να πάρω και τα άλλα.
Τα καλύτερα του έβγαλαν οι γυναίκες, η Σιχμά έκανε χρέη μοντέλου για να δει ο Τσαούσης όλη την ομορφάδα των ρούχων πάνω σε κορμί γυναίκας! 
Έβγαλε ένα πουγκί με χρυσές και το ακούμπησε στο πάγκο, μέτρα και πες μου αν φτάνουν είπε ο Τσαούσης στον Ζαδίκ. Δεν μετράω αφέντη, σε εμπιστεύομαι, πάρε ότι θες και την άλλη βολά* έρχεσαι και με δίνεις τη διαφορά. 
Ήξερε ο Ζαδίκ ότι άντρας με σεβντά ξοδεύει αβέρτα και πως θα ματάρθει ο άντρας τούτος να πάρει και άλλα. 
Όση ώρα του έδειχνε η Μερκάδα και η Σιχμά τα ρούχα, αυτός έκλεινε τα μάτια για δευτερόλεπτα και τα φαντάζονταν στο κορμί της καλής του! 
Τέτοια δε ξέφευγαν από το μάτι του Εβραίου έμπορα και το πουγκί το είχε σηκώσει με τα δυο δάχτυλα, ζύγιασε τις χρυσές με το μυαλό, χαμένος δε βγήκε.
-Σε ένα μηνά θα είναι όλα έτοιμα αφέντη μ.
Η Σιχμά και η πεθερούλα μου,  θα κάνουν τα χέρια μηχανές για να σε ευχαριστήσουν !
Του τύλιξαν με χαρτί τα ρούχα, έσυραν ένα χάρτινο μπαούλο φερμένο απ' την Φραγκιά και το γέμισαν με τα μετάξια και τα βελούδα που είχε αγοράσει. 
Σαν μπομπονιέρα το στόλισαν, με κορδέλες και τριανταφυλλή μουσελίνα. 
Ο Τσαούσης του έδειξε έξω το κάρο, βάλτε τα  στο κάρο και  να έχεις το νου σου μέχρι να τελειώσω τις δουλειές μου, μην  έρθει κανείς να κλέψει τίποτες.
Τράβηξε τον δρόμο για τη στοά με τα χρυσοχοΐα.
Γιαννιώτη έψαχνε, που ήξερε την τέχνη του χρυσού, να φτιάχνει γιορντάνια για τις κυράδες. Αυτό του έλειπε τώρα, γιορντάνια για την ομορφάδα της. 
Να τα δει με τα πράσινα ματάκια της και να αστράψει περισσότερο από ομορφιά.
Πήγε τούτη τη φορά σε Έλληνα, χριστιανό. 
Οι  Γιαννιώτες, είναι ξακουστοί για το σκάλισμα στο ασήμι και το χρυσό, ήθελε να πάρει ένα ζωνάρι με ασημένιες πόρπες, σκαλισμένες για τη μέση της, ένα δαχτυλίδι με κόκκινη ρουμπινένια πέτρα και δυο σειρές φλουριά από χρυσό. 
Έβγαλε τα καλύτερα ζωνάρια ο τεχνίτης και τα παίνευε. Τούτο είναι πιστή αντιγραφή, ίδιο με το ζωνάρι της κυρά Βασιλικής του Αλί Πασά αφέντη μ. 
Κάνει τη μέση δαχτυλίδι, είναι φτιαγμένο με πέτρα της  Αιγύπτου. Λάπις- Λάζουλι, αυθεντικός Λαζουρίτης πάνω σε ασήμι!! 
Έχω και ταιριαστή καρφίτσα για το μαντίλι και δαχτυλίδι ίδιο, με σφραγιδόλιθο. 
Σαν την Κλεοπάτρα θα λάμπει η κυρά σου αν τα πάρεις.
Δεν την ε ξέρω δαύτη ,  του είπε ο Τσαούσης, μα σαν το λες εσύ, καλή θα είναι.
Πάρε τα, θα δείτε τα ματάκια της να λάμπουν από χαρά, οι κυράδες ξεμωραίνονται με τα στολίδια.
Θες και ρουμπινάτο δαχτυλίδι;
 Ελα να σου δείξω, να το φοράει στο δεξί με τη βέρα, αθάνατο πράμα χρυσός με ρουμπίνι σαν το αίμα κόκκινο! 
Όλα τα αγόρασε ο Τσαούσης, ο έρωτας δε κάνει παζάρια, ήθελε να πάρει τα καλύτερα για εκείνη.
Του ζήτησε να τα βάλει στα καλύτερα πουγκιά, έβγαλε από τον κόρφο του το πουγκί με τις χρυσές και άδειασε στον πάγκο τις λίρες. Ο Γιαννιώτης τον κοίταξε με απορία, πολλά είναι αφέντη μ! Μην νοιάζεσαι μπρε για τους παράδες, μόν φτιάξε από αύριο δυο βραχιόλια, με τις καλύτερες πέτρες σου, να βάλεις αυτόν τον διάολο τον Λαζουρίτη, θέλω να είναι χοντρές οι βέργες, σκαλιστές, όχι τίποτες ψεύτικο. 
Θα έρθω την άλλη βδομάδα να τα πάρω και ότι κάνει παραπάνω πες μου να στο δώκω.
 -Μην γνοιάζεσαι αφέντη μ και θα σου κάμω με χρυσό, δυο βέργες, που άλλη δε θα φοράει σε όλο το ντουνιά!

Πήρε τα γιορντάνια και έφυγε στητός όλο καμάρι. Ανέβηκε στον αραμπά του και κίνησε κατά το γιόμα για το αρχοντικό. Ο ήλιος έκαιγε για τα καλά και στο λιβάδι έξω απ' το χωριό είχαν βγει οι παπαρούνες. 
Τα πλατάνια της Σαλαμπριάς τραγούδαγαν με το άγγιγμα του ανέμου. 
Ο ουρανός γαλάζιος, καθαρός, ενώνονταν με το φόντο των Μετεώρων, που στέκονται περήφανα κοιτώντας τα σύννεφα. 
Τα χωράφια όλα σπαρμένα καταπράσινα, τα στάρια είχαν δέσει, τα καλαμπόκια είχαν ανεβεί μιά οργιά και έκρυβαν τις καλύβες και τα πλίθινα σπιτάκια των κολίγων, μόνο το καμπαναριό του Άι Γιώργη φαινόταν και το αρχοντικό. 
Κάτασπρο, με τα πράσινα  παραθυρόφυλλα και το μπαλκόνι του λουσμένο στον ήλιο, τυλιγμένο με τον πράσινο κισσό για στολίδι.  
Όταν τα μάτια θωρούν τόσο κάλλος ξεχνάς μέχρι και φονικό, ψιθύρισε ο Τσαούσης, θα τον ξεχάσω και εγώ και εκείνη!
Όταν έφτασε στο χωρίο, ήταν αργά απομεσήμερο, οι κολίγοι εκείνοι την ώρα ξεκουράζονται για λίγο στα κονάκια τους  προτού να βγουν να βοσκήσουν τα ζώα και να πιαστούν με το βραδινό άρμεγμα. 
Το χωριό ήταν ήσυχο μες το Μαγιάτικο λιοπύρι, κανείς δε μπορούσε να δει τον αραμπά του Τσαούση που ήταν τίγκα, φορτωμένο με πακέτα.
Φτωχά ανθρωπάκια ήσαν όλοι και έννοια δε έκαναν που είχε πάει ο Τσαούσης και τι έκαμε στα ταξίδια του.
Γυναίκα και συγγενείς δε είχε στο χωρίο, μαγκούφης ήρθε, μαγκούφης είχε μείνει ως τώρα που έπιανε τα σαράντα. Αν και ήταν ομορφάντρας, ψηλός και λιγνός με σταρένιο δέρμα και μαύρα μαλλιά.
Κατέβηκε από το κάρο ξεφόρτωσε μονάχος τα πακέτα και τα πήγε στον οντά του.
Οι γυναίκες του σπιτιού είχαν γείρει λίγο να ξαποστάσουν, δεν  είχαν ακούσει τον γυρισμό του.
Πήγε και χτύπησε την πόρτα της οικονόμου, Κωστάντο, ετοίμασε το λουτρό.
Το λουτρό ήταν ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι, χαμηλό με μια τρύπα σαν αυτές που έχουν και τα βαρέλια του κρασιού για να γεμίζεις το μαστραπά, από αυτή την τρύπα άδειαζε το νερό όταν τελείωνε με το μπάνιο του. Αυτό έλεγε λουτρό ο Τσαούσης, το είχαν μες το πλυσταριό, δίπλα στο καζάνι και στη σκάφη που η Κωστάντο έτριβε τα ασπρόρουχα. 
Πίσω από το μαγέρικο, είχε χτίσει ο ίδιος, ένα μεγάλο πλυσταριό όταν κληρονόμησε το τσιφλίκι, νεωτερισμοί της πρωτεύουσας. Τα ρούχα του, τα ήθελε πλυμένα στο σπίτι με καθαρό βρασμένο νερό. 
Στο ποτάμι  άφηνε την Κωστάντο, να πάει μόνο το καλοκαίρι για να πλύνει τις βελέντζες και τα χράμια, που ήθελαν πολύ νερό και κοπάνισμα στην πέτρα.
Η Κωστάντο, έβαλε νερό στο καζάνι και σαν έβρασε, φώναξε τα κορίτσια της να την βοηθήσουν να ρίξει το νερό στο βαρέλι.
Έσυρε τα βήματά της μέχρι το χαγιάτι και μήνυσε του αφέντη της να πλυθεί.
Τιμάσκι* του λουτρό αφέντ, είπε η Κωστάντο και έφυγε, να βάλει το σαπούνι και τα προσόψια εκεί στο σκαμνί που ακούμπαγε ο Τσαούσης την πίπα του, σαν χώνονταν μες το ξύλινο βαρέλι, μούλιαζε και ραχάτευε σαν πασάς με τις ώρες.
-Κωστάντο, μέχρι να τελειώσω με το μπάνιο μου, ετοιμάστε το δωμάτιο μου. 
Κάντε το να λάμπει και στείλε την θυγατέρα σου, να πει της παπαδιάς,  ότι θα πάω στο κονάκι της.
Την Μαρουσιάννα λέω, διευκρίνισε λες και είχαν και άλλη παπαδιά σε ακτίνα πενήντα χιλιομέτρων!
Η Κωστάντο έφυγε μουρμουρίζοντας κατάρες, γιατί ήξερε από καιρό το πάθος του Τσαούση για τη Μαρουσιάννα. 
Τολμούσε ο αχαΐρευτος να σηκώσει τα μάτια στην παντρεμένη γυναικούλα. Κάθε φορά που έρχονταν η κοπέλα στο αρχοντικό, για τα καπρίτσια του άρχοντα, έρχονταν μαραμένη και έκανε τα αδύνατα δυνατά να μην μένει μόνη μαζί του. Δικαίωμα η παπαδιά δε έδινε, μα αυτός ήταν του διαόλου σπέρμα.
Η μεσόκοπη οικονόμος του Τσαούση, αγαπούσε τη Μαρουσιάννα. 
Έβλεπε τον καλό χαρακτήρα της παπαδιάς, την λυπόταν που είχε έρθει στον κάμπο μακριά από το χωρίο της και την φαμελιά της. 
Νύφη, σε ένα σπίτι χωρίς πεθερικά και συγγενείς. Ο παπάς καλός, χρυσός, μα ο βλογημένος, όλη μέρα μονάχη την άφηνε στο κονάκι, να καθαρίζει, να μαγειρεύει, να κάμει πρόσφορα και κόλλυβα και σαν τελείωνε με αυτά, έπρεπε να τρέχει στον κάμπο να βοηθάει τα παιδιά των χωριανών στο σκάψιμο για να έχει και εκείνη βοήθεια μετά από τους χωριανούς στο δικό τους κομμάτι γης. 
Βέβαια δυο χεριά είχε και ο παπάς. 'Ισα που προλαβαίνει να ζευγαρίσει το χωράφι με τα βόδια και να το σπείρει. Μα το χωράφι, θέλει χέρια όλη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι για να δώσει καρπό. Όλα τα βάρη στη Μαρουσιάννα έπεσαν, τα άλογα, τα βόδια τα τέσσερα κατσίκια τους, ο μπαξές στο πίσω μέρος από το κονάκι τους.
Οι δουλειές του σπιτιού και το χρέος της στον Τσαούση να τον υπηρετεί σάμπως και του το χρωστούσε!
Άμαθη ήταν η κοπέλα στη τόση δουλειά, ο κάμπος δε της ταίριαζε, αυτή ήταν παιδί του βουνού, πρόβατα φύλαγε στο πατρικό της και το χειμώνα ύφαινε στον αργαλειό την προίκα της και σκουτιά για να έχει η φαμελιά ζεστά ρούχα, στο βουνό το κρύο περονιάζει στον Κόζιακα μέχρι το κόκκαλο το χειμώνα.
Θυμήθηκε η Κωστάντο τον καιρό που ήρθε νύφη η κοπέλα στο χωριό και την ιστορία του ζευγαριού, που της είχε πει ο παππούς του ζευγαριού.
Δυνατή και καλοστεκούμενη, την είχε δει ο παπάς, πριν δυο χρόνια τη Μαρουσιάννα, όταν πήγε να λειτουργήσει στο χωριό της, με τον παππού του, σε ένα πανηγύρι στα βουνά της Πίνδου. 
Ορφανό ήταν από τα μικράτα του, ο παπά Αναστάσης, μάνα δεν τον αγκάλιασε ποτέ, γυναικείο χάδι δε πήρε ως τότε. 
Είδε τη Μαρουσιάννα να χορεύει και τρελάθηκε. Τα θηλυκά του κάμπου ήσαν αλλιώτικα, με το βλέμμα χαμηλά, έσερναν αργά το χορό, είχαν σκούρο δέρμα και αδύνατες σαν καλαμιές, από την κακουχία και τη σκληρή εργασία στον κάμπο.
Τούτη η τσιούπρα είχε τα μάγουλα κόκκινα απ' τον βουνίσιο αέρα, ήταν καλοφτιαγμένη και άσπρη σαν το γάλα.  Οι βουνίσιοι τρώνε καλά, έχουν γάλα και τυριά, έχουν κρέατα και χόρτα του βουνού. Η κοπέλα φαινόταν γερή και είχε πρόσωπο φεγγάρι, μάτια σαν λίμνες πράσινα και κοτσίδες σαν τον ήλιο, χρυσές, τυλιγμένες στο κεφάλι της. 
Ο Αναστάσης, ήταν ψηλός, λυγερόκορμος, ηλιοκαμένος και είχε ένα γλυκό χαμόγελο, σχεδόν αθώο, όταν συναντήθηκαν τα μάτια τους, έμειναν κοκαλωμένοι, ο ένας να κοιτάει τον άλλον. 
Ακόμη ράσο δε είχε ο Αναστάσης, μα όπου πήγαινε ο παππούς του, να λειτουργήσει, τον είχε ψάλτη και παπαδοπαίδι, ο γέρος τον μεγάλωσε, σαν πέθαναν τα γονικά του από χολέρα.
Σε κείνο το πανηγύρι, είδε την Μαρουσιάννα και πήγε ευθύς πήγε να τη γυρέψει απ' τα γονικά της. 
Σε μια βδομάδα γύρισαν στεφανωμένοι στον κάμπο. Αυτή καβάλα στο άλογο και ο Αναστάσης πεζός, στα εικοσιπέντε του, παντρεμένος με μια ελαφίνα του βουνού. Πάνω στο κάρο με την προίκα της Μαρουσιάννας,  μπήκαν σαν νικητές στο χωριό τους, με τρόπαια  την προίκα της νύφης!! Φώτισε ο τόπος όλος με το χαμόγελο της νύφης, έφερε ευτυχία στο σπίτι του γέρου παπά. Είδαν στοργή και πάστρα από χέρι γυναίκας, οι δυο άντρες. Μοσχοβόλησε το σπίτι απ' τα γλυκά και τις πίτες της και η αυλή τους γέμισε μυρωδικά και λουλούδια.
Μέχρι τότε, η  Κωστάντο (η οικονόμος του Τσαούση) έφερνε φαΐ από το αρχοντικό στον γέρο παππά και σαν είχε λίγο χρόνο, πήγαινε να τους φροντίζει όταν έλειπε ο Τσαούσης απ' το χωριό. 
Η οικονόμος, συνέχισε να κάνει τις δουλειές της, φέρνοντας στο μυαλό το παρελθόν, τον καιρό που ήρθε και εκείνη στο χωριό.
Τους είχε μαζέψει ο Τσαούσης στο αρχοντικό, τα παιδιά της και εκείνη επειδή η Κωστάντου είχε χηρέψει.
Ο  άντρας της ήταν  λεβεντόπαιδο, μηχανικός στο εργοστάσιο των αδελφών Αγαθοκλή, νεόκτιστο τότε στην πόλη των Τρικάλων, εκεί δούλευε και εκεί μέσα άφησε την τελευταία του πνοή.
Ένα χρόνο μετά, ήρθε στα Τρίκαλα ο Τσαούσης, κληρονόμησε το Τσιφλίκι της Τσιάρας και έψαχνε μια γυναίκα που να ξέρει από νοικοκυριό, δεν ήθελε καμιά από την Τσίαρα.
Του είπαν για τη χήρα του μηχανικού και πήγε να τη βρει. 
Η Κωστάντου τότε καθάριζε και ξενόπλενε στα αρχοντόσπιτα των Τρικάλων για να αναστήσει τα κοριτσάκια της. 
Σαν της είπε ότι θα στέλνει τα κορίτσια σχολείο και θα τα προικίσει, πως θα έχουν φαΐ και ρούχα και θα μεγαλώσουν στο κονάκι σαν ψυχοκόρες του, αντίρρηση δε έφερε η γυναίκα. 
Μάζεψε τα σέα* της και πήγε στο κονάκι του αχαΐρευτου, στα τέλη του 1885. Άλλη γυναίκα δε πήγαινε στο αρχοντικό για να δουλέψει, όσες γυναίκες από το χωριό ερχόταν στο αρχοντικό έκαναν τις δουλειές της ρούγας και του λαχανόκηπου. Έφαγε ψωμί και μεγάλωσε τα κορίτσια χωρίς να δυστυχήσει. 
Ότι περίσσευε στο αρχοντικό, το πήγαινε στον γερο -παπά, να φαΐ και ο εγγονός του να πιαστεί. 
Ο Τσαούσης έλειπε πολύ συχνά, είχε και άλλο κονάκι στη Λάρισα και σαν έλειπε, κουμάντο δεν της έκανε κανείς μες το σπίτι. 
Η Κωστάντου παράπονο δεν είχε απ' τον αφέντη, η αλήθεια να λέγετε, αλλά κοψομεσιάστηκε τόσα χρόνια να τον υπηρετεί. 
Ο Τσαούσης ήρθε στο χωρίο, όταν ήταν γύρω στα εικοσιπέντε  και τώρα σαραντάριζε. Κυρά στο σπίτι δε είχε φέρει ο ανεπρόκοπος, με τις πουτάνες στα Τρίκαλα γλεντοκόπαγε. Κάθε βδομάδα,  πήγαινε στην πόλη και όταν κατέβαινε στην πρωτεύουσα για δουλειές, ξεχνούσε να έρθει και εκεί με τίποτα παστρικές απαυτώνονταν, ήταν σίγουρη η Κωστάντο.

Είχε βάλει όρο στην Κωστάντου, τα κορίτσια θα τα παντρέψει αυτός όταν βρει γαμπρό, σιγά μην έβρισκε.
Δούλες τις ήθελε, σαν γεράσει εκείνη να τον πλένουν, να μαγειρεύουν και να τον σιδερώνουν. Και αυτές όμως δεν τρελαίνονταν για γάμο, τις βόλευε που ζούσαν στο αρχοντικό και είχαν να νοιάζονται τις δουλειές του σπιτιού μονάχα. Άλλα κορίτσια, δούλευαν μέρα νύχτα  στην δική τους ηλικία και σαν παντρεύονταν δε καλυτέρευε η ζωή, μεγάλωναν τα βάσανά του. Τα έβλεπαν οι κόρες της Κωστάντους και περίμεναν την απόφαση του Τσαούση στωικά.
Εκείνες είχαν πάει σχολείο, τους επέτρεπε να διαβάζουν τα βιβλία στη μεγάλη βιβλιοθήκη του αρχοντικού, είχαν μάθει να κεντάνε και να πλέκουν, ήξεραν αργαλειό και είχαν γίνει άριστες νοικοκυρές με την βοήθεια της μητέρας τους.
Όταν ο Τσαούσης έφευγε ταξίδια, επιτρεπόταν να κάνουν παρέα με άλλες κοπέλες στο χωριό, μα σαν γύριζε ο άρχοντας δε ξεμύτιζαν από τον αυλόγυρο του αρχοντικού ποτέ. Όταν έγιναν δώδεκα και δεκατρία, της έκοψε από το σχολείο, είδε τα βυζάκια τους να φουσκώνουν δειλά δειλά και κατάλαβε πως γίνηκαν γυναίκες. Τέρμα το σχολείο για τις κόρες σου, της είπε την ώρα που τα δυο κορίτσια έπαιζαν στην αυλή τρέχοντας και κυνηγώντας της κότες και τα κουνέλια. 
Ήταν όμορφες οι νιούτσικες της Κωστάντους, με σταρένιο δέρμα και μαύρα μαλλιά η Ανθή, είχε αρχοντική περπατησιά και κοτσίδες ως τα γόνατα. Η  Μυρτώ είχε τα χρώματα που πατέρα της γαλανομάτα και ξανθιά, ήταν αντάρτισσα, περήφανη.

Τη μέρα που γύρισε με δώρα και μπαούλα ο αφέντης, σαν τους έδωκε εντολή η μάνα να κάνουν το δωμάτιο του Τσαούση να λάμπει, έτρεξαν και οι δυο μαζί, έβαλαν καθαρά καινούρια στρωσίδια, έφεραν νερό να σφουγγαρίσουν το πάτωμα με τα ζωγραφιστά πλακάκια (σπάνιο είδος τότε, όλα τα σπίτια στον κάμπο είχαν πατημένο χώμα για πάτωμα) μα ο Τσαούσης έφερε τεχνίτες και έστρωσε το αρχοντικό με μικρές ζωγραφιστές πλάκες.
Έβαλαν καινούρια κεριά στα κηροπήγια και καθαρό πετρέλαιο στη λάμπα, άλλαξαν το φιτίλι της και έπλυναν το λαμπόγυαλο να αστράψει. 
Η Ανθή έκοψε ανοιξιάτικα λουλούδια απ' τον μπαξέ και τα έβαλε μέσα σε ένα μπακιρένιο βάζο.
Πήραν τη σκούπα να φροκαλίσουν* τη σκάλα που κατέβαινε στο χαγιάτι* του σπιτιού στη μεγάλη σάλα, αέρισαν τον χώρο και συγύρισαν τα πάντα απ' την αρχή.
Δεν ξέραν γιατί έπρεπε να κάνουν όλες τις προετοιμασίες από την αρχή, ενώ όσο έλειπε στην πόλη ο Τσαούσης είχαν καθαρίσει όπως συνήθως το σπίτι. 
Ούτε φαντάστηκαν ότι ο αφέντης είχε σκοτώσει άνθρωπο. Μπορεί να μην τον αγαπούσαν, αλλά τον σέβονταν και ο λόγος του ήταν προσταγή.
Πριν ακόμη τελειώσουν, εκείνος βγήκε απ' το πλυσταριό με μια πετσέτα δεμένη στη μέση και πέρασε να ανεβεί τη σκάλα να πάει να ντυθεί στην κάμαρά του.
Ανθή, είπε στη μεγάλη κοπέλα, μήνυσε στη μάνα σου να ετοιμάσει τραπέζι για δυο το βράδυ, με ότι καλύτερο υπάρχει στο σπίτι,  θα έχουμε καλεσμένη την παπαδιά.
Έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα να πάει να ντυθεί, τα κορίτσια κοιτάχτηκαν με απορία, την παπαδιά; Την Μαρουσιάννα; 
Απόψε μοναχή της, χωρίς τον παπά και το κούτσκο*; 
Σε λίγο κατέβηκε πάλι ο αφέντης τους ντυμένος με φράγκικα ρούχα και χρυσά μανικετόκουμπα στις μανσέτες, έτσι ντυνόταν μόνο όταν έφευγε για την Αθήνα.
Τούτη τη φορά όμως δε είχε ούτε σεντούκι έτοιμο, ούτε την άμαξα ζεμένη στα άλογα.
 Είχε γυρίσει με πακέτα και μπαούλα και τρίβονταν στο βαρέλι δυο ώρες, όλα τα περίεργα μαζί σκέφτηκε η Ανθή. Αφού δε θα έφευγε ταξίδι τι  λουτροκοπανίζονταν τόσες ώρες στο πλυσταριό;
Καθώς έφευγε πεζός ο Τσαούσης, άλλο πρωτόγνωρο τούτο, βγήκε από το μαγειρειό η Κωστάντο. 
Πότε θα 'ρθείς αφέντ; Δε είπες να ετοιμάσω φαΐ ;
Της αποκρίθηκε ενώ βημάτιζε προς την ρούγα
- Μέχρι το βράδυ θα είμαι πίσω Κωστάντο, μην στρώσεις τραπέζι πριν πέσει ο ήλιος.
Τράβηξε ευθύς στο σπίτι της Μαρουσιάννας, κάνοντας στο δρόμο σκέψεις τι θα της πει.
Ο παπάς δεν υπήρχε, η Μαρουσιάννα ήταν μάνα με μωρό είχε ανάγκη από στήριγμα τώρα, με αυτές τις σκέψεις ήθελε να εξιλεωθεί και πήρε ύφος πένθιμο πριν φτάσει  στη ρούγα της.
Περπατούσε στους χωματένιους δρόμους του χωριού και σκεφτόταν την μέρα που την είδε.
Την ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή που την έφερε στο χωριό ο παπάς, άσπρη αφράτη, πρασινομάτα, με χοντρές ξανθές κοτσίδες περασμένες σαν στεφάνι στο κεφάλι, καβάλα πάνω στη φοράδα του παπά σαν αμαζόνα του κάμπου! 
Οι Καραγκούνες είναι όλες ηλιοκαμένες, με το μαντίλι περασμένο στο πρόσωπο μέχρι ψηλά στη μύτη, μόνο μάτια βλέπεις. Μα τούτη η βλάχα ήταν άλλο πράμα, στητό περπάτημα σαν ελεύθερο ελάφι, η σκούτινη φούστα της ήταν μέχρι τη γάμπα και οι κάλτσες της πλεκτές και κεντημένες ζάλιζαν τα μάτια του. 
Λαβώθηκε από το λευκό της πρόσωπό  και τα ροζ χειλάκια της, που έμοιαζαν σαν μπουμπούκι της άνοιξης. Αυτή την κυρά είχε πάρει ο Αναστάσης, ο ξεβράκωτος εγγονός του παπά; 
Με αυτό το μαράζι έμεινε ως εκείνη τη μέρα που τον ξέκανε.
Έφτασε στη ρούγα της και την είδε μπροστά στο παραστάθι* του σπιτιού. Έγνεθε με τη ρόκα στο ένα χέρι και το σφοντύλι να γυρίζει στο άλλο. 
Τα κάτασπρα πόδια της,  γυμνά να αχνοφαίνονταν από το μακρύ λευκό πουκάμισο, κούναγαν αργά ρυθμικά την σαρμανίτσα και τραγούδαγε στο μωρό της...

Λεβέντη γιο εγέννησα και  άγγελο γραμμένο, γελάει και χαίρονται οι νιές μαραίνονται οι γυναίκες, νερό του δίνουν άγγελοι, μελί οι αφεντάδες...

Η ρούγα της ασπρισμένη και καθαρή, μες το τριαντάφυλλο και τη γαρδένια,
Μες τα λουλούδια ζούσε το λουλούδι του. Σαν άγγελος τραγούδαγε στο μωρό της και το κοίμιζε. 
Χαμπάρι δε τον πήρε ώσπου έφτασε μπρος της.
Καλός σε βρίσκω κυρά, της αποκρίθηκε την ώρα που εκείνη σήκωσε το βλέμμα της .
Τρόμαξε η Μαρουσιάννα, άρπαξε το μωρό στα χέρια πετώντας το ρόκα της κατάχαμα, πισωπάτησε και μπήκε στο σπιτάκι.
Αφέντη περίμενε να ρίξω κάτι πάνω μου, ο παπάς δε είναι εδώ αν τον ζητάς, του αποκρίθηκε από μέσα.
Κυρά βγες σε παρακαλώ, έχω να σου μηνύσω και το χαμπέρι δε είναι καλό.
Πρόβαλε στο παραστάθι της πόρτας πάλι η Μαρουσιάννα, με το Καραγκούνικο σιγκούνι που της είχε χαρίσει ο παπάς και το βρέφος στα χέρια.
Κάτσε κυρά μου, έχουμε να πούμε........ 
Δέκα μέρες τώρα ήμουν ταξίδι, άρχισε αδέξια την κουβέντα, θαρρώ το ξέρεις;  
Και ο παπάς ήταν στη Λάρισα, έτσι δε ειναι;
- Ναι είπε η κοπέλα με μια κίνηση του κεφαλιού, πήγε να παρασταθεί στους άντρες που δίκαζαν.
Ναι τα έμαθα και εγώ, ερχόμουν από ταξίδι κυρά και περνώντας από τη Λάρισα έμαθα πως γίνηκαν μεγάλες φασαρίες και χύθηκε αίμα, στο δρόμο κοντά στο Ζάρκο* σκότωσαν τον παπά Αναστάση, κάτι καθάρματα από τη Λάρισα, που είχαν συμφέρον να μην μιλάει ο παπάς στον κάμπο και δίνει θαρρετά στον κόσμο.

Η Μαρουσιάννα κοίταζε τον Τσαούση με μάτια παγωμένα. 
Νόμιζε ότι της μίλαγε για κάποιον άλλο, μα εκείνος συνέχισε..........
Κυρά, το πτώμα το πετάξαν στο ποτάμι, χθες όλη μέρα το ψάχναμε με τον Κίτσο, τον υποτακτικό μου, στο Ζάρκο .
Δεν μας έλεγαν που το πέταξαν, θέλαμε να τον φέρουμε πίσω κυρά, να τον κηδέψουμε με τιμές, να τον κλάψεις όπως του άξιζε. 
Μα πτώμα δε βρήκαμε, όσο κι αν ψάξαμε εγώ και ο Κίτσιος.

Η Μαρουσιάννα δε άκουγε τίποτα πια, έσφιξε το μωρό της και κυλούσαν δάκρυα καυτά ποτάμι χωρίς να ακούγεται λυγμός. Το σαγόνι της άρχισε να έχει σπασμούς και το σώμα της έτρεμε προς πίσω.
-Ο παπάς της, ο αφέντης της έφυγε; Την άφησε πίσω μοναχή; 
Αυτός που της είχε ορκιστεί αγάπη παντοτινή; Πως θα το αντέξει αυτό; 
Εκείνη ζούσε για εκείνον και το μωρό τους.
Ποιος τόλμησε να τα βάλει με παπά; Ποια μοίρα τους ζήλεψε;

Ο Τσαούσης πλησίασε λίγο ακόμα προς το μέρος της.
Κυρά, δε οφελά να κλαις, σαν βρούμε το κουφάρι θα το φέρουμε εδώ να θαφτεί καθώς πρέπει, μα τώρα δε σε αφήνω εδώ, γυναίκα μόνη με μωρό, χωρίς συγγενή να σου παρασταθεί, άσε που δε ξέρω αν οι αχαΐρευτοι που σκότωσαν τον παπά έρθουν ως εδώ. 
Θα σε πάρω στο αρχοντικό, θα σε προσέχουν οι γυναίκες του σπιτιού μου όσο θα λείψω για να δω τι μπορώ να κάνω και πως θα τον  βρω τον κακούργο που χάλασε τον παπά του χωριού μου.
Εγώ μπορεί να μην είμαι καλός άνθρωπος, μα ήθελα ένα παπά στο χωριό να τον έχουμε και εσένα δε σου άξιζε τέτοια τύχη κυρά. 
Ο Τσαούσης έδειχνε για πρώτη φορά μια ανθρώπινη πλευρά, ποτέ δε είχε δείξει ότι γνοιάζεται για τους χωρικούς του τσιφλικιού του.
Η Μαρουσιάννα δε ήξερε τι να πει ,ούτε τι να κάνει, τα ποδάρια της είχαν μουδιάσει, είχαν παγώσει παρόλη τη ζέστα του Μάη. 
Μια νέα γυναίκα ήταν, χωρίς συγγενείς στον κάμπο, οι γονείς της ήταν βλάχοι νομάδες δε ήξερε καν που να τους βρει. Ο Τσαούσης συνέχισε να μιλάει και να αποφασίζει χωρίς να την ρωτάει αν ειναι σύμφωνη.
Κυρά, πάω στο αρχοντικό να φέρω τον αραμπά, θα έρθω με την Κωστάντου να σε πάρω, δε χρειάζεται να πάρεις τίποτα από δω μέσα, ότι θες θα το βρεις στο αρχοντικό, το σπίτι μου δικό σου από τώρα και στο εξής. Εγώ φαμελιά δε έχω το ξέρεις δα. 
Η κοπέλα δε μίλαγε, δε είχε δύναμη να πει τίποτα.

Δεν περίμενε απάντηση , έφυγε με μεγάλες δρασκελιές για το αρχοντικό. 
Τράβηξε μόνος του κατά τον στάβλο και ετοίμασε τον αραμπά, φώναξε την Κωστάντου.
Πρέπει να έρθεις μαζί μου, της είπε, έχουμε ένα χρέος Κωστάντου.
Τι χρέος έχω εγώ γιέμ,  τον κοίταξε με απορία η γυναίκα.
Ελα είπα, της είπε απότομα
Στο δρόμο της είπε τα πικρά νέα και άφησε την Κωστάντου να θρηνήσει τον πεθαμένο.
Το σκοτάδι είχε πέσει από ώρα όταν η Μαρουσιάννα, το μωρό, ο Τσαούσης και η Κωστάντου περνούσαν την αυλόπορτα του αρχοντικού.