Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 5

Η αγροτική πολιτική του Βενιζέλου, δυνάμωσε πολύ τους αγρότες της Θεσσαλίας. Αυτό έδωσε ελπίδες και  ιδιαίτερη  στην Μαρουσιάννα, γιατί δεν θα ήταν  πια μόνη, απέναντι στους υπόλοιπους τσιφλικάδες που κρατούσαν με νύχια και με δόντια τη γη.

Επτά εκατομμύρια στρέμματα ήταν το μέγεθος  της Θεσσαλικής καλλιεργήσιμης γης, εκ των οποίων, τα πέντε εκατομμύρια στρέμματα ανήκαν αποκλειστικά σε τσιφλικάδες και οι Καραγκούνηδες κολίγοι ήσαν απλοί δουλοπάροικοι.
Ο Βενιζέλος από το 1910 έως το 1920 κάνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Με το άρθρο 17 του συντάγματος στις 21 Ιουλίου 1917, θέσπισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση και τη διανομή της γης σε μικροκαλλιεργητές. Στα χρόνια 1910-1932 ίδρυσε το Υπουργείο Γεωργίας, συνέστησε αγροτικά επιμελητήρια και συνεταιρισμούς, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους και τέλος ιδρύει  την Αγροτική Τράπεζα.

Παρά το διχασμό και τις μεγάλες κόντρες με τον  Βασιλιά Κωνσταντίνο, παρά τις πληγές των Βαλκανικών πολέμων αλλά και των εσωτερικών προβλημάτων, η χώρα περπατούσε με δεκανίκια μπροστά.
Το 1920 έγινε η προσάρτηση της Θράκης, το 1922 όμως, ήρθε η μεγάλη καταστροφή στην Ιωνία!
Χάσαμε εκατοντάδες άντρες  και την τιμή μας, γεμίσαμε πρόσφυγες από τα Μικρασιατικά παράλια, που ήρθαν ρακένδυτοι και τρομαγμένοι. Αφανισμένοι και πληγωμένοι, γέμισαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με ορφανά και χήρες, από την Μυτιλήνη ως την Χίο και απ Μακεδονία ως την Αθήνα. Όπου υπήρχε άγονη γη και ερημιά, εγκαταστάθηκαν οι φουκαράδες που ξεριζώθηκαν από τα πατρογονικά τους και ήρθαν στην πατρίδα τους. Σε μια πατρίδα που κανείς δε τους ήθελε, κανείς δεν άνοιγε την πόρτα του να δώσει ένα ποτήρι νερό.

Γέμισε η Ανατολική Μακεδονία, γέμισε ο Πειραιάς και νότια οι ακτές του Λαυρίου, άρχισαν να ξεφυτρώνουν οι παράγκες τους, με ότι υλικό έβρισκαν στα σκουπίδια. Γυναίκες που μεγάλωσαν με πλούτη και υπηρέτριες, γίνηκαν οι ίδιες δουλικά στα καλύτερα σπίτια της χώρας, ενώ όποιος τολμούσε να συνάψει σχέση ή γάμο με Σμυρνιά, τον χαρακτήριζαν βλάκα και έλεγαν πως τυλίχθηκε στα δίχτυα μιας ξιπασμένης!
Αντιθέτως αν Σμυρνιά έπαιρνε Ελλαδίτη, ήταν καπάτσα και υποτίθεται ότι τον είχε σήκω κάτσε και χωμένο στο βρακί της. Τόσο στενόμυαλοι υπήρξαν οι Ελλαδίτες και καχύποπτοι με τους πατριώτες μας από την Ιωνία.
Το 1928 ο Βενιζέλος πήρε ξανά τα ηνία της χώρας, ήθελε οπωσδήποτε να κλείσουν οι παλιές διαφορές και η χώρα να αλλάξει πορεία,ένας τρόπος υπήρχε. Να έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες. Έκανε λοιπόν  την πρώτη φιλική διπλωματική κίνηση με την Ιταλία, υπογράφοντας σύμφωνο φιλίας.
Η Μαρουσιάννα τέτοιες  ευκαιρίες της έπιανε στον αέρα, είχε γίνει άριστη επιχειρηματίας, πρώτη όλων,  ανοιχτόμυαλη, έξυπνη, δαιμόνια. Έχοντας πάντα καλές σχέσεις με την Ανθή, τη ρώτησε αν έχει διατηρήσει επαφή  με τον πρόξενο την Ιταλίας. Απ το κρεβάτι της Ανθής στο μπορντέλο της Κολλέτ, είχε περάσει κάποτε όλοι η "αφρόκρεμα" των Αθηνών, μαζί και ο πρόξενος!

Αυτές τις φιλίες η Ανθή ποτέ δε τις άφησε να πάνε χαμένες. Επίσης στην κλινική του Αιμίλιου νοσηλεύονταν δεκάδες αριστοκράτες και τα Βασιλικά μέλη τον συμβουλεύονταν πάντα σε ιατρικά θέματα. Η Ανθή της έστειλε επιστολή με πολύ ευχάριστα νέα. Η Μαρουσιάννα αυτή την ευκαιρία δε θα την έχανε με τίποτα, ετοιμάσε μια βαλίτσα και την επόμενη μέρα πήρε  το τρένο για την Αθήνα, χωρίς να πει τίποτα, για όσα είχε στο νου της στην Κωστάντου, που ήταν για εκείνη δεύτερη μάνα, μα ούτε στον πατέρα της που ζούσε ακόμη.
Πίσω έμεινε ο Αναστάσης, φύλακας και κύρης του σπιτιού, δεκαοχτώ χρονών παλικάρι, με μπράτσα και κορμοστασιά που σε ζάλιζαν. Σεμνός και λιγόλογος, φίλος όλων, γλεντζές και ντόμπρος,είχε μάθει να ζει για το κτήμα και την μάνα του. Είχε γίνει από πολύ μικρός ο προστάτης της και ο σύντροφος του παππού του. Γράμματα πολλά δε έμαθε, μα όσα χρόνια πήγαινε σχολείο, ρούφαγε όσα του έλεγε ο δάσκαλος του. Το κτήμα τον είχε κερδίσει, ήταν φτιαγμένος για τον κάμπο. Όταν έκοβαν το τριφύλλι, εκείνος ξάπλωνε πάνω του και γέμιζε τους πνεύμονες με το άρωμα του κομμένου χόρτου, όταν θέριζαν και αλώνιζαν, εκείνος γέμιζε τις χούφτες με στάρι ή καλαμπόκι και τις άδειαζε αργά αργά πάνω στο χράμι που έστρωνε στον ίσκιο της μουριάς στο κεφαλάρι του κτήματος, που ήταν και η μοναδική σκιά, σε όλη αυτή την έκταση με τα σπαρμένα χωράφια. Ήταν ερωτευμένος με τη γη και όσα τους χάριζε. Ήθελε να είναι εκείνος, ο πρώτος που θα γευτεί τη σοδειά του μποστανιού στο κτήμα της Μερμιγκιάρας*. Χάραζε το πρώτο καρπούζι με το σουγιά του και το δάγκωνε με χαρά, άφηνε τα ζουμιά να κυλήσουν στο σαγόνι και στο στήθος του, αγαπούσε  τη γη και όσα τους χάριζε σαν έρχονταν η ώρα της!
Με τα ζώα πολλά δεν είχε, μονάχα τα άλογα λάτρευε σαν τον συχωρεμένο τον πατέρα του.
Ήξερε λοιπόν η Μαρουσιάννα σε τι χέρια άφηνε το κτήμα.
Έφτασε στην Αθήνα του 1928 και ένιωσε λίγο ξένη στον τόπο της. Πρώτη φορά έβλεπε μεγάλους δρόμους, φώτα στους πεζόδρομους, πρώτη φορά έβλεπε το κτήριο της βουλής των Ελλήνων και εφημεριδοπώλες να ξεφωνίζουν ωσάν παλαβοί τα γραφόμενα στις φυλλάδες.
Ο Αιμίλιος Αυγέρης ήταν στο σταθμό με τη Ανθή και την παρέλαβαν με το αυτοκίνητό τους.
Έφτασαν στην οδό Λυκαβηττού και σταμάτησαν εμπρός σε ένα δίπατο αρχοντικό. Η Ανθή της είπε ότι εκεί κοντά, κατοικεί και ο Βενιζέλος με τη δεύτερη γυναίκα του την Έλενα Σκυλίτση!
Τις επόμενες μέρες ζούσε με τρελούς ρυθμούς, η Ανθή επέμενε πως έπρεπε να μάθει χορό και να ραφτεί σε Γαλλίδα μοδίστρα με ότι ύφασμα και σχέδιο ήταν της μόδας. Τις έκανε καθημερινά μασάζ στα χέρια με ροδέλαιο να μαλακώσουν και τα έτριβε για ώρα με λεμόνι. Η Μαρουσιάννα στο κτήμα εργαζόταν σκληρά και είχε χέρια τραχιά χαραγμένα από την τσάπα. Έπρεπε να είναι έτοιμη την ημέρα που η Ανθή θα έκανε δεξίωση, προς τιμήν του Ιταλού προξένου. Εκεί οι άντρες φιλούσαν τα χέρια των κυρίων και τα δικά της ήταν χέρια αγρότισσας. Στη δεξίωση θα ήταν καλεσμένη φίλοι του Αιμίλιου, πολιτικοί και ξένοι πρόξενοι,  η Ανθή ήθελε να γνωρίσει την Μαρουσιάννα σε όλους, μπας και βρει σύζυγο της Αθηναϊκής κοινωνίας και ξεφύγει απ την αγροτιά και την κούραση.
 Μα η Μαρουσιάννα δε είχε τέτοιο σκοπό, είχε κατέβει στην πρωτεύουσα για να βρει τρόπο να πουλήσει τα προϊόντα της.   Να ανέβουν οι πωλήσεις και να έχει ο γιος της ένα καλύτερο μέλλον.

Την βραδιά της δεξίωσης, το σπίτι του Αιμίλιου και της Ανθής, γέμισε με την αφρόκρεμα των Αθηνών,  κορίτσια  ντυμένα στα μαύρα με άσπρες ποδιές, πηγαινοέρχονταν με δίσκους γεμάτους ποτήρια και πρόσφεραν αφρώδες κρασί. Οι κυρίες ήταν ραμμένες στο Παρίσι και φορούσαν περίτεχνα καπέλα με φτερά ή με  λουλούδια. Οι άντρες υποκλινόταν μπροστά τους και φιλούσαν το χέρι κάθε κυρίας. Η Μαρουσιάννα από την κορυφή της σκάλας κοίταζε διστακτικά την κίνηση στη μεγάλη σάλα, της φαινόταν όλα αυτά κάπως γελοία. Στο χωριό της, φιλούσαν με σεβασμό μόνο το χέρι των γερόντων, οι βαμμένες γυναίκες της φαίνονταν σαν κοκόρια με πολύχρωμα φτερά, ποτέ ένας άντρας του χωριού της δε θα φιλούσε το χέρι αυτών των γυναικών.
Πήρε βαθιά εισπνοή και άνοιξε το βήμα της, αν και ένοιωθε σαν μύγα μες το γάλα, εμφανίστηκε στη σάλα κατεβαίνοντας αγέρωχη και στητή με το ένα χέρι στη μέση.

 Αγνοώντας τις συμβουλές της Ανθής, είχε αφήσει το φόρεμα που της είχε διαλέξει για την δεξίωση, είχε φορέσει την νυφιάτικη καραγκούνικη στολή της, τα μαύρα λουστρίνια της και κατέβηκε τη σκάλα. Τα ολόχρυσα γιορντάνια της άστραφταν στο στήθος, στα μαλλιά και τη μέση της, τα κρόσσια στα μανίκια και τον ποδόγυρο θρόιζαν στη περήφανη περπατησιά της!
" Αυτή την περπατησιά δε μπορεί να τη συναγωνιστεί κανένα μοντέλο, μόνο οι γυναίκες του βουνού και του κάμπου της Ελλάδας την έχουν, επειδή από παιδιά μαθαίνουν να περπατούν ολόισια και με το φορτίο στο κεφάλι, είτε αυτό είναι νερό, είτε είναι ξύλα ή κανίστρες με ρούχα και τρόφιμα."

Η Ανθή μόλις την είδε, γούρλωσε τα μάτια και κόντεψε να πνιγεί με ένα φουά γκρα, ο Αιμίλιος χαμογέλασε και πήγε να την υποδεχθεί.
Ααααα έβγαλε ένα δυνατό επιφώνημα, η καλή μας φίλη από τα Τρίκαλα, μας έκανε τελικά την τιμή να έρθει με την παραδοσιακή φορεσιά της. Οι κυρίες σούφρωσαν περιφρονητικά τις μύτες, οι κύριοι αντιθέτως έδειξαν τον θαυμασμό τους.
Σωστά το είπες Αιμίλιε, φώναξε η Μαρουσιάννα, σας κάνω αυτή την τιμή, εδώ που ζείτε δε νομίζω ότι έχετε συχνά αυτή την ευκαιρία. Και οι παραδοσιακές φορεσιές μας, είναι μοναδικά χειροτεχνήματα των γυναικών της υπαίθρου, τα οποία δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα ενδύματα των ευρωπαϊκών οίκων μόδας!
Εγώ λοιπόν τις ευκαιρίες δε τις αφήνω να πάνε χαμένες.
Πλησίασε τον Αιμίλιο και τον φίλησε στο μάγουλο. Θα με συστήσεις στον τιμώμενο καλεσμένο Αιμίλιε;
Ο Αιμίλιος την πήγε κατευθείαν στον πρόξενο, μόλις συστήθηκαν η Μαρουσιάννα πήρε ένα ποτήρι από το δίσκο που περνούσε, το σήκωσε ψηλά κοιτώντας τον πρόξενο. Πίνω στην υγειά σας εξοχότατε, με την ευχή οι χώρες μας να βγουν κερδισμένες από αυτή  την φιλία. Στο τρίτο ποτήρι κρασί, ο πρόξενος είχε λάβει πρόσκληση για επίσκεψη στα Τρίκαλα και ξενάγηση στα Μετέωρα, που για να πας στο μεγάλο Μετέωρο εκείνο τον καιρό, έπρεπε να μπεις μέσα σε ένα δίχτυ και να αιωρείσαι  στο κενό για ώρα!
Όλα τα δέχτηκε ο πρόξενος που είχε μείνει άναυδος, με τον ενθουσιασμό, τον πατριωτισμό και το δυναμισμό της γυναίκας. Η Μαρουσιάννα δε είχε καιρό για χάσιμο, δεν έμεινε μέρα στην Αθήνα, έφυγε το επόμενο πρωί για το χωριό, να μπορέσει να προγραμματίσει με τις γυναίκες τις εργασίες για την υποδοχή του προξένου και να τις πείσει να την βοηθήσουν να στήσουν μια επιχείριση προς όφελος όλων.
Σαν έφτασε στο χωριό, ξεκουράστηκε και έφαγε με όρεξη τα νόστιμα φαγητά, φτιαγμένα με τα χέρια της Κωστάντους.
Αγαπημένη μου Κωστάντου, τώρα θα σου πω το λόγο που πήγα στης Ανθής μας, τις είπε πιάνοντας της το χέρι. Στείλε τη Μυρτώ να φωνάξει τις γυναίκες μέχρι το βράδυ να είναι όλες εδώ,  εμείς θα κουβεντιάσουμε. Είπε στην Κωστάντου το όραμά της για μια μικρή βιοτεχνία ζυμαρικών, που θα μπορούσε να έχει πρώτη ύλη, τα δικά τους προϊόντα, γάλα, αυγά, αλεύρι, βούτυρο και για το όνειρο των εξαγωγών στην Ιταλία. Η Κωστάντου ήταν αγράμματη, άλλα κατάλαβε πως αυτό θα φέρει δουλειά, χρήματα και προκοπή για πολλές φαμελιές. Εγώ κυρα μου είμαι μαζί σου, της είπε με ενθουσιασμό. Ότι θες και περνά απ το χέρι μου θα το κάνω. Η Μαρουσιάννα τους είχε φέρει από ένα δώρο, μια όμορφη άσπρη ποδιά σαν αυτές που φορούσαν οι κοπέλες στο σπίτι της Ανθής.Όταν ήρθαν οι γυναίκες, τους μίλησε για τα σχέδιά της και έβγαλε απ τη βαλίτσα της τα δώρα που τους έφερε...
κυράδες μου, σας έφερα αυτό το δώρο γιατί έχω το σκοπό μου.
Θα ράψουμε πολλές από δαύτες, να τις έχετε για πατρόν, όλες οι γυναίκες του χωριού θα φορέσουμε μια τέτοια ποδιά σε είκοσι μέρες, για να υποδεχτούμε έναν Ιταλό! Θα ράψουμε λίγο ποιο ελαφριά φορέματα για να μπορούμε να κινούμαστε ποιο άνετα και  από αύριο πρώτα ο Θεός,  θα έχουμε διπλή δουλειά. Στην Αθήνα έκλεισα μια καλή συμφωνία για όλες μας, μίλησα με έναν Ιταλό που σε είκοσι μέρες θα έρθει μέχρι εδώ, πρέπει  να δει όσα ξέρουμε να φτιάχνουμε. Να βάλουμε την τέχνη, το μεράκι  και την νοικοκυροσύνη μας και όλα θα πάνε καλά. Από αύριο οι μισές από εμάς θα ράβουμε πάνινες σακούλες που να χωράν μέσα μια οκά χυλοπίτες.Το γάλα μας είναι καλό και αρκετό.Στην πόλη δε ξοδεύετε όλο και εμείς πόσο θα πιούμε; πόσο τυρί να πήξουμε; δεν έχουμε μεγάλο τυροκομείο ούτε ψυγεία.
Οι Ιταλοί τρώνε όμως μακαρόνια και είναι πλιότεροι από εμάς, εκατομμύρια φαμελιές. Πιάστε να ανοίγετε φύλλα και να κόβετε χυλοπίτες, θα τις ξεραίνουμε όσο είναι καλοκαίρι, ο ήλιος καίει, οι λαμαρίνες μας έξω στις αυλές θα κάνουν καλή δουλειά.
Οι άντρες θα μένουν στα χωράφια και εμείς στο μαγέρικο. Σε είκοσι μέρες έρχεται ο πρόξενος να κλείσουμε τη δουλειά. Ο Βενιζέλος έκλεισε μαζί του φιλία, εμείς θα πουλήσουμε χυλοπίτες.
Έπιασαν οι γυναίκες δουλειά μέρα νύχτα, άλλες έξω κάτω στον ίσκιο από τα δέντρα του αρχοντικού και άλλες στο μεγάλο μαγερειό, άλλες έραβαν σακούλια από άσπρο πανί, άλλες έκαναν τις ζύμες άλλες τις έκοβαν και άλλες  έστρωναν σε λαμαρίνες να στεγνώσουν.
Ο πατέρας της Μαρουσιάννας, μια μέρα της είπε για μια σφραγίδα, εμείς κόρη μου τα ζα τα σφραγίζουμε για να τα γνωρίζουμε σαν βγαίνουμε στα βουνά και στα λαγκάδια, φρόνιμο είναι να κάνεις και εσύ το ίδιο στα σακούλιας.
Δεν με παίρνει βρε πάτερα ο χρόνος, μέχρι να κεντήσουμε χίλια σακούλια θα έρθει φθινόπωρο. Μη τα κεντήσεις Μαρουσιάννα μ, πάρε ένα σίδερο και λίγατο στη φωτιά με το όνομα του  Αναστάση. Ύστερης ρίξε στα πανιά κερί και πάτα το σίδερο απαναθιό. Να η σφραγίδας!!!
Ο γιος θα είναι στη σφραγίδα και εσύ στο τιμόνι! Οι άντρες θα δεχτούν καλύτερα ένα άλλο σερνικό σε αυτές τις δουλειές κόρη μ .........
Η Μαρουσιάννα ενθουσιάστηκε, έβαλε τον Αναστάση να κάψει στο μπουχαρί ένα σίδερο να το λυγίσει και να κάνει  τη σφραγίδα με ένα μονόγραμμα ΑΒ / Αναστάσης Βεργάς /Τσιάρα 1928.
Έγινε ένα αστούμπαλο σιδερένιο πράγμα που δε ήταν τίποτα ξεχωριστό.
Τότε ο γερός σκέφτηκε τις σφραγίδες που είχαν οι κυρές για τα πρόσφορα! Πήρε ένα κομμάτι από ξύλο κερασιάς, το πριόνισε,το πλάνισε και έφτιαξε πρώτα μια ξύλινη επίπεδη πλάκα, ύστερα με κοπίδι και σφυρί έκανε τα γράμματα Α Β και από κάτω εγραψε, Αναστάσης Βεργάς 1928! Του πήρε μέρες να το σκαλίσει και να το τελειώσει, μα σαν τελείωσε πήγε να το έδειξε στην κόρη του με το χαμόγελο του νικητή!
Μαρουσιάννα σου έχω κάτι.............
Σηκώνει η γυναίκα το κεφάλι και βλέπει τη σφραγίδα!
Τι θα έκανα χωρίς εσένα πατέρα!!!!!
Ο Αναστάσης μας είναι καλός και λεβέντης, μα τα χέρια του δεν πιάνουν ψιλοδουλειά, μόνο αλέτρι και τσαπί..... άντε και καμιά παρδαλή στα Τρίκαλα, ξέσπασαν σε γέλια πατέρας και κόρη.
Σε είκοσι μέρες είχαν τελειώσει χίλιες σακούλες, άσπρες καλοραμμένες από λευκό πανί και πάνω η σφραγίδα με κόκκινο βουλοκέρι, γεμάτες με φρέσκες χυλοπίτες! Ο πρόξενος ήρθε με τον Αιμίλιο και την Ανθή  με ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Έκανε τόσο θόρυβο, που ακούστηκε από το γιοφύρι στο Τσιαγαλί*.
Οι γυναίκες είχαν φορέσει τα καλά τους και είχαν στρώσει τραπέζια με άσπρα τραπεζομάντιλα, επάνω είχαν στοιβάξει όλα τα καλούδια της φύσης και της κουζίνας τους. Μπροστά στα τραπέζια είχαν αραδιάσει καλάθια γεμάτα με τα σακούλια τους και για να τα ομορφύνουν τα είχαν τυλίξει με κληματόβεργες.
Έβαλαν τα ποτήρια μέσα στην κοπάνα του αρτεσιανού να παγώσουν και γέμισαν  τις κανάτες, με κρύο νεράκι και τσίπουρα. Φίλεψαν τον πρόξενο, με ψητά αρνιά στη σούβλα, πίτες και χυλοπίτες στη γάστρα με κόκορα και φυσικά, τα πεντανόστιμα τυριά τους.Το γλέντι άναψε μόλις πήρε να νυχτώνει, τα κορίτσια του χωριού, έφεραν μαστραπάδες με κρασί, οι λεβέντες μπήκαν στο χορό, τα όργανα λαλούσαν χαρούμενα και ακούγονταν μέχρι τα Μετέωρα. Έφτανε η λαλιά του κλαρίνου, πάνω στα βράχια και γύρναγε πίσω με τον αέρα και ύστερα εξατμιζόταν στα σύννεφα, στα αστέρια που λαμπύριζαν και φώτιζαν τη νυχτιά.
Τα κορίτσια και οι λεβέντες του χωρίου, στροβιλίζονταν στο χορό και οι γέροι καμάρωναν τα νιάτα.
Η συμφωνία έκλεισε, όχι μόνο χάρη στην υπέροχη βραδιά, αλλά και χάρη στις υπέροχες γεύσεις των ζυμαρικών που δοκίμασε ο Πρόξενος στο τραπέζι.
Στην επίσκεψη των Μετεώρων, ο πρόξενος είδε την Μαρουσιάννα να μπαίνει στο δίχτυ χωρίς δισταγμό για να προσκυνήσει στο μοναστήρι. Αυτή η γυναίκα έχει τη  θέληση αρσενικού, είπε ο Ιταλός, μαζί της αξίζει κανείς να συνεργαστεί, έχει κότσια!
Η Μαρουσιάννα αποφάσισε να κάνει το δεύτερο βήμα, για να εδραίωση την επιχείριση, έτσι τον Σεπτέμβρη του 1928 αγοράζει με 50.000 χιλιάδες δραχμές, υλικά και ετοιμάζει ένα πέτρινο κτίριο δίπλα στο ποτάμι. Εκεί στήνει τη μικρή της βιοτεχνία ζυμαρικών. Πάνω σε μαρμάρινους πάγκους οι γυναίκες εργάζονταν, ανοίγοντας από το πρωί ως το μεσημέρι  φύλλα για ζυμαρικά, μέσα σε μια μέρα τα ανοιγμένα και κομμένα ζυμαρικά στέγνωναν απ το καυτό ήλιο που έκαιγε τις λαμαρίνες στο προαύλιο του κτηρίου. Όμως για το χειμώνα έπρεπε να βρουν άλλη λύση. Οι σακούλες ράβονταν πλέον με μια ραπτική μηχανή και η σφραγίδα ήταν τυπωμένη με μελάνι. Από το πέτρινο κτίριο του ποταμού,οι χυλοπίτες ταξίδευαν μέχρι τη Βενετιά και από κει σε όλη την Ιταλία για να χορτάσουν τους Ιταλούς που είχαν πέσει με τα μούτρα στην ανόρθωση του Ιταλικού γοήτρου. Δίπλα από το κτίριο των ζυμαρικών, μεταφέρθηκε και το τυροκομείο, το παλιό πλίθινο κτίριο δε ήταν πολύ δροσερό, είχε πάτωμα από πατημένο χώμα και αυτό δε βοηθούσε τις γυναίκες να καθαρίζουν το χώρο όπως έπρεπε με νερό και να κρατούν δροσερά τα βαρέλια τους.
 Η Μαρουσιάννα ήταν  η κυρα και η αρχόντισσα του χωριού, είχε τον σεβασμό και την αγάπη των συμπατριωτών της. Την ευχαριστούσε να βλέπει ευτυχισμένα παιδιά,η χαρά της ήταν να βλέπει τον φτωχό να προκόβει, τα παιδιά να μην πεινάνε και οι νέοι να κάνουν όνειρα.
Μέχρι το 1932 είχε παραγγελίες από την Ιταλία, τροφοδοτούσε τον Ιταλικό στρατό με χυλοπίτες, ενώ η Ελληνική οικονομία πήγαινε κατά διαόλου.Τον Απρίλη του 1932 η Ελλάδα πτωχεύει, η μακαρονοποιία και τα τυροκομεία Βεργάς όμως έχουν δουλειά για να ζουν σαράντα φαμελιές.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια υπήρξαν και τα καλύτερα για την Μαρουσιάννα και την οικογένειά της .
Η Μαρουσιάννα ήταν γυναίκα μετρημένη, αλλά και προοδευτική, ενημερωνόταν για την πορεία της οικονομίας στην Ευρώπη, γνώριζε για την οικονομική κατάρρευση της Αμερικής, το γνωστό κραχ του 1929  που είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις και στην οικονομία της Ευρώπης.
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα είχε περίπου 6.300.000 πληθυσμό εκ των οποίων τα 3.500.000 ήσαν γεωργοί.Αυτό από μόνο του ήταν τρομακτικό, οι μισοί Έλληνες παρήγαγαν προϊόντα που έπρεπε να καταναλωθούν από τους άλλους μισούς. Οι περισσότεροι δεν είχαν πρόσβαση στις λαϊκές αγορές των μεγάλων πόλεων, τα προϊόντα που έφταναν στα αστικά κέντρα ήταν πανάκριβα και εξαγωγές από ελάχιστες ως ανύπαρκτες. Ο καπνός και η σταφίδα,ήταν από τα προϊόντα που εξήγαγε η Ελλάδα, όμως η δική τους περιοχή δεν είχε τέτοια παραγωγή,  εκείνη ήθελε ένα προϊόν να μπορεί να το εξάγει και να έχει όφελος .
Στην Ελλάδα οι πρόσφυγες που ενσωματώθηκαν στην χώρα, ερχόμενοι από την Καύκασο και την Μικρά Ασία, ασχολήθηκαν εντατικά με τη γη, η Βόρεια Ανατολική Ελλάδα και ο Μακεδονικός κάμπος καλλιεργήθηκε όσο ποτέ. Σε αυτό βοήθησε πολύ ο αναδασμός της γης, μιας που όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες στράφηκαν στην καλλιέργεια για να σταθούν στα πόδια τους. Έτσι οι κτηνοτρόφοι ήταν λιγότεροι και τα προϊόντα τους καταναλώνονταν πολύ γρήγορα στην χώρα.Το τυροκομείο της Μαρουσιάννας σημείωνε συνεχώς κέρδη.
Το 1928 καλλιεργήθηκαν 15.000 στρέμματα γης! Η καλλιέργεια της γης, γινόταν παραδοσιακά ως τότε, με βόδια και μουλάρια και άλογα, μέχρι που ο  Βενιζέλος, το 1929 και κατά τις αρχές του 1930 αποφάσισε να δώσει κεφάλαια για να αγοραστούν μηχανικά άροτρα, εννέα εκατομμύρια δραχμές ήταν το ποσό που διατέθηκε για αυτή την επένδυση! Παρόλο αυτά, τα βόδια και τα άλογα παρέμειναν για πολλά χρόνια τα κύρια εργαλεία του  Έλληνα αγρότη. Ο κάμπος των Τρικάλων οργώνονταν μέχρι και τα τέλη του 1958 με βόδια ή άλογα.
Ο Βενιζέλος έδωσε μάχες στην Ευρώπη για την οικονομική αξιοπιστία της χώρας. Ειχε ανάγκη από δανειοδοτήσεις για να ορθοποδήσει η χώρα,να στηρίξει την βιομηχανία,όμως το κραχ του 1929 στην Αμερική, ο πόλεμος και οι οικονομική αδυναμία της Ευρώπης δε ήταν  καλοί σύμμαχοι σε αυτή την προσπάθεια, με αποτέλεσμα το 1932 η Ελλάδα να οδηγηθεί  στην χρεωκοπία.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, η φιλία της Ανθής και της Μαρουσιάννας γινόταν ποιο δυνατή.
Η Μαρουσιάννα έχει μάθει να εμπιστεύεται πολύ την Ανθή, οι δυο γυναίκες αλληλογραφούσαν συχνά και όποτε ο Αιμίλιος έχει χρόνο ταξίδευαν στα Τρίκαλα  να επισκεφθούν το κτήμα.Οι Μαρουσιάννα και η Κωστάντου, τους περίμεναν πάντα τους με χαρά. Από αυτούς περίμεναν να μάθουν τα νέα  και τις εξελίξεις από την Αθήνα και την Ευρώπη. Ότι της έφερνε η Ανθή από τον Αθηναϊκό τύπο το διάβαζε με μανία, θέλοντας να μάθει τα πάντα, ανησυχούσε πολύ με την οικονομική αδυναμία της χώρας. Πριν γίνει η πτώχευση της Ελλάδας η Μαρουσιάννα φεύγει με τον Αιμίλιο και την Ανθή για ένα ταξίδι στην Ιταλία, με την ελπίδα να κλείσει νέα συμφωνία για την εταιρεία της.Κάνει τα μισά της χρήματα Ιταλικά φράγκα και αγοράζει δυο μηχανές αποξήρανσης και ένα μεγάλο ζυμωτήρα για το εργοστάσιο, που δεν είχε ως τότε τον απαραίτητο μηχανικό εξοπλισμό.

Στη Ιταλία, έφτασε με βαπόρι την άνοιξη του 1931 στο λιμάνι του Σαν Μπασίλιο της Βενετίας,πρώτη φορά πατούσε το ποδάρι της σε ξένο τόπο και το λιμάνι την γοήτευσε. Είχε ακούσει απ τον Αιμίλιο για τα γεφύρια της, ότι είναι χτισμένη, μέσα στο νερό ολάκερη η πόλη, όμως αυτό που αντίκρισε φτάνοντας δε το περίμενε. Το σκηνικό με τα υπέροχα κτίρια και τα καμπαναριά ήταν άξιο του τίτλου που της έδωσαν, ως Βασίλισσα της Αδριατικής. Οι μεγάλες πλατείες, η ελευθεριά που ένιωθε όταν περπατούσε μόνη στα πλακόστρωτα πεζοδρόμια την έκαναν ευτυχισμένη, γέμισε τα μπαούλα της με γυάλινα βάζα απ το νησί Μουράνο. Θαύμασε από κοντά τους τεχνίτες που έβγαζαν το γυαλί μέσα από τη φλόγα και κρατώντας την άκρη την σιδερόβεργας το γυρνούσαν και το φυσούσαν κάνοντας περίτεχνα σχέδια. Μαγεύτηκε απ τα μεταξωτά και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Αγόρασε ρούχα για εκείνη και το γιο της, για την Μυρτώ και την Κωστάντου. Καθώς περπατούσε χαζεύοντας την πόλη απομακρύνθηκε αρκετά, φτάνοντας στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης στο σεστιέρε*Καναρέτζιο, ένα κομμάτι που ζούσαν οι Εβραίοι την Βενετίας. Σε μια βιτρίνα είδε  μια υπέροχη μάλλινη ζακέτα και θυμήθηκε τον πατέρα της. Αυτή είναι ότι πρέπει για τον πατέρα, ψιθύρισε και έκανε να μπει στο μαγαζί.Ο άντρας που έβγαινε από το μαγαζί την άκουσε και την κοίταξε χαμογελώντας. Μια Ελληνίδα σινιόρα στο σεστριέρε Καναρέτζιο είπε με θαυμασμό. Μα αυτό είναι θαύμα!!! Η σΙνιόρες δεν τολμούν να έρθουν ως εδώ, συνέχισε εκείνος, ενώ η Μαρουσιάννα τον κοίταζε χωρίς να μιλάει γιατί δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Εδώ γίνονται παζάρια μεταξύ αντρών αγαπητή μου, της είπε γελώντας. Εγώ θέλω τη ζακέτα και δε θα κάνω παζάρι, εξάλλου δε μιλάω Ιταλικά του απάντησε εκείνη. Μερκούρης  Καστρινός, είπε ο άντρας δίνοντας της το χέρι. Του άπλωσε το χέρι και εκείνη με χαμόγελο, Μαρουσιάννα Βεργά χαίρομε που βρήκα ένα πατριώτη. Γνωρίζεται Ιταλικά κύριε Καστρινέ; τον ρώτησε. Ωωωω μα βέβαια, θα χαρώ αν σας φανώ χρήσιμος κυρία μου, της αποκρίθηκε με  χαμόγελο. Ήταν όμορφος όταν χαμογελούσε,στις άκρες των ματιών του σχηματίζονταν μικρές ρυτίδες και τα ζυγωματικά του πεταγόταν ευχάριστα. Ήταν ψηλός, μελαχρινός και οι κρόταφοι είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και αυτή τον χάζευε χωρίς να έχει πει λέξη. Λοιπών, την ρώτησε ....μπορώ να κάνω κάτι για εσάς κυρία Βεργά;  Θα ήθελα να αγοράσω τη ζακέτα για τον πατέρα μου του είπε. Ωραία πάμε λοιπόν να την πάρουμε με την προϋπόθεση να με αφήσετε να σας συνοδεύσω στο σπίτι σας. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι χαμογελώντας και πέρασε στην είσοδο που μαγαζιού. Βγήκαν σε λίγα λεπτά έχοντας αγοράσει την ζακέτα και άρχισαν να περπατούν.
Σε πια γειτονιά μένετε κυρία Βεργά; Δεν ζω εδώ του απάντησε, έχω έρθει με φίλους, για υποθέσεις της δουλειάς μου. Ο Καστρινός κοντοστάθηκε απότομα; Της δουλειάς σας; Ναι έχω εργαστήρι και κάνω ζυμαρικά στην Ελλάδα, είμαι από τα Τρίκαλα του απάντησε. Δηλαδή έχετε δική σας επιχείρηση; Ναι, αποκρίθηκε η Μαρουσιάννα  χωρίς να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του άντρα. Ε αυτό και αν είναι καταπληκτικό, μια γυναίκα από την Ελληνική επαρχεία, στο Καναρέτζιο της Βενετίας έχει έρθει για δουλειές. Συγχαρητήρια κυρία μου!! Η Μαρουσιάννα κατέβασε το κεφάλι ντροπαλά, ξαφνικά ένοιωθε 15 χρονών, ένοιωθε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν και τα χέρια της αμήχανα έσφιγγαν την τσάντα με τη ζακέτα. Τι λέτε, να πάμε για ένα καφέ μέχρι την πιάτσα Σαν Μάρκο; της πρότεινε.
Μα ναι ευχαρίστως, εξάλλου μένουνε κοντά στην πιάτσα, ίσως κιόλας να ανησύχησαν γιατί έχω αργήσει, δε ξέρω ούτε εγώ πόση ώρα λείπω απ το ξενοδοχείο. Όταν έφτασαν στην πλατεία ανάσανε με ευχαρίστηση, σας ευχαριστώ πολύ κύριε Καστρινέ, δε νομίζω να έβρισκα το δρόμο, ούτε είχα καταλάβει ότι είχα απομακρυνθεί τόσο πολύ, κουράστηκα, νόμιζα δε θα φτάσουμε ποτέ.
Την επόμενη φορά, θα σας συνοδεύσω με μια γόνδολα αγαπητή μου. Αλήθεια, έχετε ανέβει σε γόνδολα;
Μα όχι δε έχω προλάβει, τρεις μέρες είμαστε στη Βενετία και δεν είχα χρόνο για ρομαντικές βόλτες. Όπως σας είπα, έπρεπε να φροντίσω για τις αγορές του εργαστηρίου και είχα συναντήσεις με κάποιους ανθρώπους, ψάχνω τρόπο να κάνω εξαγωγή των προϊόντων μας. Έχετε συνεταίρο κυρία Βεργά; Ναι βέβαια, το γιο μου!!! Ο Καστρινός ξαφνιάστηκε, έχετε ένα τόσο μεγάλο παιδί που να μπορεί να είναι συνεταίρος μιας επιχείρισης;  Είναι είκοσι  ετών και δεν έχω κάποιον άλλο δικό μου που να μπορεί να βοηθάει, αν και η αλήθεια είναι ότι εμείς στο χωριό, είμαστε μια γροθιά, όλοι ενωμένοι στον αγώνα για επιβίωση. Χωρίς τους χωριανούς μου δε θα είχα κάνει τίποτα, τα πολλά χέρια είναι ευλογημένα κύριε Καστρινέ!!!  Και ο σύζυγος; ρώτησε εκείνος, κάνοντας την ευχή να μην υπάρχει. Δεν έχω σύζυγο, έχω χηρέψει δυο φορές. Μεγάλωσα το γιο μου μονάχη από τότε που ήταν επτά ετών.
Η Μαρουσιάννα ξεδίψασε με τον νερό και δοκίμασε το μπισκότο με τα αμύγδαλα, αχ τα έχω λατρέψει αυτά τα μπισκοτάκια, τα έχουν και στο ξενοδοχείο που μένω. Αγαπώ καθετί γλυκό, είπε και γέλασε σαν παιδί που έκανε αταξία. Και εγώ, έχω αδυναμία στα γλυκίσματα, στην Αλεξάνδρεια έχουμε πολλές λιχουδιές.Που είναι η Αλεξάνδρεια; ρώτησε η Μαρουσιάννα.
Δεν έχετε ακούσει για τη βόρεια Αφρική; Ξέρετε ζούμε πολύ Έλληνες στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, άρχισε να της μιλάει για το πως έφτασαν κάποτε οι γονείς του στην πόλη που είχε γεννηθεί εκείνος.

Ο Μερκούρης Καστρινός καταγόταν από τη Σύμη , για την οποία η Μαρουσιάννα δεν γνώριζε τίποτα!
Άκουγε πρώτη φορά, για νησιά που ήταν υπό Ιταλική κατοχή, για το Νείλο και τους άραβες και την ελληνική παροικία στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια.  Έβλεπε τον περιποιημένο μελαχρινό άντρα,να την φροντίζει με  αργές και ήρεμες κινήσεις, σερβίροντας τον καφέ με το αφρόγαλα, που της είπε τον λένε καπουτσίνο. Τις εξήγησε πως ο καφές πήρε την ονομασία του από ένα  Καπουτσίνο μοναχό που τον έλεγαν Marco d'Aviano. Άλλος κόσμος, άλλος καφές, άλλοι τρόποι και εκείνη με ένα ξένο άντρα, να απολαμβάνει στον ήλιο τον καφέ της, σε  μια πλατεία γεμάτη κόσμο, χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία, αυτό της άρεσε πολύ, όπως και οι αφηγήσεις του Μερκούρη.Της μίλησε για το κάστρο της Σύμης  εκεί που  μεγάλωσε η μάνα του, ανάμεσα σε επτά παιδιά της οικογένειάς της και σαν παντρεύτηκε έφυγε με τον άντρα της τον Καστρινό για την Αίγυπτο το 1890. Ένα χρόνο μετά έφερε στον κόσμο τον Μερκούρη.Της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, για το εμπόριο και την πόλη που ζούσε. Στο χωριό αν τολμούσε να καθίσει με έναν άντρα,οποιονδήποτε χωριανό της, σε δημόσιο χώρο τόση ώρα, θα γινόταν μεγάλο κουτσομπολιό, θα μάθαινε όλος ο κάμπος, ότι η χήρα του Τσαούση είναι ελαφρών ηθών κτλ. Ο καφές, έγινε γεύμα σε ένα μικρό εστιατόριο που έφτασαν πιασμένοι αγκαζέ. Ανάμεσα σε δυο παλάτια υπήρχε μια εκκλησία, ο Μερκούρης της είπε ότι λεγόταν Σάντα Μαρία Ντε Μιράκολι. Εκεί έκατσαν να γευματίσουν, μπροστά στην πλατεία της εκκλησίας υπήρχαν μικρά εστιατόρια και καφέ.Θα σε πάω σε όλη την πόλη με άμαξα, αν το επιθυμείς και εσύ Μαρουσιάννα......... τι ασυνήθιστο όνομα αλήθεια.
Στον τόπο μου συνηθίζετε Μερκούρη και το δικό σου όνομα για μένα είναι ασυνήθιστο, πρώτη φορά το ακούω του,είπε ντροπαλά.
Ε και το δικό μου στον τόπο μου συνηθίζετε της είπε και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Αργά το απόγευμα την συνόδευσε στο ξενοδοχείο της, εκεί που ο Αιμίλιος και η Ανθή την περίμεναν με αγωνία, επειδή πίστευαν πως είχε χαθεί και δε έβρισκε το δρόμο να γυρίσει. Ο Μερκούρης συστήθηκε και τους κάλεσε για δείπνο, εφόσον πρώτα κάνουν όλοι μαζί μια βαρκάδα με μια γόνδολα την ώρα που δύει ο ήλιος στη Βενετία! ,Ο Μερκούρης ήρθε λίγο πριν δύση, να πάρει τους νέους του φίλους.Τον περίμεναν στο ισόγειο του ξενοδοχείου και η Μαρουσιάννα έστριβε με αγωνία συνέχεια τα γάντια της και παρατηρούσε το δρόμο.
 Μην δείχνεις σαν να μην έχεις βγει ποτέ με άντρα καλή μου, της είπε η Ανθή, μεγάλη άνθρωποι είμαστε.
Η Μαρουσιάννα όμως ένιωθε ακριβώς έτσι,σαν μικρό κορίτσι που της έδωσε ραντεβού το αγόρι που της άρεσε.
Γύριζαν την πόλη που ήταν φωτισμένη με δεκάδες φανάρια, πήγαν μέσα σε στενά δρομάκια για να δουν τη σκάλα Κονταρίνι που οδηγεί στο παλάτσο Κονταρίνι, από εκεί βλέπεις όλη τη Βενετία από ψηλά. Και στο τέλος έφτασαν στο Grand Canal και ανέβηκαν σε μια γόνδολα.
Ο γονδολιέρης τραγουδούσε και κωπηλατούσε αργά σχίζοντας τα ήσυχα νερά, ενώ κάθε φορά που συναντούσαν φανάρια στις γέφυρες το νερό γινόταν ασημί.
Τα σύννεφα έπαιζαν με το φεγγάρι, πότε το άφηναν να φανεί και πότε το σκέπαζαν, εκείνες τις στιγμές ο Μερκούρης έπαιρνε τρυφερά το χέρι της Μαρουσιάννας και το φιλούσε με τα ζεστά του χείλι. Η Μαρουσιάννα ήταν 38 ετών, στερημένη από τα αντρικά χάδια και από τα τρυφερά λόγια, από τα φλογερά βλέμματα που σε κάνουν να θες αυτόν που σε κοιτάει μες τα μάτια, η γόνδολα γλίστραγε και μαζί με αυτή γλίστραγαν και οι αντιστάσεις της στο χαμόγελο του μελαχρινού αρσενικού. Εικοσιπέντε μέρες πέρασαν μαζί κάνοντας παρέα, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και κάνοντας έρωτα όπως ποτέ. Απελευθερωμένη, γοητευμένη, ερωτευμένη και πάνω από όλα ώριμη, έζησε μοναδικά αυτόν τον ανέλπιστο έρωτα, στις πλατείες,στα πάρκα και στα νερά της Βενετίας, περπατώντας και γελώντας μαζί του σαν να τον ήξερε μια ζωή. Όμως , οι μέρες περνούσαν και ο Μερκούρης έπρεπε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια στο σπίτι και τη δουλειά του. Προσπάθησε να πείσει τη Μαρουσιάννα να φύγουν μαζί για την Αίγυπτο φοβούμενος ότι θα την χάσει για πάντα, αλλά εκείνη του κατέστησε σαφές πως δε θα έφευγε σαν κλέφτρα από το χωριό και το παιδί της, είχε υποσχεθεί στις γυναίκες του χωριού πως θα γύριζε με τις μηχανές και θα το έκανε ο κόσμος να χαλούσε. Ταξίδεψαν μαζί ως τον Πειραιά και στο λιμάνι χωρίστηκαν, εκείνος έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι για την Αίγυπτο. Φανερά στεναχωρημένος της έδωσε ένα φάκελο με την διεύθυνσή του και ζήτησε από τον Αιμίλιο να την βοηθήσει να της βρει εισιτήριο για την Αλεξάνδρεια αν επιθυμούσε να ταξιδέψει. Με την ελπίδα ότι δε θα τον ξεχάσει και πως μια μέρα θα ξανά βρισκόταν, την παρακάλεσε να του γράφει.
Η Μαρουσιάννα παρόλο τον απόλυτο έρωτα που βίωνε,  όσες μέρες έμεινε στην Βενετία, άκουγε από τον Αιμίλιο και τον Μερκούρη για τις πολιτικές εξελίξεις. Έζησε από κοντά κάποια γεγονότα του αυταρχικού καθεστώτος της Ιταλίας και αποφάσισε να διακόψει με τους Ιταλούς οποιαδήποτε συμφωνία. Γυρίζοντας στην Ελλάδα αποφασίζει ότι πρέπει να βρει τρόπο, να σπάσει τη συμφωνία με τον Ιταλικό στρατό και να βρει νέο τρόπο να διοχετεύσει τα προϊόντα της στην αγορά. Επιστρέφει στο χωριό αποφασισμένη,να φύγει για πάντα από την Ελλάδα για να σώσει ότι μπορέσει πριν η χώρα καταρρεύσει οικονομικά. Αλλά βαθιά μέσα της ξέρει ότι το κάνει για να ζήσει τον έρωτα της με τον Μερκούρη.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ 4

Στα 1917 η Ελλάδα ζούσε το μεγάλο διχασμό,η πολιτική ζωή του τόπου υπήρξε ένα από τα πολύ πονεμένα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, το μόνο που δε απασχόλησε τις αρχές των Τρικάλων ήταν ο θάνατος του Τσαούση.
Τα μπορντέλα του, πέρα απ τα μανάβικα των Τρικάλων και της Λάρισας περάσαν στα χέρια των γυναικών αμέσως μόλις μάθανε ότι ο Τσαούσης και ο Φότσιος χάθηκαν ξαφνικά από προσώπου γης .
Οι γυναίκες δε πίστεψαν σε ξαφνικό θανατικό, ήξεραν όλες τις βρομοδουλειές του νταβατζή τσιφλικά, κατάλαβαν ότι κάποιος τον καθάρισε από μίσος.
Η Μαρουσιάννα έγινε η κυρά του κάμπου, μοίρασε τη γη σε μερίδια σε κάθε οικογένεια δίκαια ανάλογα με το πόσα άτομα ήταν η κάθε φαμελιά στην Τσίαρα, αλλά και στα γύρω χωριά που ήταν κομμάτια του Τσιφλικιού.
Για τα μερτικά της στη Λάρισα έκανε ότι μπορούσε για να μοιραστούν σωστά, ενημέρωσε τις αρχές  για το πένθος που έπεσε στο σπίτι της και τους είπε να κάνουν το καλύτερο για τον τόπο, είχε  πολλά να κάμει στο δικό της χωριό, χέρια και χρόνος δε υπήρχαν για τη Λάρισα και το τσιφλίκι τους εκεί.Το τσιφλίκι μοιράστηκε σε 150 οικογένειες, το κονάκι έγινε ορφανοτροφείο για τα ορφανά της περιοχής και ο παπάς ανέλαβε να το διοικεί μαζί με τις χήρες του χωριού.
Το πορνείο της Αθήνας έκλεισε με διευθέτηση που ανέλαβε η Ανθή και ο γιατρός Αιμίλιος Αυγέρης, το κτίριο μετατράπηκε σε κλινική, με τα λεφτά που είχε αποκτήσει η Ανθή, από την ντροπή του πορνείου, τα διέθεσε για να γίνει η κλινική του άντρα της μια από της καλύτερες. Δυο από της Γαλλίδες που ήξεραν τα στοιχειώδη έγιναν νοσοκόμες της κλινικής και οι άλλες κοπέλες με προτροπή πάντα της Ανθής πήγαν στον ερυθρό σταυρό να βοηθήσουν στα σύνορα και όπου υπήρχαν ανάγκες. Η μαντάμ Κολλέτ έφυγε για τη Γαλλία, γερασμένη και μόνη, ήθελε να πεθάνει στον τόπο της.Τα λευκά σεντόνια της αμαρτίας και του αγοραίου έρωτα έγιναν επίδεσμοι, από εκεί που άκουγαν βαριές ερωτικές ανάσες, τώρα άκουγαν βογκητά πληγωμένων αντρών.
Στο χωριό του κάμπου η ζωή κυλούσε με δυσκολίες και σκληρή δουλειά. Παρόλο που τους μοιράστηκε η γη και το θανατικό του Τσαούση ήταν ανάσα ελευθερίας, οι γυναίκες έμειναν χωρίς άντρες και δυνατά χέρια για να καλλιεργήσουν το χώμα.
Πήραν θάρρος όμως από τα λόγια της κυράς και άνοιξαν φιλίες με την Μαρουσιάννα.Τα παιδιά του χωριού περάσαν το κατώφλι του αρχοντικού και χόρτασαν ψωμάκι.
Στις σχόλες, έπιαναν γλέντι στη ρούγα της και οι γυναίκες χόρευαν και τραγουδούσαν αγαπημένες. Οι άντρες έφευγαν για το μέτωπο και αυτές ρίχτηκαν στη δουλειά ενωμένες,τα βράδια έκανα νυχτέρι,άλλες στο πλέξιμο και άλλες στον αργαλειό ετοίμαζαν σκουτιά, κάπες, κάλτσες και χοντρές φανέλες για τους άντρες τους που ήταν στα βουνά της Μακεδονίας.Την άνοιξη μοίρασαν τη δουλειά μεταξύ τους, γινήκαν σαν ένα σμήνος από μέλισσες με την "μεγάλη κυψέλη" το αρχοντικό, εκεί ήταν το στρατηγείο τους.
Εκεί κούρευαν τα πρόβατα όλου του χωριού για να κάνουν το μαλλί για τα σκουτιά και τα κολόβια* τους, τα χράμια και τις βελέντζες τους. Δούλευαν τη μέρα στο χωράφι και τη νύχτα στο σπίτι,άλλη λανάριζε το μαλλί, άλλη το έπλενε άλλη το έγνεθε και το έκανε αλτσίδια*,άλλες το έβαφαν και το έκαναν κουβάρια για πλέξιμο,ή στημόνι για αργαλειό.
Οι ηλικιωμένοι άντρες βγήκαν στον κάμπο με τα βόδια, όργωσαν και έσπειραν με κόπο και ψήθηκαν τα κορμιά τους στο λιοπύρι, μα σαν ήρθε η σοδειά ανάσαναν για πρώτη φορά. Γέμισαν τα αμπάρια με στάρι και καλαμπόκι, ποτέ δεν είχαν δει το αμπάρι του σταριού τους τόσο γεμάτο, γέμιζαν με δάκρυα τα μάτια των γηραιότερων, φόρτωναν τα άλογα και τραβούσαν όλοι για το μύλο του Γκαβίδα δίπλα στο ποτάμι λίγο ποιο κάτω απ το χωριό.
Ήρθε και δάσκαλος απ τα Τρίκαλα στο χωριό,η Μαρουσιάννα του παραχώρησε το σπιτάκι του συχωρεμένου παπά Αναστάση και του υποσχέθηκε γάλα,τυρί,αυγά τραχανά και κρέας τις  Κυριακές και τις σχόλες.Όσο ο καιρός ήταν  καλός έστρωναν τα παιδιά χράμια κάτω απ τα πλατάνια στη δροσιά και κάθονταν κατάχαμα οκλαδόν με το δάσκαλο πάνω σε μια μεγάλη πέτρα να τους μιλάει με υπομονή για την ιστορία της πατρίδας,για τον απελευθερωτικό αγώνα και τη Μακεδονία, για τον Μέγα Αλέξανδρο και τις πολιτείες που κατάκτησε,για τον Παύλο Μελά και τον Δραγούμη, τους έκανε να αγαπήσουν την μακρινή για αυτούς Μακεδονία.Ο πόλεμος ήταν ένα απ τα αγαπημένα θέματα των παιδιών,ζούσαν την κάθε στιγμή την ιστορίας τους μέσα από τις αφηγήσεις του κυρίου Εμμανουήλ. Πες μας δάσκαλε για κείνον τον βασιλιά στην Πόλη!! Πες μας για την Αγιά Σοφιά! Τούτος ο λαός μια ζωή στο σπαθί και το ντουφέκι, μυριάδες οι εχθροί,ζηλεύανε αυτή τη φλούδα γης που στεκόταν μέσα στο νερό αγέρωχη, ζήλευαν τον λαό που όργωνε τη θάλασσα με καράβι και κουπί.Η λευτεριά είναι πολύτιμη μα θέλει και αίμα, σαν δε θυσιάσουμε τα κορμιά φεύγει και χάνεται, έρθετε ο οχρτός και μας δυναστεύει, θέλει τα σπιτια μας το βιός μας, τους έλεγε εκείνος. Έσπερνε στις παιδικές ψυχές την αντρεία, τη δύναμη το πάθος για λευτεριά και δημοκρατία.
Το χειμώνα έκαναν τα μαθήματα στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού,μέσα στο ζεστό σπίτι της Μαρουσιάννας,πριν ο ήλιος ανέβει η Κωστάντου άναβε τον μπουχαρί και ετοίμαζε στα παιδιά μια κούπα γάλα, μια φέτα ψωμάκι με τυράκι ή ζεστό τραχανά.
Η Μαρουσιάννα είχε γίνει η προστάτιδα του χωριού τους και ο μικρός Αναστάσης χαίρονταν τη ζωή του με τους φίλους του, ρούφαγε σαν σφουγγαράκι τις δεκάδες πληροφορίες από το δάσκαλό και χόρταινε παιχνίδια με τους συντρόφους του.Φτωχά τα παιχνίδια τους, κουρελόπανα τυλιγμένα ήταν η μπάλα που μοιράζονταν και ο δρόμος, το γήπεδο κάθε γειτονιάς, σακατεύονταν τα ποδάρια, γδέρνονταν απ τις πέτρες και τα ρούχα, γίνονταν λασπωμένα κουρέλια, έτσι και αλλιώς κουρέλια ήταν, το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο, ραμμένα απ τις μανάδες τους.
Τα καλοκαίρια ορμούσαν σαν σμήνος στην Σαλαμπριά (το ποτάμι του χωριού) εκεί ήταν το ορμητήριο  κάθε αγοριού, εκεί μάθαινε κάθε αγοράκι κολύμπι, ψάρεμα, σφεντόνα. Στο χωριό γυρνούσαν με έπαθλα, πότε μια πέστροφα, πότε μια πάπια που την έριχναν με σφεντόνα και με καμάρι την έφερναν στη μάνα τους. Τα ποιο προκομμένα έφερναν κλαδιά για προσάναμμα και σβουνιές απ τα αλώνια. Στο τέλος κάθε ημέρας οι μανάδες περίμεναν οι γιοι τους να φέρουν και λίγα προσανάμματα απ το ποτάμι. Πρώτος έδινε το παράδειγμα ο Αναστάσης, πάντα με ένα τσουβάλι δεμένο στο ζωνάρι,γεμιζε προσαναματα και σαν άρχιζε να σουρουπώνει, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, ποτέ δε βγήκε στη ρούγα η Μαρουσιάννα να τον φωνάξει, γέμιζε το τσουβάλι προσανάμματα και γύριζε σπίτι, βρώμικος ιδρωμένος αλλά νικητής!! Όλο το καλοκαίρι η Κωστάντου ήξερε ότι το βράδυ θα τους φέρει ψάρια και καραβίδες, καμιά φορά και καμιά πάπια, αν και στη σφεντόνα δε ήταν και τόσο καλός εκείνο τον καιρό ακόμη.
Σπατάλες δε τους έπαιρνε να κάνουν μέχρι να έρθει η άλλη σοδειά,να ανασάνουν και  να δουν προκοπή, κρατούσαν τις κότες και τα άλλα ζωντανά  να τα σφάξουν το χειμώνα και έτσι το ψάρι ήταν ευλογημένο και ευπρόσδεκτο στο τραπέζι τους.
Όλα μετρημένα, ο πόλεμος καρτερούσε στην πόρτα και αυτές τρεις γυναίκες μόνες, είχαν τον Αναστάση  δέκα χρονών παλικαράκι αποκούμπι, περίμεναν να γεμίσει το τραπέζι τους με τροφή κάθε βραδύ και εκείνος είχε πάρει αυτό ο ρόλο στα σοβαρά, χωρίς ψάρι και καραβίδες δε γύριζε στο κονάκι.

Ο διχασμός έφερνε άσχημα χαμπέρια από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με το Βενιζέλο τρώγονταν σαν τα σκυλιά. Μαζί και οι δυο στον ίδιο τόπο δε χωρούσαν, ένας τράβηξε για την Κρήτη και έκαμε εκεί κυβέρνηση.
Ο πόλεμος μαίνονταν στα σύνορα, οι μεγάλες δύναμης μπήκαν και έκαναν τη Θεσσαλονίκη ερείπιο, και δε έφτανε τούτο το κακό, έπιασε φωτιά στην πολιτεία σε ένα χαμόσπιτο,οι γείτονες δε έδωσαν σημασία και η φωτιά έγινε πύρινο ποτάμι, κάηκαν σπίτια μέχρι στο Διοικητήριο,μα οι Γάλλοι δε βοηθούσαν με της δύναμής τους, μονάχα κάτι Άγγλοι έδωσαν ένα χέρι στην κατάσβεση τούτη. Η πόλη έγινε στάχτη !
Ο απλός κοσμάκης στα χωριά δε ήξερε ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του, αυτοί ξέραν ότι ο πόλεμος τους στερούσε τη ζωή, ότι τα τρόφιμα ακρίβυναν,ότι οι άντρες ήταν στα βουνά,τα λεφτά έχαναν κάθε μέρα την αξία τους! Έφτασαν στο σημείο να κόβουν το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα σε δυο κομμάτια για να μην εκδώσουν νέα χαρτονομίσματα με τη μικρότερη αξία!
Μια στάλα κράτος και οι άνθρωποι μετρημένοι στα δάκτυλα, τι θελαν και άνοιγαν πληγές;
Ο κόσμος είχε βαρεθεί τους σκοτωμούς, ήθελε να φάει γλυκό ψωμί.Πάνω που τους άφησαν οι Τούρκοι και πίστεψαν πως θα δουν άσπρη μέρα, έφτασαν να λένε πάλι βοήθα Παναγιά με τις εσωτερικές τους φαγωμάρες και τα μεγαλοπιάσματα του Βενιζέλου που ήθελε την μεγάλη Ελλάδα.
Ο κοσμάκης ζούσε σε καλύβες στα χωριά, είχε για πάτωμα πατημένο χώμα και στρώμα από άχυρο, τα καλοκαίρια τους έτρωγε η ελονοσία, η ψείρα και οι ψύλλοι, τους θέριζαν οι αρρώστιες από την έλλειψη υγιεινής και οι πολιτικοί τρώγονταν για το ποιος θα κάνει κουμάντο και ποιος θα είναι αυτός που θα στείλει τους Έλληνες να σκοτωθούν στα σύνορα για να πάρουν αυτοί τα παράσημα.
Έτσι έριξαν το ανάθεμα στο Βενιζέλο και έβγαλαν εκεί όλα τα απωθημένα τους πετώντας πέτρες σε κάθε πλατεία κάνοντας σωρούς γύρω απ το ομοίωμα του Βενιζέλου, ακολουθώντας με κατάρες τον αφορισμό του Μητροπολίτη, γιατί στην Ελλάδα οι παπάδες είχαν πάντα λόγο και στην πολιτική παρέσερναν τον κοσμάκη σε πράξεις όπως τούτες.

Η Μαρουσιάννα κρατούσε με νύχια και με δόντια τις χρυσές που είχε βρει από τον Τσαούση,ήταν το μόνο που για το οποίο του ήταν ευγνώμων.Σκόπευε να κάνει πολλά με αυτές, να φτιάξει και σχολείο κάτω στην πλατεία στο μεγάλο πλατάνι,μα ας περνούσε πρώτα τούτου το κακό, για την ώρα καλή ήταν και η σάλα της για τα παιδιά.
Ενθουσιασμένη με τις νίκες στη Μακεδονία η Μαρουσιάννα όταν τύχαινε να περάσει στρατός απ τον πλατύ δρόμο που πήγαινε στην Καλαμπάκα, καρτερούσε με τα μουλάρια φορτωμένα αλεύρι για να έχουν ψωμάκι οι φαντάροι, τραχανά να τρώνε κάτι να ψυχοπιάνοντε μες το κρύο και τσίπουρο να βάζουν στις πληγές.Έκοψε όλες την άσπρες λινές της κουρτίνες και τις έκανε επιδέσμους με τη βοήθεια της Μυρτούς και Kωστάντους.
Μια μέρα έφτασε χαμπέρι στο χωριό ότι ένα κοπάδι πρόβατα ίσα με χίλια ζωντανά, γίδια,πρόβατα μα και μουλάρια φορτωμένα έρχονται κατά την Τσίαρα!Πρώτα είδε το σκύλο τους η Μαρουσιάννα,τον καραμπασάκι άσπρο με μαύρο κεφάλι! Ήταν γερασμένος μα σαν έφτασε κοντά στο αρχοντικό άρχισε να γαβγίζει σαν τρελό.
Βγήκε ο Αναστάσης και φοβήθηκε, μάνα ωω μανααάα ήρθε ένα μαύρου σκλι* στη ρούγα μας!
Η Μαρουσιάννα είδε τον καραμπασάκι και βγήκε στο δρόμο ξυπόλητη από χαρά και αγωνία.
Καραμπασάκι μου ποιος σε έφερε εδώ αγόρι μου; Το σκυλί γάβγιζε και τριβόταν πάνω στα σιγκούνια της,σήκωνε τα πόδια με χαρά και κούναγε σαν τρελό την ουρά του που βρήκε την κυρά του.
Ξωπίσω έφτασε πεζός ο πατέρας της,γερασμένος και ασπρομάλλης με την κάπα κρεμασμένη στον ένα ωμό και την κλούτσα να τον βαστά όρθιο να μην καμπουριάζει!
Άνοιξε τα χέρια ο γέρος και αγκάλιασε το παιδί του μετά από έντεκα  χρόνια. Βγήκε και ο Αναστάσης τρεχάτος και ξεθαρρεμένος μόλις είδε τη μάνα του να αγκαλιάσει το γέροντα.
Έλα πασά μου να σε χαρώ, έλα να γνωρίσεις τον παππού σου!
Κοριτσάκι την πάντρεψε ο γέροντας και της έδωκε παπά και τώρα τη βρήκε χήρα τσιφλικά μέσα σε αρχοντόσπιτο.
Έλα πατέρα,πάμε να κάτσεις να ξαποστάσεις και να με πεις τα χαμπέρια*, ο γέροντας κούνησε το κεφάλι και ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
Η Κωστάντου έτρεξε να τον φιλέψει, έφερε αμέσως νερό, τσίπουρο και λουκούμι να τον γλυκάνει, έτσι ήταν το έθιμο εκείνη την εποχή.
Ύστερα άφησε την κυρά της με τον πατέρα της στη σάλα και χώθηκε στην κουζίνα με τη Μυρτώ για να ετοιμάσουν μεζέδες και πίτες για το βράδυ.
Μέρες ταξιδεύουμε με τα ζωντανά Μαρουσιάνναμ, ευτυχώς που έχω καλά σκλιά και τον μπιστικόμ του Μήτρου, αλλιώς τι θα έκαμα δε ξέρου, γέρασα κόρημ παν τα κουράιαμ*, η μάνας ήθελε να σι δει.
Θα έρθει η μάνα; ρώτησε η Μαρουσιάννα με τα μάτια διεσταλμένα από χαρά.
Αχά, έρχιτι σι κρένω, ειναι πείσω ακόμα με τα μπλάρια*, τη φέρν ο  Μίτσιους*

Έμαθα τα νέας στου παζάρ,* στη Λάρσα* απού ένα χουρουφύλακα,τουν λέω, ιγώ εχω δυχατέρα την παπαδιά απ την Τσιάρα και μι λέει αγιέμ* δε ξερς ισι τίπτας*;
Το και το μι λέει η άνθρουπους, χήρεψ δυο βολές η έρμη, τι ήταν να του μάθου με έζουσαν τα φίδια, λέω τς μάνας, κυρά τώρα ία κινάμε για τα Τρίκαλα και από κει στην Τσιάρα να βρούμε του κουρίτς, να όπως στα λέω γίνκαν κι ήρθα!
Αργά το βράδυ έφτασε και η μάνα της Μαρουσιάννας,η χαρά και οι στιγμές της αντάμωσης  των γυναικών δε περιγράφετε, Η γρια βλάχα έκατσε στο σκαμνί ενώ η κόρη της πρότεινε να καθίσει στην πολυθρόνα του Τζακιού όπως πρώτο έκατσε και εκείνη, τη βραδιά που χήρεψε το 1910, μα η γριούλα ήταν τόσο σεμνή και άμαθη σε μεγαλεία που προτίμησε το σκαμνί στο αρχοντικό της κόρης της.Σε τέτοιο σπίτι δε είχε ματαμπεί* σε ούλη της ζήση, ζούσε στα βουνά από μωρό παιδί τα καλοκαίρια και το χειμώνα σε κάμπους για να ξεχειμωνιάζουν τα πρόβατα σε χαμηλό υψόμετρο,αυτή ήταν η ζωή της, νομάδας είχε γεννηθεί και ετσι γέρασε.Το σπίτι της ήταν πάντα μια καλή σκηνή από υφαντό σκουτί και βέργες στη σκεπή από τα γύρω δέντρα και για πάτωμα καλό πατημένο χώμα παλαμισμένο, σαν στέγνωνε ο πηλός καλά το έστρωνε με τις βελέντζες της και τα χοντρά χράμια.Ντουλάπια δε είχε δει ποτέ και καναπέδες! Αυτή είχε τα σεντούκια της με τα απαραίτητα μαγειρικά σκεύη,τα καρδάρια της για το άρμεγμα και γκιούμια για να συλλέγουν το γάλα. Αυτά ήταν όλα και όλα το νοικοκυριό της, κατάχαμα κοιμήθηκε σε όλη τη ζωή, οκλαδόν έτρωγαν μέσα στη σκηνή, χιλιάδες φορές άναψε τη φωτιά έξω από την σκηνή για να βάλει καζάνι και να μαγειρέψει το φαΐ για τον κύρη της και τους βοσκούς του καραβανιού τους.Ζύμωσε χιλιάδες καρβέλια,έπλασε δεκάδες χιλιάδες φύλλα για της πίτες της,σκυμμένη πάνω στον ξύλινο σοφρά της, ολημερίς βοσκούσε με τον κύρη της τα πρόβατα και σαν σουρούπωνε και οι άντρες άρχιζαν το άρμεγμα εκείνη έπαιρνε το δρόμο για το ποτάμι ,έπλενε τα χέρια της έπαιρνε νερό και τραβούσε έξω απ την καλύβα τους,έβαζε το φαΐ στον ταβά της πάνω στην πυροστιά και άρχιζε άλλες δουλειές μέχρι να σβήσει το φως της μέρας. έπιανε το λανάρι να ξάνει μαλλιά, τα άξενε, τα λανάριζε να αφρατέψουν, τα έκανε τλούπες , τα έγνεθε στη ρόκα και γύρναγε το αδράχτι και το σφοντύλι με τέχνη πέρυσι και ύστερα τα έκανε αλτσίδια, για να τα ρίξει στο καζάνι για βάψιμο και σαν τα τελείωνε ήταν έργα τέχνης,πάνω σε τέτοια στρωσίδια κοιμόταν αυτή και ο κύρης της, με τέτοια έργα τέχνης σκέπαζε τις ράχες των αλόγων της και τα βόδια σαν έπιαναν τα κρύα και δεν είχαν βρει σπηλιά να τα νυχτερέψουν.

Είπαν όλα τα νέα για τη ζωή και τα ζωντανά τους, για τους μπιστικούς των κοπαδιών για τον πόλεμο στα βουνά .Οι γριούλα έβγαλε μέσα απ τον κόρφο της δυο πουγκιά με παράδες.
Αυτά κόρημ ειναι για το γιο που έκανες!
Χρόνια τα μαζεύ η πατέρας, κάθε βολά* που πλάμε κατσίκια και πράτα και τα κάνουμι χρυσές,τον είπα προψές δυο κουβέντες ,Θύμιο τλέου γέρασαμαν αφού εμαθάμαν για του κουρίτσ τι κακό του βρίκει να πάμε να τ σταθούμε, σαν βρούμε κόρημ άνθρουπου θα πλίσουμε κι τα γίδια!θέλω να θα κάτσου δω νας, σμια* γουνίτσα, μπιζέρσα* στα βνα και τς κάμποι να γκιζιράω* απόστασα! Μια μπουκουσιά* ψουμάκι θέλω και ένα ποτήρ νιρό, αρκεί νας βλέπου, άλλου απου σένα δε εχω κανέναν.
Τι λες βρε μάνα που θα πουλήσουμε σε τέτοιους καιρούς! Εδώ όλοι μαζί θα ζήσουμε, το σπιτικό ειναι μεγάλο και εγώ άλλους από εσάς δε εχω, όσο για τα γίδια θα δούμε, αν θέλει ο Μήτρος να κάτσει εδώ θα του δώκουμε μεράδι απ το γάλα, να πήζει τυριά και να πουλάει στο παζάρι να ζήσει άιντε να του βρούμε και κορίτς να παντρευτεί καιρός του ειναι!Όσο για τους τσιουμπαναρέους δε ξέρω αν μπορώ να πληρώνω τόσο κόσμο, εχω και τους ντόπιους, βλέπεις εχω και εγώ πρόβατα και γελάδες ίσα με 60 κομμάτια και χώρια στα βουνά.Έχει ο θεός άντε πάμε να φάμε και ύστερα να γείρουμε να ξαποστάσετε.Σαν έφαγαν και χόρτασαν κουβέντα,έσβησαν την λάμπα και τα κεριά και πήγαν στις κάμαρες.

Η γριούλα έκανε εκατό φορές το σταυρό της, ξάπλωσε στα λευκά απαλά σεντόνια και ρίγησε από το κρύο σε τέτοιο πράμα δε είχε ξαναγύρει ποτές,δόξασε το θεό και έκλεισε τα μάτια, μέχρι το πρωί ξεψύχησε.
Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε το πένθος γιατί η ζωή τραβάει εμπρός,ο γέροντας είχε τώρα τον εγγονό του και η Μαρουσιάννα ίσα με χίλια πεντακόσια ζωντανά στα λιβάδια και άλλα 60 στους στάβλους του αρχοντικού.
Έπηζαν τυρί πρωί και βράδυ, δέκα νομάτοι άρμεγαν από εκατό πρόβατα ο καθένας δυο φορές τη μέρα,χώρια ο Ζήσης τις γελάδες στους στάβλους του αρχοντικού.
Η Μαρουσιάννα αναγκάστηκε να αγοράσει απ την Καρδίτσα ξύλινα βαρέλια για το τυρί. Μα δε υπήρχε χώρος να τα αποθηκεύουν για να ζυμωθεί το τυρί μέσα στα βαρέλια και έτσι πήραν απόφαση για να κάνουν μια αίθουσα ζύμωσης για τα τυριά τους.
Όλες οι γυναίκες του χωριού πήγαν στο ποτάμι και έβαλαν στα καλούπια πηλό και έφτιαξαν ίσα με δεκαέξι χιλιάδες πλήθους.Έσκαψαν τη γη την πότισαν καλά με νερό ποταμίσιο και μετά ανακάτεψαν το υγρό χώμα με άχυρο,μέρες ολόκληρες πατούσαν το χώμα μέχρι το γόνατο μες τη λάσπη και με τα χέρια γέμιζαν τα καλούπια ένα ένα πλίθο. Είκοσι μέρες χρειάστηκαν οι γυναίκες για τα δεκαέξι χιλιάδες πλιθιά και άλλες τόσες για να στεγνώσουν και να γίνουν στέρεα έτοιμα για χτίσιμο.
Τα άφησαν να στεγνώσουν πρώτα στο ήλιο κοντά στο ποτάμι και μετά τα μετέφεραν στο χωρίο με αραμπάδες, για χτίσουν το πρώτο χώρο που θα ήταν ο χώρος φυλάξεις για τα τυριά που έφτιαχναν.
Οι άντρες έφτιαξαν μια μεγάλη αποθήκη δώδεκα μέτρα μάκρος και πέντε φάρδος με ένα χώρισμα στην μέση.Η μια πλευρά είχε ράφια και τσιγκέλια κρεμασμένα για τα σκληρά τυριά να φυλάσσονταν εκεί μέχρι να ωριμάσουν και να πουληθούν και η άλλη πλευρά φιλοξενούσε τα βαρέλια με τη φέτα.Παραθύρια είχε μόνο ψηλά για να μπαίνει αέρας και φως χωρίς να βρίσκει τα βαρέλια να μην τα θερμαίνει,η πόρτα του έγινε από ξύλο κερασιάς και σιδερένια πιρόνια.Έτσι χτίστηκε το πρώτο τυροκομείο στη Θεσσαλία.
Εκεί έβαζαν τα βαρέλια στη σειρά,πάνω σε μαδέρια από έλατο και δυο φορές τη μέρα τα κυλούσαν για να αλλάξει θέση το γάλα μέσα στο βαρέλι.Απ το γάλα έφτιαχναν το βούτυρο,το έβαζαν μέσα σε ένα πήλινο δοχείο που το έλεγαν φτύνα, εκεί ξίνιζε μέσα σε τρεις ήμερες, κατόπιν το έριχναν στο μπουτινέλο, ένα ψηλό ξύλινο δοχείο, το χτυπούσαν με ένα μεγάλο κοντάρι μέχρι να ανέβει το βούτυρο επάνω στην επιφάνεια και κατόπιν το μάζευαν προσεκτικά και το έριχναν σε νερό πλάθοντας το μπαλάκια,μόλις κρύωνε το αλάτιζαν και είχαν ένα τέλειο και φρέσκο βούτυρο!!!!
Το γίδινο γάλα το έκαναν κασέρια και λαδωτήρια, τις μυτζήθρες τις κρέμαγαν ψηλά στα μαδέρια της σκεπής τη νύχτα μα τη μέρα τα έβγαζαν στον ήλιο να γίνουν*.
Ο κάμπος του χωρίου ότι έβγαζε το κατανάλωνε με μιας το ίδιο το χωρίο, τα πρόβατα το χειμώνα θέλουν τάισμα στο παχνί όπως και τα γελάδια,οπότε η παραγωγή από τα καλαμπόκια και τα τριφύλλια τους πήγαιναν όλα στο αρχοντικό σε μεγάλες αχυρώνες χτισμένες από πλιθιά. Η Μαρουσιάννα έκανε τον μεγαλύτερο άλμα της εποχής χωρίς να το γνωρίζει η ίδια, έβαλε το πρώτο λιθάρι για την ίδρυση ενός συνεταιρισμού με γερές βάσεις με τους χωριανούς της συντρόφους και συνεταίρους.
Χόρτασαν ψωμάκι από το στάρι των εύφορων χωραφιών τους, έγιναν νοικοκυραίοι και απολάμβαναν τους κόπους των χεριών τους.Αγάπησαν τη γη τους πλιότερο από πότε!
Κάθε σπίτι απόκτησε ζωντανά, κότες, κατσίκες και φυσικά γουρούνια.
Αυτά τα ζώα έγιναν πολύ αγαπημένα ζώα του Καραγκούνη και τις μέρες των Χριστουγέννων έκαναν την γουρνοχαρά, τα γουρούνια σφάζονταν, και ετοιμάζονταν από τις κυράδες με μεγάλη προσοχή κάθε κομμάτι κρέατος.
Γίνονταν από λουκάνικα και λαρδί,μέχρι τσιγαρίδες με λάχανα και λίπα για το μαγείρεμα.
Το τυροκομείο με τα πλίθινα τοιχία έφερε την ανάπτυξη στο χωριό και την οικονομική ευμάρεια της Μαρουσιάννας,χωρίς να έχει ανάγκη τις χρυσές του Τσαούση, ένοιωσε δυνατή και έμαθε να διαχειρίζεται την περιουσία της, μπήκε δυναμικά στην αγορά και πουλούσε το τυρί της χωρίς μεσάζοντες στα μαγαζιά την πόλης των Τρικάλων,στη Λάρισα και στην Αθήνα,στην πρωτεύουσα το τυρί της το έτρωγαν τα καλύτερα σπίτια, μέχρι και υπουργοί της χώρας!!! Αυτό ήταν το πρώτο επαγγελματικό άλμα της κυράς του κάμπου.
Η Ανθή ήταν εκεινη που το πρωτόβαλε στο τραπέζι της και το πρόσφερε στους φίλους του άντρα της, έκτοτε όλοι οι φίλοι του ζευγαριού παράγγελναν τυρί στην Μαρουσιάννα.
Ο Αιμίλιος και η Ανθή βοήθησαν στο θέμα των πωλήσεων την Μαρουσιάννα όσο κανείς, πήγαιναν το τυρί σε όλα τα μπακάλικα της Αθήνας και έπαιρναν παραγγελίες για βαρέλια φέτας αλλά και μυτζήθρα.
Τα Χριστούγεννα η Μαρουσιάννα έστειλε με το τρένο δεκαπέντε βαρέλια τυρί, βούτυρο και μυτζήθρες. Ο Αιμίλιος και η Ανθή πήγαν για να γιορτάσουν τα Χριστουγεννα στο χωριό.
Η Ανθή ήταν πολύ ενθουσιασμένη με την έκβαση των πωλήσεων και παρότρυνε την φιλενάδα της εκτός από το τυρί να αρχίζουν να πουλάνε και τα τομάρια των προβάτων που σφάζανε. Η τρέλα των πλουσίων Αθηναίων ήταν τα αυτοκίνητα ,αν επεξεργαζόταν τα τομάρια θα γινόταν τα καθίσματα ποιο ζεστά για το χειμώνα. Η Μαρουσιάννα άρπαξε την ιδέα και μπήκε στην εφαρμογή της.
Κάθε τομάρι από τα ζώα που σφαζόταν πλενόταν καθαριζόταν και καρφωνόταν σε τελάρα για να μείνουν τεντωμένα, έτσι οι μικρές λευκές γουνίτσες γινόταν χαλάκια για καθίσματα αυτοκινήτων για να ζεσταίνουν τα κρύα αυτοκίνητα της πρωτεύουσας αλλά και πολλές άμαξες.